Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

$1 τρισ. κέρδη από το «φθηνό» πετρέλαιο


Η κατακόρυφη πτώση κατά 30 δολάρια της τιμής του πετρελαίου οδηγεί  σε μια ανακατανομή των κεφαλαίων  από τους παραγωγούς στους καταναλωτές «μαύρου χρυσού» περιορίζοντας ήδη κατά 1 τρισ. δολάρια το ενεργειακό κόστος του πλανήτη, ενώ αναμένεται να αυξήσει κατά 0,6% το παγκόσμιο ΑΕΠ.

Από την άλλη πλευρά, ως το σημαντικότερο γεωπολιτικά εμπόρευμα, έχει απήχηση σε όλον τον κόσμο δημιουργώντας ξεκάθαρους νικητές και ηττημένους.

Η απροθυμία του καρτέλ να μειώσει την παραγωγή σηματοδοτεί την έναρξη μάχης με άλλους παραγωγούς-μη μέλη του ΟPEC για το μερίδιο αγοράς, ενώ στον υπό διαμόρφωση νέο πετρελαϊκό κόσμο το  γεωπολιτικό παιχνίδι ΗΠΑ - Σαουδικής Αραβίας με στόχο την οικονομική πίεση σε Ρωσία και Ιράν αναμένεται να ενταθεί.

Για τους αναλυτές εμπορευμάτων των μεγαλύτερων επενδυτικών τραπεζών μάλιστα οι τιμές άνω των 100 δολαρίων το βαρέλι σε μέσα επίπεδα θα πρέπει να αποτελέσουν παρελθόν καθώς, όπως εκτιμάται, το νέο εύρος διακύμανσης του μαύρου χρυσού για την επόμενη πενταετία θα κυμανθεί στα 70-90 δολάρια/βαρέλι. Σε πραγματικούς όρους, η τιμή του μαύρου χρυσού βρίσκεται σήμερα στο επίπεδο του Νοεμβρίου του 1979, στο αποκορύφωμα της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράν, αγγίζοντας σχεδόν όλους τους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ η παρατεταμένη περίοδος χαμηλών τιμών θα έχει ως συνέπεια να επηρεάσει θετικά τους επόμενους έξι ως εννέα μήνες την οικονομία.



Εντονες διαφωνίες

Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι, όταν η τιμή πετρελαίου πέφτει κατά 10%, η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται κατά 0,2%, δηλαδή θα πρέπει να ενισχυθεί τώρα ο ρυθμός ανάπτυξης κατά 0,6%.

Για τους αναλυτές των τμημάτων εμπορευμάτων των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών ένας ιδιότυπος πόλεμος μεταξύ Σαουδικής Αραβίας, Αμερικής, Ρωσίας και Ιράν με στόχο να εγκαταλείψει αυτός με τις μικρότερες αντοχές φαίνεται ότι υποβόσκει πίσω από την κατάρρευση των τιμών. Στη σύνοδο του ΟPEC όπου αποφασίστηκε το καρτέλ να διατηρήσει τον στόχο παραγωγής των 30 εκατ. βαρελιών την ημέρα υπήρξαν έντονες διαφωνίες ανάμεσα στις χώρες του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ, που υποστηρίζουν τη διατήρηση της παραγωγής στα υφιστάμενα επίπεδα, και στις οικονομικά ασθενέστερες χώρες, όπως η Βενεζουέλα, η Λιβύη και το Ιράν, που πίεζαν για μείωση της παραγωγής.

Ο σαουδάραβας υπουργός Πετρελαίου έπεισε τους ομολόγους του ότι ο ΟPEC διατρέχει κίνδυνο να χάσει διά παντός μερίδιο της αγοράς λόγω του ανταγωνιστικού αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου. Υποστήριξε ότι ο καλύτερος τρόπος για να πληγεί η δαπανηρή παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι να παραμείνουν οι τιμές σε χαμηλά επίπεδα για κάποιο χρονικό διάστημα.

Αποθέματα $745 δισ.

Η Σαουδική Αραβία μπορεί να αντέξει βέβαια μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλών τιμών καθώς διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα 745 δισ. δολαρίων. Στον νέο πετρελαϊκό κόσμο, πάντως, η  Σαουδική Αραβία και ο ΟPEC δεν θα αποτελούν πλέον τον μηχανισμό που θα ισορροπεί την αγορά καθώς έχουν απολέσει αυτόν τον ρόλο. 

Αντί για αυτό, η αγορά μόνη της θα είναι ο μηχανισμός επανεξισορρόπησης σηματοδοτώντας έτσι μια δραματική και θεμελιώδης αλλαγή. Η αύξηση της προσφοράς, τόσο εντός όσο και εκτός του ΟPEC, έχει δημιουργήσει, σύμφωνα με τη Saxo Bank, μια «νέα» κατάσταση στην αγορά πετρελαίου: οι νέες και μη συμβατικές τεχνικές παραγωγής, όπως, μεταξύ άλλων, η εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου, έχουν αυξήσει την παραγωγή  στις ΗΠΑ στο υψηλότερο επίπεδο της 30ετίας, η οποία αντισταθμίστηκε από το 2011 από την αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση και τα διαρκή προβλήματα στην προσφορά λόγω των πολυάριθμων γεωπολιτικών γεγονότων.

Πτώση των εσόδων

Τα πιο σημαντικά γεγονότα αυτής της περιόδου ήταν ο πόλεμος στη Λιβύη το 2011, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο Ιράν το 2012, οι απεργίες στο λιμάνι της Λιβύης το 2013 και, πιο πρόσφατα, η εμφάνιση των πολεμιστών του Ισλαμικού Κράτους (IS) στη Συρία και στο Ιράκ. Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2014, εξαιτίας των ανωτέρω και άλλων, λιγότερο σημαντικών προβλημάτων, η τιμή έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο από την εποχή του πολέμου στο Ιράκ - Κουβέιτ το 1991.

Από τότε το λιβυκό πετρέλαιο επέστρεψε στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα ορισμένα μέλη του ΟPEC σημείωσαν αύξηση της παραγωγής και άλλα, κυρίως η Σαουδική Αραβία, διατήρησαν το αυξημένο επίπεδο παραγωγής τους. Ο συνδυασμός της αυξανόμενης προσφοράς με την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της ζήτησης μάς οδήγησε στην παρούσα κατάσταση, στην οποία οι παραγωγοί πετρελαίου παρατηρούν απότομη πτώση των εσόδων τους, ενώ τα κράτη-καταναλωτές πετρελαίου έχουν επωφεληθεί σε σημαντικό βαθμό.

Οι νικητές και οι ηττημένοι 

Ο ελληνικός προϋπολογισμός έχει καταρτιστεί με τιμή αργού στα 99,36 δολάρια το βαρέλι

«Θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι (από την πτώση των τιμών) αλλά σε καθαρή βάση είναι καλή είδηση για την παγκόσμια οικονομία» εκτίμησε η εκτελεστική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ. «Οταν έχεις μια μείωση π.χ. κατά 30% στις τιμές, αυτό θα πρέπει να οδηγήσει σε ενίσχυση κατά 0,8% της ανάπτυξης στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες που είναι εισαγωγείς πετρελαίου».

Το μέγεθος της πτώσης σήμερα αντιπροσωπεύει στο παγκόσμιο ενεργειακό κόστος ένα όφελος που ξεπερνά το 1 τρισ. δολάρια, με τις ανεπτυγμένες οικονομίες, τους μεγάλους εισαγωγής ενέργειας, τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας και τους τακτικούς καταναλωτές πετρελαίου να είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι, την ώρα που οι μεγάλοι εξαγωγείς ενέργειας αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, εκτίμησε η Citigroup.

Εκτιθέμενες χώρες

Για τους αναλυτές αυτοί που θα καταγράψουν τα μεγαλύτερα κέρδη θα είναι πιθανόν οι χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση (όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία), ενώ αυτοί που θα καταγράψουν τις μεγαλύτερες απώλειες θα είναι από την πλευρά των παραγωγών, όπως η Ρωσία και η Βενεζουέλα, όπου η έλλειψη επενδύσεων και διαφοροποίησης αφήνει τις χώρες εκτιθέμενες στην απότομη μείωση των κρατικών εσόδων.

Κερδισμένη εμφανίζεται και η Ελλάδα καθώς ο προϋπολογισμός του 2015 έχει καταρτιστεί με τιμή αργού στα 99,36 δολάρια το βαρέλι, με αποτέλεσμα η μείωση του κόστους εισαγωγής του πετρελαίου να μπορεί να επιφέρει βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο, όπου ο λογαριασμός πετρελαιοειδών αντιστοιχούσε ως τώρα στο 52% και εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στο 30%.

Ποσοτική χαλάρωση

Από την άλλη πλευρά, η πτώση των τιμών επιδεινώνει τις αποπληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη αποτελώντας έναν επιπλέον λόγο για να προχωρήσει ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι στο πρώτο τρίμηνο  του 2015 σε μια διευρυμένη ποσοτική χαλάρωση (τύπωμα χρήματος) μέσω και της αγοράς κρατικών ομολόγων, που σήμερα συναντά την αντίθεση της Γερμανίας, όπως αποτυπώνεται μέσα από τις απόψεις του επικεφαλής της Bundesbank Γενς Βάιντμαν.

Συνολικά για τους αναλυτές οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου αποτελούν «καλό νέο» για την αμερικανική οικονομία διότι υποδηλώνουν υψηλότερα πραγματικά εισοδήματα για τους αμερικανούς καταναλωτές.

Παράλληλα ενισχύουν τη συνολική ζήτηση στην Ευρώπη, στην Ασία και άλλες περιοχές που εισάγουν πετρέλαιο. 

Αντιθέτως, στους «μεγάλους χαμένους» των μειωμένων τιμών του μαύρου χρυσού συγκαταλέγονται αρκετές χώρες που δεν έχουν φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Στις κερδισμένες χώρες εμφανίζονται η Σαουδική Αραβία και τα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και μεγάλοι εισαγωγείς πετρελαίου όπως η Κίνα, η Τουρκία, η Ινδία και η Ιαπωνία.

Ρωσία
Σε κλοιό το ρούβλι και η οικονομία 

Η πτώση της τιμής του πετρελαίου σε συνδυασμό με τις οικονομικές κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ και η ΕΕ συνέβαλαν στη συνεχή εξασθένηση του εθνικού νομίσματος και της οικονομίας της Ρωσίας, καθώς  σχεδόν τα μισά δημόσια έσοδα της χώρας προέρχονται από πωλήσεις του μαύρου χρυσού. Συνολικά εντός του 2014 το ρούβλι έχει απολέσει άνω του 40% της αξίας του έναντι του ευρώ και 60% έναντι του δολαρίου, παρουσιάζοντας τις σημαντικότερες απώλειες των τελευταίων 16 ετών. Η Ρωσία σε μια προσπάθεια να περιορίσει τη διεθνή προσφορά ανακοίνωσε ότι θα μειώσει τις εξαγωγές αργού πετρελαίου κατά 5 εκατ. βαρέλια ημερησίως, χωρίς ωστόσο να εκτιμάται ότι η απόφασή της θα επιδράσει ουσιαστικά στη διεθνή αγορά, ενώ ο Πούτιν έκανε λόγο για αμνηστία των κεφαλαίων που θα επιστραφούν στη χώρα - οι κυρώσεις έχουν περιορίσει σημαντικά την πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές κεφαλαίων.

Εν τω μεταξύ η οικονομία της χώρας επιδεινώνεται. Την Τρίτη, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε συρρίκνωση κατά 0,8% σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις που προέβλεπαν αύξηση κατά 1,2%, ενώ το ρούβλι σημείωσε τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση από το 1988, όταν η χώρα αθέτησε τις υποχρεώσεις της όσον αφορά το εσωτερικό της χρέος. Για τους αναλυτές, με τιμές στα 80 δολ./βαρέλι, η μεγαλύτερη παραγωγός αργού στον κόσμο ετοιμάζεται για απώλειες 100 δισ. δολαρίων ετησίως. Ηδη οι απώλειες ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ, την ώρα  που το κόστος των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία κοστολογούνται σε μόλις 40 δισ. δολάρια.

Η κρίση έχει οδηγήσει αρκετές από τις μεγαλύτερες τράπεζες που ελέγχονται από το κράτος να αναζητήσουν την κρατική στήριξη.  Στα ρωσικά ομόλογα ασκούνται ισχυρές πιέσεις και η διαπραγμάτευσή τους χαρακτηρίζεται από μεγάλη μεταβλητότητα.

Τα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης, εκφρασμένα σε δολάρια, της τράπεζας Sberbank, με λήξη το 2022, διαπραγματεύονται επί του παρόντος στην τιμή περίπου των 80 με απόδοση 8,7% στη λήξη τους. Τα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης αόριστης διάρκειας, εκφρασμένα σε δολάρια, της τράπεζας VTB, με πρώτο δικαίωμα αγοράς (call option) το 2022, σημείωσαν σημαντική πτώση μέχρι το επίπεδο περίπου των 73. Τα εν λόγω ομόλογα διαπραγματεύονταν πάνω από τα 100 κατά τη θερινή περίοδο.

(Τάσος Μαντικίδης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 7/12/2014)



ΠΗΓΗ:energypress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου