Ανησυχία προκαλεί η διαφαινόμενη τάση από πλευράς Ηνωμένων Εθνών να διασυνδέουν όλο και περισσότερο το Κυπριακό με το ζήτημα της έρευνας και αξιοποίησης από πλευράς Κυπριακής Δημοκρατίας του φυσικού της πλούτου και πιο συγκεκριμένα των υδρογονανθράκων εντός της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Τελευταίο κρούσμα προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν η έκθεση του Γενικού Γραμματέα προς το Συμβούλιο Ασφαλείας σε σχέση με την ανανέωση της θητείας της UNFICYP.
Ιδιαίτερη ανησυχία -αλλά και ενόχληση στη Λευκωσία- προκαλεί όχι μόνο η συνεχής ενασχόληση των Ηνωμένων Εθνών με το ζήτημα αλλά και ο τρόπος ενασχόλησης.
Με βάση τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και τη Διεθνή Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κάθε δικαίωμα, νόμιμο και κυριαρχικό, να αξιοποιήσει τον φυσικό της πλούτο. Αυτή η βασική τοποθέτηση απουσιάζει -και αυτή τη φορά- από την έκθεση του Γενικού Γραμματέα. Αντίθετα η συγκεκριμένη τοποθέτηση παρουσιάζεται ως θέση απλώς της Κύπρου σε αντιπαραβολή με τη γνωστή τουρκική θέση ότι η Λευκωσία δεν έχει τέτοιο δικαίωμα. Με τη λογική δηλαδή της συνεχούς τήρησης ίσων αποστάσεων παραβλέπεται η ίδια η αρχή των Ηνωμένων Εθνών και το διεθνές δίκαιο.
Η βασική ενόχληση από αυτή τη στάση της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών αφορά στο ενδεχόμενο σταδιακά το ζήτημα των υδρογονανθράκων να καταστεί ζήτημα των διακοινοτικών συνομιλιών και άρα ζήτημα στο οποίο η τουρκική πλευρά θα μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι εφόσον και καθόσον δεν υπάρχει συμφωνία θα πρέπει κάθε ενέργεια στον τομέα αυτό να σταματήσει. Να ανακοπεί δηλαδή κάθε προοπτική για την Κυπριακή Δημοκρατία, είτε αυτή αφορά οικονομικές πτυχές είτε αφορά άλλες πτυχές που έχουν να κάνουν με δυνατότητες στρατηγικής αναβάθμισης της Λευκωσίας. Μαζί βέβαια θα έχουν καίρια τρωθεί στην πράξη η οντότητα και η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν είναι όμως η μόνη ενόχληση.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου