Μέρες τώρα ψάχνω να βρω ένα θέμα επίκαιρο που ν’ αφορά στα πολιτικά τεκταινόμενα και στην κρίση που έχουμε σε όλους τους τομείς πλέον. Μα η πένα δεν έβρισκε μελάνι. Οι λέξεις δεν είχαν ψυχή. Κι εγώ δεν είχα διάθεση να γράψω. Είναι που έπαψα πια να κάνω όνειρα. Είναι που φοβάμαι να ελπίζω.
Έτσι, λοιπόν, αυθόρμητα γύρισα πίσω… Στα παιδικά ηλιόλουστα καλοκαίρια μου. Στο χωριό που έζησα τις πιο αθώες κι όμορφες στιγμές της ζωής μου. Πίσω, στην ανεμελιά, στα γέλια και στις φωνές της παρέας, κάτω από τον καυτό ήλιο. Στο παιχνίδι εκείνο, στον περίβολο της Εκκλησίας, που ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου. «Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, 1,2,3, στοπ!» Πίσω, στο κυνηγητό που έπεσα κι έγδαρα τα γόνατά μου κι αντί να κλαίω για το αίμα, στενοχωριόμουν για τα ολοκαίνουρια ρούχα που λέρωσα. Στην παιδική αφέλεια που με έκανε να πιστεύω πως αν δεν φας όλο σου το φαγητό, χάνεις τη δύναμή σου!
Πίσω, σ’ όλες εκείνες τις στιγμές που μύριζαν αγιόκλημα και γιασεμί, ανεμελιά κι αγάπη. Ξανάζησα την κάθε στιγμή με τη μυρωδιά αυτή να με συντροφεύει. Και έκλαψα. Γιατί συνειδητοποίησα πως δεν έπαψα μόνο να ονειρεύομαι. Έπαψα να γελάω, να παίζω, να πιστεύω, να βλέπω, να χαίρομαι, να υπάρχω, να νιώθω, να μυρίζω. Αναρωτήθηκα πόσοι από εμάς έχουμε πάψει πια να κάνουμε όλα αυτά τα παραπάνω. Ουσιαστικά, όχι από συνήθεια απλή. Και τσάκωσα τον εαυτό μου να θέλει όσο τίποτα να γυρίσει πίσω. Στο χωριό των αναμνήσεών μου, σαν παιδί, χωρίς τις έγνοιες και τις δυσκολίες αυτής της εποχής, μακριά από τον κρίση και τους δήθεν εθνοσωτήρες.
Να γυρίσω πίσω. Ν’ ακούσω τα ξέγνοιαστα γέλια. Να παίξω κάτω από τον ήλιο. Να φωνάξω πως η ζωή είναι ωραία. Να κλάψω για τα ρούχα που λέρωσα κι όχι για τα όνειρα που πέθαναν. Να μυρίσω ξανά αγιόκλημα και γιασεμί.
*Η Ζωή Αλεξαντωνάκη είναι απόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
ΠΗΓΗ:aixmi.gr