Κάποτε, όχι πολύν καιρό πριν, οι κυβερνήσεις κυβερνούσαν. Τώρα, απλώς αιτούνται αιτημάτων σε αυτούς που έχουν την πραγματική εξουσία και επί της ουσίας κυβερνούν: τις κεντρικές τράπεζες. Μετά τη μεγάλη κρίση του 2008, που πυροδοτήθηκε από την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, συντελέστηκε ραγδαία μια βαθύτατη, de facto πολιτειακή αλλαγή και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
Οι κυβερνήσεις σε Αμερική και Ευρώπη σήκωσαν ψηλά τα χέρια μπροστά στην παγκόσμια χρηματοοικονομική τρικυμία και ανάθεσαν στις κεντρικές τους τράπεζες τον ρόλο του καπετάνιου. Έκτοτε, είναι οι τελευταίες -η περίφημη Fed στις ΗΠΑ και η ΕΚΤ στην Ευρωζώνη- που κυβερνούν, με τις δημοκρατικά κυβερνήσεις να παίζουν ρόλο κομπάρσου κι αντί να ικανοποιούν τις επιθυμίες του λαού που τις εξέλεξε, απλώς μεταφέρουν τα αιτήματά του στον «αφέντη» ελπίζοντας -για τη δική τους πολιτική επιβίωση- ότι αυτά θα ικανοποιηθούν.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων αυτό που γίνεται στις ΗΠΑ, όπου ο Λευκός Οίκος έχει εκχωρήσει πλήρως την άσκηση της οικονομικής πολιτικής -και ό,τι συνεπάγεται αυτού- στη Fed. Η Fed είναι αυτή που εδώ και περίπου τεσσερσήμισι χρόνια τυπώνει το χρήμα και δανείζει την κυβέρνηση των ΗΠΑ αγοράζοντας κρατικά ομόλογα και τις αμερικανικές τράπεζες αγοράζοντας τα ομόλογα-«σκουπίδια» τους. Επομένως, είναι αυτή που χρηματοδοτεί το αμερικανικό χρέος, το αμερικανικό έλλειμμα, το αμερικανικό πιστωτικό σύστημα, την αμερικανική κατανάλωση. Κρατώντας επί της ουσίας εν ζωή κράτος και τράπεζες με το χρήμα που τυπώνει, οι αποφάσεις της δεν επιδέχονται αμφισβήτησης ούτε καν στο πλαίσιο της δημοκρατίας.
Οι κόντρες των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων με αφορμή και το περίφημο «λουκέτο» της αμερικανικής κυβέρνησης αυτήν την εβδομάδα δεν είναι τίποτα περισσότερο από πολιτικούς θεατρινισμούς, απαραίτητους για να δικαιολογείται η ύπαρξη του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και να φαίνεται στον μέσο Αμερικανό ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Γι' αυτό, άλλωστε και οι αγορές δεν «ψαρώνουν». Γνωρίζουν ποιος κυβερνά και εκεί δίνουν την προσοχή τους. Μόλις προ ημερών επιφανή στελέχη της Fed έδωσαν τη νέα γραμμή: «Πρέπει να περιορίσουμε κι άλλο την ανεργία». Κάτι που η κυβέρνηση Ομπάμα μπορεί να πιστωθεί, αλλά δεν μπορεί να καταφέρει...
Μήπως, άραγε, είναι αλλιώς τα πράγματα στην Ευρώπη; Για καιρό υπήρχε το παραμύθι ότι η ΕΚΤ ελέγχεται από τη Γερμανία, η οποία κυβερνά την Ευρώπη, όμως προ ημερών τελείωσε κι αυτό: Η ΕΚΤ ζήτησε νέο κύκλο αυστηρότερων τεστ αντοχής για τις ευρωπαϊκές τράπεζες προκαλώντας απανωτά εγκεφαλικά στο Βερολίνο, που τρέμει πιθανή αποκάλυψη της γύμνιας του δικού του τραπεζικού συστήματος. Βέβαια, δεν είναι αυτό που φοβάται τόσο η Γερμανία.
Το να εκθέσει ανεπανόρθωτα τις γερμανικές τράπεζες θα ήταν για την ΕΚΤ αυτοκτονικό, όμως μπορεί μέσω των τραπεζών να εκβιάζει και να ελέγχει όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, του Βερολίνου μη εξαιρουμένου. Η εξουσία των κυβερνήσεων επί της ΕΚΤ είναι μόνο θεωρητική. Επί της ουσίας αν πέσουν οι τράπεζες, πέφτουν και οι κυβερνήσεις, όχι μόνο στην εύθραυστη Αθήνα αλλά και στο φαινομενικά πανίσχυρο Βερολίνο. Κι όπως ακριβώς στις ΗΠΑ, αυτός που δίνει την πίστωση και κρατά εν ζωή το δημοκρατικό μας σύστημα, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή η ΕΚΤ, είναι αυτός που κυβερνά.
Γιώργος Ι. Μαύρος
ΠΗΓΗ:
logoplokies.blogspot.gr
Να αυξηθεί η παρακράτηση φόρου στα δελτία παροχής υπηρεσιών (“μπλοκάκια”) σε 26% από 20% που είναι σήμερα απαιτεί η τρόικα, ενώ ταυτόχρονα ζητεί να καταργηθεί και η έκπτωση 1,5% που γίνεται στη μηνιαία παρακράτηση φόρου από μισθωτούς και συνταξιούχους.
Η συγκεκριμένη απαίτηση έγινε γνωστή στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών και είναι πιθανό να περιληφθεί στο φορολογικό νομοσχέδιο που θα κατατεθεί σύντομα για τον νέο Ενιαίο Φόρο Ακινήτων σύμφωνα με δημοσίευμα του Ελεύθερου Τύπου.
Με τις νέες ρυθμίσεις αυτές θα μειωθούν αμέσως οι αμοιβές για όλους τους μισθωτούς, για μεγάλο αριθμό ελευθέρων επαγγελματιών και για όσους παρέχουν υπηρεσίες σε επιχειρήσεις και επιτηδευματίες αλλά και για μεγάλο αριθμό εργαζομένων με μπλοκάκι, οι οποίοι στην ουσία είναι μισθωτοί αλλά αμείβονται κάθε μήνα με τον τρόπο αυτό.
Για πολλούς από τους εργαζόμενους με μπλοκάκι η αύξηση στην παρακράτηση σημαίνει ότι οι μηνιαίες αποδοχές τους θα μειωθούν κατά 7,5% και τούτο παρά το γεγονός ότι έχουν το δικαίωμα να φορολογηθούν ως μισθωτοί (με συντελεστή 22% για εισόδημα έως 25.000 ευρώ) οπότε μετά την εκκαθάριση του φόρου η διαφορά θα τους επιστραφεί -έστω και με τη συνηθισμένη μεγάλη καθυστέρηση.
Το επιχείρημα για την αύξηση στην παρακράτηση της τρόικας είναι ότι ο συντελεστής φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματικών είναι 26% μέχρι εισόδημα ύψους 50.000 ευρώ (και με 33% για το εισόδημα πάνω από το ύψος αυτό). Όμως, ο συλλογισμός αυτός παραγνωρίζει το γεγονός ότι πριν υπολογιστεί ο φόρος, από τα εισοδήματα των ελευθέρων επαγγελματιών αφαιρούνται οι επαγγελματικές δαπάνες, οπότε η τελική επιβάρυνση είναι συνήθως μικρότερη.
Έτσι, με την αύξηση της παρακράτησης, αυτό που θα συμβεί είναι ότι οι επαγγελματίες θα χάσουν 7,5% παραπάνω εισόδημα και θα περιμένουν την εκκαθάριση φόρου (με τη συνηθισμένη καθυστέρηση) για να εισπράξουν την όποια διαφορά υπάρχει από το φόρο που τελικά θα οφείλουν.
Αντιστοίχως, πρόσθετη μείωση κατά 1,5% θα υποστούν και όλοι οι μισθωτοί και συνταξιούχοι εφόσον τελικά προχωρήσει η κατάργηση της έκπτωσης που γίνεται σήμερα στη μηνιαία παρακράτηση φόρου.
ΠΗΓΗ:newmoney.gr
Οι μεγάλες πολυεθνικές πετρελαϊκές περνούν μια κρίση την οποία δεν έχουν προσέξει οι αναλυτές και οι αγορές. Πρόκειται για μια κρίση αποτελεσμάτων και οράματος. Για να το θέσουμε απλά, οι μεγάλες πετρελαϊκές, δηλαδή εταιρείες όπως η ExxonMobil, η ΒΡ και η Shell, δεν αναπτύσσονται. Έχουν ανακαλύψει λιγοστό πετρέλαιο τα τελευταία χρόνια, παρά τις αυξημένες επενδύσεις και επιπλέον έχουν χάσει την αποκλειστικότητα στην τεχνογνωσία που τις καθιστούσε απαραίτητες για τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες στο παρελθόν.
Για την κατάσταση ευθύνονται αρκετοί παράγοντες. Οι μεγάλες εταιρείες σταδιακά τείνουν να γίνουν παραγωγοί αερίου και όχι πετρελαίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το 50% των αποθεμάτων τους αποτελείται από φυσικό αέριο. Ίσως θα έπρεπε να τις αποκαλούμε εταιρείες αερίου και όχι πετρελαϊκές.
Το πρόβλημα με αυτή τη μεταμόρφωση είναι ότι απειλεί την κερδοφορία τους, η οποία σήμερα βασίζεται σε ανακαλύψεις κοιτασμάτων που έγιναν παλαιότερα και τώρα αποδίδουν όλο και λιγότερο.
Το φυσικό αέριο είναι πολύ φθηνότερο από το πετρέλαιο. Συχνά, είναι δύσκολο να πωληθεί και το μεγαλύτερο μέρος του περιθωρίου κέρδους χάνεται στα στάδια της μεταφοράς και της υγροποίησης. Αυτή είναι η κατάσταση για ορισμένες από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις αερίου στην Αυστραλία, για παράδειγμα, οι οποίες είναι μετά βίας βιώσιμες.
Παράλληλα, ίσως να αποδειχτεί δύσκολο να αποκομίσουν μεγάλα κέρδη από άλλες σημαντικές πρόσφατες ανακαλύψεις, όπως αυτές στην Μοζαμβίκη και την Τανζανία. Τα πάντα που χρειάζονται για την ανάπτυξη των συγκεκριμένων κοιτασμάτων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, θα πρέπει να εισαχθούν έναντι υψηλού κόστους.
Από την άλλη, οι ανακαλύψεις αερίου στις ΗΠΑ οδήγησαν σε μείωση την τιμή του αερίου, στον βαθμό που στοιχίζει όσο το 20% του πετρελαίου για την ίδια ενεργειακή απόδοση, καθιστώντας αρκετά επιχειρηματικά σχέδια οριακά βιώσιμα.
Τα σημάδια της αναταραχής είναι ήδη ορατά στην κερδοφορία των μεγάλων πετρελαϊκών σήμερα, η οποία είναι πολύ χαμηλότερη από την αντίστοιχη πριν 7-8 χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη τις τιμές του αργού τότε. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις δύο μεγαλύτερες εταιρείες, την ExxonMobil και την Shell:
Το 2012, με μια μέση τιμή του Brent πάνω από τα 100 δολάρια ανά βαρέλι, η Exxon σημείωσε καθαρά κέρδη 44,9 δις. δολάρια. Όμως, το 2005, όταν η τιμή του Brent ήταν 55 δολάρια, τα κέρδη της ήταν 36,13 δις., δηλαδή 42 δις. σε σημερινά χρήματα.
Με άλλα λόγια, η τιμή του αργού σχεδόν διπλασιάστηκε από το 2005 ως το 2012, αλλά τα κέρδη της Exxon αυξήθηκαν μόλις κατά μερικά δις. δολάρια. Η Shell τα πήγε ακόμα χειρότερα, ανακοινώνοντας κέρδη 27 δις. το 2012, έναντι 26,3 δις. το 2005.
Την ίδια στιγμή, οι πετρελαϊκές αγωνίζονται για να αυξήσουν την παραγωγή τους. Στην καλύτερη περίπτωση την διατηρούν σταθερή, κυρίως μέσω αυξήσεων στο φυσικό αέριο, το οποίο όμως δεν αποφέρει τα ίδια κέρδη. Οι περισσότερες πετρελαϊκές παράγουν λιγότερο από ότι στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ενώ ορισμένες, όπως η ΒΡ παράγουν πολύ λιγότερο.
Οι μεγάλες εταιρείες έχουν χάσει επίσης και πολλές από τις δυνατότητες που τις καθιστούσαν απαραίτητες για πολλές χώρες που επιθυμούν να αναπτύξουν τα αποθέματά τους. Στη δεκαετία του ’90, οι πετρελαϊκές άρχισαν να περικόπτουν τα κόστη απότομα, μειώνοντας και τον αριθμό των εργαζομένων τους. Έχουν αναθέσει σε άλλους κάποιες αναγκαίες λειτουργίες προκειμένου να διατηρήσουν την κερδοφορία τους. Για παράδειγμα, άνω του 75% της αξίας στον τομέα της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων παγκοσμίως πραγματοποιείται από εργολάβους όπως η Halliburton και η Schlumberger εκ μέρους των πετρελαϊκών.
Επιπλέον, οι εταιρείες έχουν περικόψει και τους πόρους για έρευνα και τεχνολογία. Ως αποτέλεσμα, οι πετρελαϊκές έχουν φτάσει πλέον στο ίδιο επίπεδο με τους εργολάβους και τις κρατικές πετρελαϊκές, όπως η Petrobras της Βραζιλίας, η οποία θεωρείται πλέον ηγέτης στην τεχνολογία για γεωτρήσεις σε βαθιά ύδατα.
Το πρόβλημα με την στρατηγική αυτή είναι ότι ο κλάδος του πετρελαίου βασίζεται στο κεφάλαιο και τις ικανότητες, παρά στην ένταση εργασίας. Η μείωση του ειδικευμένου προσωπικού και της έρευνας, με παράλληλες επενδύσεις δισεκατομμυρίων κάθε χρόνο, μπορεί εν τέλει να γίνει μια συνταγή για κακές αποφάσεις και φτωχή απόδοση.
Οι μεγάλοι έχασαν επίσης την ευκαιρία να συμμετάσχουν στην επανάσταση του αερίου σχιστών στις αρχές του 2000, της οποίας ηγήθηκαν μικρομεσαίες ανεξάρτητες εταιρείες. Στη συνέχεια προσπάθησαν να μπουν, αλλά ήταν αργά. Το 2009, η Exxon εξαγόρασε την ΧΤΟ έναντι 41 δις. δολαρίων, σε ένα χρονικό σημείο που οι τιμές του αερίου ήταν υψηλές. Ένα χρόνο μετά, οι τιμές κατέρρευσαν εν μέσω του άφθονου αερίου σχιστών που κατέκλυσε την αγορά.
Όπως με το αέριο σχιστών, οι μεγάλες πετρελαϊκές δεν πρωταγωνίστησαν ούτε στο πετρέλαιο σχιστών, στο οποίο και πάλι οι μικρομεσαίοι ηγήθηκαν. Αντίστοιχα, πολλές ανακαλύψεις κοιτασμάτων σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως η Αφρική, έγιναν από μικρότερες εταιρείες.
Νοθεύοντας τις ικανότητές τους, οι μεγάλοι έχασαν διαπραγματευτική ισχύ με τις χώρες εκείνες που κατέχουν τα μεγαλύτερα αποθέματα σήμερα. Στο κάτω-κάτω, μια ρωσική ή κινεζική εταιρεία μπορεί να κάνει τα ίδια με μια μεγάλη ιδιωτική πετρελαϊκή, διότι και οι δύο χρησιμοποιούν τους ίδιους εργολάβους. Και οι κρατικές πετρελαϊκές μπορούν να τους χρησιμοποιούν άμεσα.
Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες έχουν εκμεταλλευτεί την κατάσταση αυτή. Η πιο ακραία περίπτωση είναι το Ιράκ μετά τον Σαντάμ, το οποίο οι μεγάλες πετρελαϊκές περίμεναν ότι θα είναι ένα ενεργειακό Ελ-Ντοράντο. Τελικά αποδείχτηκε μια χώρα με μικρές απολαβές και μεγάλους κινδύνους. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για πολλές άλλες χώρες, από τη Νορβηγία μέχρι τη Νιγηρία, στις οποίες το μερίδιο του κράτους από φόρους, δικαιώματα και άλλα έξοδα, πολλές φορές ξεπερνά το 90%.
Βεβαίως, όλες οι μεγάλες πετρελαϊκές μπορούν να βασίζονται σε δύο δυνατά τους χαρτιά: Την τεράστια οικονομική δύναμη και το χαμηλό χρέος, και τα δύο αποτελέσματα των επενδύσεων που έγιναν πριν από 20-30 χρόνια.
Για να εκμεταλλευτούν αυτά τα πλεονεκτήματα, πρέπει να αναθεωρήσουν την στρατηγική τους, να αναδομήσουν την τεχνογνωσία του ανθρώπινου δυναμικού και να επικεντρωθούν στις δεξιότητες και την τεχνολογία, συμπεριλαμβανομένης αυτής που θα τους επιτρέψει να αντιμετωπίσουν περιβαλλοντικές απειλές που σχετίζονται με την παραγωγή πετρελαίου.
Επίσης, πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να φυλάξουν κεφάλαιο για μια εποχή στην οποία οι τιμές μπορεί να είναι χαμηλότερες και οι ευκαιρίες πιο ελκυστικές. Οι εταιρείες αυτές έχουν ακόμη χρόνο να ανατρέψουν την πτώση τους, αλλά το περιθώριο συρρικνώνεται γρήγορα
ΠΗΓΗ:energia.gr