Σε πρώτη ανάγνωση η είδηση για την άρση έστω και υπό αίρεση των κυρώσεων κατά του Ιράν, αποτελεί μια εν δυνάμει καλή εξέλιξη για την αγορά διύλισης της Μεσογείου, η οποία αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα σοβαρά προβλήματα προμήθειας αργού σε ανταγωνιστικές τιμές.
Ωστόσο στην πράξη, δε φαίνεται προς το παρόν να αλλάζει τίποτα για τους ευρωπαίους αγοραστές, καθώς η ΕΕ θα συνεχίσει να απαγορεύει τις εισαγωγές ιρανικού αργού. Για την αγορά πετρελαίου το μοναδικό μέρος της συμφωνίας που μπορεί να έχει μια περιορισμένη επίπτωση, αφορά στην άρση από την πλευρά της ΕΕ των απαγορεύσεων για την ασφάλιση τάνκερ που μεταφέρουν ιρανικό αργό. Μάλιστα η άρση αυτή αναμένεται επηρεάσει και να διευκολύνει μόνο τους περιορισμένους υφιστάμενους αγοραστές ιρανικού αργού στον Περσικό Κόλπο.
Στο αυτό το μήκος κύματος κινούνται οι εκτιμήσεις αναλυτών της Goldman Sachs οι οποίοι θεωρούν ότι οι εξαγωγές ιρανικού αργού δεν πρόκειται να διαφοροποιηθούν τους επόμενους έξι μήνες, συγκριτικά με το εννεάμηνο του έτους (κοντά στο 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα) ενώ σύμφωνα με τη Barclays οι ποσότητες θα είναι ακόμη μικρότερες και δεν πρόκειται να ξεπεράσουν τα 400 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα.
Σημειώνεται ότι εκτός από το εμπάργκο με το Ιράν η αγορά διύλισης της Μεσογείου κλήθηκε να διαχειριστεί τα προβλήματα προμήθειας αργού και από άλλες παραδοσιακές αγορές όπως το Ιράκ και η Λιβύη, με αποτέλεσμα σημαντικό μέρος των αγορών να προέλθει από άλλους ακριβότερους προμηθευτές όπως η Ρωσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τους προηγούμενους μήνες η τιμή για τα Urals (ρωσικά αργά πετρέλαια) βρέθηκε σε υψηλότερα επίπεδα ακόμη και από την τιμή του Brent, κάτι που δεν έχει συμβεί ξανά ποτέ στο παρελθόν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις και σε συνδυασμό με την κρίση στις αγορές της νότιας Ευρώπης, τα διυλιστήρια της Μεσογείου να εμφανίζουν αρνητικά περιθώρια κέρδους.
Είναι ευνόητο λοιπόν ότι οι μεσοπρόθεσμες εξελίξεις γύρω από το Ιράν μπορεί να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο για την πορεία της αγοράς διύλισης της Μεσογείου.
Ο κλάδος βρίσκεται εν μέσω μιας εξαιρετικά δύσκολης κατάστασης, με αλλεπάλληλα λουκέτα σε μονάδες.
Και δεν είναι μόνο ο παράγοντας αργό που καθιστά τις συνθήκες πρωτόγνωρα αντίξοες: το τελευταίο διάστημα έχει ενταθεί ο ανταγωνισμός τόσο από τα δυτικά όσο και από τα ανατολικά. Στις ΗΠΑ, τα διυλιστήρια έχουν εντείνει την παραγωγή τους σε μεσαία αποστάγματα diesel, τα οποία και έχουν ξεκινήσει να εξάγουν προς την Ευρώπη, ενώ αντίθετα οι εισαγωγές βενζινών – που αποτελούσαν για τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια μια παραδοσιακή αγορά προορισμού – έχουν περιοριστεί και αναμένεται να ακολουθήσουν περαιτέρω φθίνουσα πορεία ελέω shale oil. Αλλά και στα ανατολικά η Ρωσία προχωρά σε αναβαθμίσεις διυλιστηρίων, την ίδια στιγμή που βρίσκονται σε εξέλιξη μεγάλα έργα σε Σαουδική Αραβία αλλά και Ινδία. Εξίσου έντονες πιέσεις δέχεται μαζί με την αγορά διύλισης και η πετροχημική βιομηχανία, της οποίας τροφοδότης πρώτης ύλης είναι τα διυλιστήρια.
Τέλος, σε αυτό το εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον έρχονται να προστεθούν και άλλα προβλήματα για τις μονάδες που λειτουργούν υπό το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο (γραφειοκρατία, κλιματική πολιτική, κόστη αγοράς δικαιωμάτων ρύπων κλπ), με αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλω συνολικά η βιωσιμότητα και το μέλλον του κλάδου.
ΠΗΓΗ:capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου