Το διεθνές περιβάλλον αλλάζει δραματικά στα ενεργειακά θέματα και αυτό επιβάλλει τη γρήγορη και αποτελεσματική προσαρμογή της Ελλάδας στη νέα δυναμική και τους κανόνες.
Δεν είναι τυχαίο ότι 37% των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα δεσμευτούν υπέρ της πράσινης ενεργειακής μετάβασης.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Ελλάδα, με πολλά διαρθρωτικά προβλήματα στον ενεργειακό τομέα, με παράδοση προχειρότητας στον σχεδιασμό και άκαμπτες γραφειοκρατικές δομές, θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Διαφορετικά, θα μείνει..
ακόμη πιο πίσω στον ενδοευρωπαϊκό και παγκόσμιο ανταγωνισμό. Είμαστε ήδη μια χώρα όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι κάτι παραπάνω από τα 2/3 του μέσου ευρωπαϊκού όρου και περιμένουμε τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης για να διευκολυνθούμε στην ανάκαμψη και στη συνέχεια στη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας μας.Η χορήγηση των κονδυλίων, όμως, είναι υπό προϋποθέσεις και αν μείνουμε πίσω στην πράσινη-ενεργειακή μετάβαση θα χάσουμε πολλά από αυτά. Ορισμένοι από τους «φειδωλούς» Ευρωπαίους επενδύουν στη διαχρονική αδυναμία μας να απορροφήσουμε έγκαιρα τα ευρωπαϊκά κονδύλια για να συμπιέσουν το κόστος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.
Ανατροπές χωρίς τέλος
Η Ε.Ε. προχώρησε στην αυστηροποίηση των κανόνων, ώστε να υπάρξει μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων κατά 55% μέχρι το 2030 –με βάση υπολογισμού το 1990– και να μετατραπεί η Ε.Ε. μέχρι το 2050 σε ουδέτερη σε ό,τι αφορά την εκπομπή των αερίων του θερμοκηπίου.
Οι νέοι, πιο φιλόδοξοι στόχοι επιβάλλουν αναθεώρηση του σχεδιασμού της ελληνικής κυβέρνησης, σε μια προσπάθεια να φανούμε συνεπείς στις ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις και να αποφύγουμε απώλεια ευρωπαϊκών κονδυλίων και διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις.
Προτού καλά καλά προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα, ήρθε το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας να επιβάλει, στο όνομα της νέας γενιάς, ακόμη αυστηρότερους περιορισμούς στη σημαντικότερη οικονομία της Ε.Ε. Με βάση την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η Γερμανία θα πρέπει να μειώσει τις εκπομπές αερίων κατά 65% αντί για 55% μέχρι το 2030. Θα πρέπει επίσης να φτάσει στην κλιματική ουδετερότητα, σε ό,τι αφορά τα αέρια του θερμοκηπίου, το 2045 αντί για το 2050.
Η Γερμανία δέχεται διπλή πίεση, από τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και από την εντυπωσιακή ενίσχυση του κόμματος των Πρασίνων, για να επιταχύνει κι άλλο την πράσινη-ενεργειακή μετάβαση. Αυτό επηρεάζει τη δυναμική της Ε.Ε. και μεγαλώνει τις πιέσεις στην Ελλάδα για γρήγορη προσαρμογή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ε.Ε. είναι υπερδύναμη σε ό,τι αφορά τη διεθνοποίηση των κανονισμών της. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ρωσική βαριά βιομηχανία διαμαρτύρεται, γιατί μέσω της προετοιμαζόμενης εφαρμογής ενός μηχανισμού προσαρμογής –δηλαδή οικονομικής επιβάρυνσης– προϊόντων που θα έχουν παραχθεί σε τρίτες χώρες χωρίς την εφαρμογή μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος και θα φτάνουν στην ενιαία αγορά της Ε.Ε., θα περιοριστεί η συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή αγορά.
Πρόκειται για τον λεγόμενο Carbon Border Adjustment Mechanism (CBAM). Σύμφωνα με μελέτη της KPMG, η ρωσική βαριά βιομηχανία (χαλυβουργία, τσιμεντοβιομηχανία, λιπάσματα, σίδηρος κ.ά.) θα πρέπει να δαπανήσει 60 δισ. δολάρια την περίοδο 2022-2030 για να προσαρμοστεί στους νέους περιβαλλοντικούς κανόνες της Ε.Ε. Τα ίδια ισχύουν για την Τουρκία, η παραγωγή της οποίας είναι κι αυτή εκτός ευρωπαϊκών κανόνων.
Με τον τρόπο που λειτουργεί η Ε.Ε. και τη θεσμική επιρροή που έχει μέσω της οικονομικής ισχύος της, καταλήγει να επιβάλλει δικούς της κανονισμούς σε ένα μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας.
Άλλη εντυπωσιακή εξέλιξη που δείχνει πόσο αλλάζει το διεθνές περιβάλλον είναι η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (International Energy Agency) με την οποία καλεί όλους τους ενεργειακούς ομίλους να σταματήσουν τις έρευνες για κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, ξεκινώντας από το 2021, για να επιτύχουμε τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για τον περιορισμό της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ζήτηση για άνθρακα θα περιοριστεί κατά 90% έως το 2050, για πετρέλαιο κατά 75% και για φυσικό αέριο κατά 50%.
Το σενάριο του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας μοιάζει υπερβολικά φιλόδοξο. Έχει σημασία όμως ότι ο οργανισμός ιδρύθηκε το 1974 για να απαντήσει στην τότε πετρελαϊκή κρίση και λειτουργεί στα πλαίσια του ΟΟΣΑ. Έχει 30 μέλη και, εκτός από κράτη-μέλη της Ε.Ε. και την Ελλάδα, συμμετέχουν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, το Μεξικό, η Τουρκία, η Νότια Κορέα και η Νέα Ζηλανδία.
Δεσμεύει σε αρκετά μεγάλο βαθμό τον κυβερνητικό σχεδιασμό των κρατών-μελών και η στροφή μακριά από τις νέες έρευνες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα μας φέρει σε ένα τέλος εποχής.
Οράματα που ξεθωριάζουν
Εδώ και χρόνια στη συζήτηση για τα ενεργειακά κυριαρχεί στην Ελλάδα η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και ο αγωγός φυσικού αερίου EastMed.
Με βάση το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ο προβληματισμός που αναπτύσσεται έχει περισσότερο σχέση με τις στρατηγικές μας ανάγκες –απάντηση στην τουρκική προκλητικότητα σε ό,τι αφορά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανάπτυξη της περιφερειακής συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο– παρά με οικονομικούς υπολογισμούς.
Ο EastMed είναι θεωρητικά βιώσιμος, αλλά συνεχώς αναπτύσσονται εναλλακτικά σενάρια που στηρίζονται στην υγροποίηση του ισραηλινού φυσικού αερίου σε αιγυπτιακές εγκαταστάσεις ή στη δημιουργία αγωγού για τη μεταφορά του ισραηλινού φυσικού αερίου μέσω Αιγύπτου και Λιβύης προς την Κρήτη και στη συνέχεια στην αγορά της Ε.Ε. Εκτός από τους οικονομικούς υπολογισμούς, που είναι αρκετά σύνθετοι, υπάρχει και το «βέτο» της Τουρκίας στην αξιοποίηση των πλούσιων κοιτασμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας για όσο δεν «λύνεται» το Κυπριακό με τους όρους της Άγκυρας, δηλαδή με τη δημιουργία δύο ξεχωριστών κρατών, το ένα από τα οποία θα ελέγχεται πλήρως από την Τουρκία.
Επίσης, η αξιοποίηση του Πρίνου φαίνεται να έχει φτάσει σε οικονομικό αδιέξοδο σε ό,τι αφορά την παραγωγή πετρελαίου. Χρειάστηκε να δοθεί δάνειο στην εταιρεία που τον εκμεταλλεύεται με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου για να διαφοροποιήσει τις δραστηριότητές της.
Η αποχώρηση μεγάλων εταιρειών από τις άδειες για έρευνες κοιτασμάτων πετρελαίου είναι ένα άλλο μήνυμα της νέας εποχής που έρχεται. Εντύπωση προκάλεσαν οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών, κ. Δένδια, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στη Σαουδική Αραβία, με τις οποίες ουσιαστικά είπε ότι δεν έχει οικονομικό νόημα να μετατραπεί η Ελλάδα σε παραγωγό πετρελαίου ή φυσικού αερίου.
Ήδη η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει αποσυρθεί από τέτοιου είδους επενδύσεις και τα διεθνή επενδυτικά funds «πρασινίζουν» τις επιλογές τους. Ανάλογη είναι και η στρατηγική χρηματοδοτήσεων της Ε.Ε.
Αυτό δεν καταργεί τη χρησιμότητα και κυρίως τη στρατηγική σκοπιμότητα της ενασχόλησης με τον αγωγό EastMed και τα πιθανά κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου στις θαλάσσιες περιοχές μας και στην Ανατολή Μεσόγειο. Υπογραμμίζει όμως ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε λύση στο ενεργειακό και γενικότερα στο οικονομικό μας μέσα από αυτού του είδους τα σενάρια.
Σε όλα πάντως υπάρχει μια χρήσιμη οικονομική διάσταση. Για παράδειγμα, αν προχωρήσει το σενάριο της υγροποίησης του ισραηλινού φυσικού αερίου σε εγκαταστάσεις στην Αίγυπτο, ένας από τους κερδισμένους θα είναι η ναυτιλία, εφόσον Έλληνες πλοιοκτήτες έχουν τον πιο αναπτυγμένο στόλο για τη μεταφορά LNG.
Δύο αγκάθια
Η επιτάχυνση της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης βρίσκει την Ελλάδα με δύο αδυναμίες.
Πρώτον, το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας είναι εξαιρετικά υψηλό, με αποτέλεσμα να μην είναι διεθνώς ανταγωνιστική. Ιδιαίτερα μετά την κρίση της πανδημίας, που έδειξε πόσο ευάλωτος είναι ο τουρισμός, η βιομηχανία είναι η μεγάλη αναπτυξιακή μας ελπίδα. Μόνο αν αυξηθεί θεαματικά το ποσοστό συμμετοχής της στο ΑΕΠ, από το χαμηλό επίπεδο του 8%-9%, και ενισχυθεί η εξωστρέφειά της θα μπορέσουμε να έχουμε σταθερή και δυναμική ανάπτυξη με ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ, ενδεχόμενη μείωση του κόστους ενέργειας κατά 10% θα οδηγούσε σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1 δισ. ευρώ και της απασχόλησης κατά 21.500 θέσεις εργασίας.
Δεν υπάρχουν στον ορίζοντα εξελίξεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την άμεση μείωση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία. Η κυβέρνηση προσπαθεί να περιορίσει το πρόβλημα με έναν πρωτότυπο τρόπο. Έχει ενημερώσει τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόθεση να επιδοτήσει με 15 ευρώ/μεγαβατώρα την τιμή της ενέργειας που θα διατίθεται μέσω διμερών συμβολαίων από τους παραγωγούς ΑΠΕ στη βιομηχανία.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση συνεργάζεται με τη ΡΑΕ, τον ΑΔΜΗΕ και τον ΔΕΔΔΗΕ σε αναζήτηση μείωσης των ρυθμιστικών χρεώσεων για τις μεγάλες βιομηχανίες μέσης και υψηλής τάσης.
Παρά την καλή πολιτική διάθεση της κυβέρνησης, προς το παρόν πηγαίνουμε σε νέες αυξήσεις των τιμολογίων της ΔΕΗ, πιθανόν 7%, στη διάρκεια του 2021, εξαιτίας πρόσθετων επιβαρύνσεων, ιδιαίτερα λόγω της αύξησης της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Επίσης, το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις ρυθμίσεις για την οικονομική ενίσχυση των μονάδων που λειτουργούν ή πρόκειται να λειτουργήσουν στα πλαίσια του συστήματος παραγωγής ενέργειας. Όσο πιο πολύ θέλει να τις στηρίξει η κυβέρνηση για να επιταχύνει τις επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα, τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες για πρόσθετες επιβαρύνσεις στο ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας.
Το δεύτερο αγκάθι έχει σχέση με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Έχει ανατραπεί, λόγω της κατάρρευσης των τουριστικών εσόδων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται ξανά σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που συνδυάζεται με το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, προς το 10% του ΑΕΠ για το 2021, για να δώσουν τα επικίνδυνα δίδυμα ελλείμματα που τόσο συνέβαλαν στην προηγούμενη κρίση.
Με την παγκόσμια οικονομία να αφήνει πίσω της –με εξαίρεση την Ε.Ε. και φυσικά την Ελλάδα– τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και να έχει δημιουργηθεί ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον, οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου αυξάνονται. Επειδή έχουμε μεγάλη εξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, μεγαλώνει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε μια περίοδο κατά την οποία δεν θέλουμε να ξεφύγει.
Επιπλέον, δημιουργούνται πρόσθετες ανάγκες για εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε τσουχτερές κατά κανόνα τιμές, εφόσον απομακρυνόμαστε με ταχύτητα από τον λιγνίτη, ενώ χρειάζεται χρόνος για να καλύψει τη συμβολή του στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το φυσικό αέριο, καύσιμο της μεταβατικής περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μόνη μεγάλη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο που θα μπει σύντομα στο σύστημα είναι του Ομίλου Μυτιληναίου στον Άγιο Νικόλαο της Βοιωτίας.
Αυτό σημαίνει ότι για τα επόμενα χρόνια το ενεργειακό θα ασκεί αρκετά σημαντική πίεση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, σε μια περίοδο κατά την οποία είναι ευάλωτο λόγω της πτώσης του τουρισμού.
Δυναμική προοπτική
Παρά τις δυσκολίες που αναφέραμε, ο τομέας της ενέργειας έχει πολύ καλή προοπτική, γιατί θα πρωταγωνιστήσει στον πράσινο-ενεργειακό μετασχηματισμό. Οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες ενέργειας απέκτησαν την τελευταία πενταετία δεσπόζουσα θέση και υπερδιπλασιάστηκε η κεφαλαιοποίησή τους, σαφές μήνυμα των καλών επιδόσεων και της καλής προοπτικής τους.
Η συνολική κεφαλαιοποίηση των εννέα εταιρειών υπολογίστηκε στα μέσα Απριλίου 2021 στα 10,1 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 117,1% σε σχέση με το 2016. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην πενταετία η κεφαλαιοποίηση της ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ αυξήθηκε 354%, της ΔΕΗ 235% και της MYTILINEOS 117%.
Η συναλλακτική δραστηριότητα των μετοχών των εννέα εταιρειών του ενεργειακού τομέα αυξήθηκε 37,6% το 2020 σε σχέση με το 2019, με τους πρωταθλητές του είδους να είναι η MYTILINEOS, η Motor Oil, η ΔΕΗ και η ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ.
Οι εισηγμένες εταιρείες του ενεργειακού τομέα συγκέντρωναν τον Απρίλιο του 2021 το 17,3% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του χρηματιστηρίου, ενώ η συμμετοχή τους στους δείκτες ανερχόταν σε 23,8% στον Γενικό Δείκτη και σε 21,9% στον FTSE/ΧΑ Large CAP.
Έχει ανοίξει ένας κύκλος ανακατατάξεων μεταξύ των εταιρειών του κλάδου οι οποίες θα πρωταγωνιστήσουν αναπόφευκτα στο επενδυτικό πρόγραμμα, ύψους μέχρι 44 δισ. ευρώ, στον τομέα της ενέργειας μέχρι το 2030.
Θα προωθηθεί η απολιγνιτοποίηση, θα υπάρξει μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, θα αναπτυχθούν, ως έναν βαθμό, η ηλεκτροκίνηση και τα καθαρά καύσιμα, θα αναπτυχθούν τα δίκτυα, θα αναπτυχθούν συστήματα αποθήκευσης ενέργειας τα οποία αποτελούν μέρος της υποδομής των ΑΠΕ.
Ο Ευ. Μυτιληναίος συνόψισε την άποψή του για την εξέλιξη της αγοράς ενέργειας ως εξής («Καθημερινή» 30/4-2/5/2021): «Η ελληνική αγορά έχει χώρο για δύο ή τρία utilities (καθετοποιημένες εταιρείες ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου). Η μία προφανώς είναι η ΔΕΗ, με την τελική μορφή που προβλέπεται να πάρει. Για τις άλλες θέσεις ανταγωνίζονται οι ιδιώτες παραγωγοί, πάροχοι, ενεργειακές εταιρείες και άλλοι».
Η κυβέρνηση προσπαθεί να συνδυάσει την ανάγκη για τη δημιουργία κινήτρων για την επιτάχυνση της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης με την εξασφάλιση των προϋποθέσεων για τον έλεγχο του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας.
Το ενεργειακό κόστος προσδιορίζεται από τη χρέωση του ρεύματος και τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις. Οι τελευταίες πρέπει να κινούνται εντός ευρωπαϊκού πλαισίου και καταλήγουν στον ορισμό τους με πολιτικές αποφάσεις.
Η κυβέρνηση καλείται να αναπτύξει έγκαιρα ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές, θεσμούς και κανόνες για τη λήψη των καλύτερων αποφάσεων.
Πρόκειται για μία ιδιαίτερα σύνθετη άσκηση, η οποία πρέπει να επιτύχει, σπάζοντας αρνητικές παραδόσεις δεκαετιών. Διαφορετικά, αυτά που μπορεί να κερδίσουμε στον ενεργειακό τομέα μπορεί να τα χάσουμε στη βιομηχανία και γενικότερα στην οικονομία, να υπάρξουν πρόσθετες επιβαρύνσεις για τους καταναλωτές και στον κρατικό προϋπολογισμό, πρόσθετες δυσκολίες στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων και στην εκταμίευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Το φυσικό αέριο
Το φυσικό αέριο έχει αναδειχθεί σε καύσιμο της μεταβατικής περιόδου. Έχει μεγάλα πλεονεκτήματα έναντι του λιγνίτη σε ό,τι αφορά την πράσινη-ενεργειακή μετάβαση, έχει όμως και μειονεκτήματα.
Είναι ορυκτό καύσιμο που ρυπαίνει, γι’ αυτό δεν υποστηρίζεται ιδιαίτερα δυναμικά από την Ε.Ε. Επιπλέον, είναι εισαγόμενο και με τάση αύξησης της διεθνούς τιμής του στον βαθμό που προχωράει η ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας. Το φυσικό αέριο αναδεικνύεται με βάση τον σχεδιασμό και για αρκετά χρόνια σε βασικό καύσιμο της ηλεκτροπαραγωγής.
Με βάση τα στοιχεία για το 2020, η εισαγωγή του φυσικού αερίου μοιράστηκε ως εξής: 53,82% του φυσικού αερίου εισήχθη μέσω Βουλγαρίας και Τουρκίας, ενώ το 46,18% εισήχθη μέσω του τερματικού σταθμού της Ρεβυθούσας.
Σε ό,τι αφορά το υγροποιημένο φυσικό αέριο LNG, 48% προέρχεται από τις ΗΠΑ, 22% από το Κατάρ και ακολουθούν η Νιγηρία και η Αλγερία με ποσοστό 9%. Στο φυσικό αέριο που εισάγεται μέσω αγωγών, βασικός προμηθευτής είναι, με διαφορά, η Ρωσία.
Το μοίρασμα των προμηθειών φυσικού αερίου μεταξύ ΗΠΑ –για οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους– και Ρωσίας –λόγω των ενεργειακών δυνατοτήτων της στην ευρύτερη περιοχή μας– είναι μια σωστή επιλογή από άποψη διαχείρισης των τιμών και προστασίας των καλώς εννοούμενων εθνικών συμφερόντων μας.
Οι ΑΠΕ
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι στρατηγικής σημασίας για την πράσινη-ενεργειακή μετάβαση, αλλά επηρεάζεται από ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Οι οικονομικές στήλες έγκυρων εφημερίδων παρουσιάζουν τις δυσκολίες που πρέπει να ξεπεραστούν για να δημιουργηθεί η δυναμική που θα επιτρέψει την πλήρη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών δυνατοτήτων. Διαπιστώνεται κίνδυνος αδιεξόδου εξαιτίας του συνδυασμού εξαιρετικά μεγάλου επενδυτικού ενδιαφέροντος και περιορισμένου ηλεκτρικού χώρου. Την περίοδο Δεκεμβρίου 2020 - Απριλίου 2021 κατατέθηκαν αιτήσεις για νέα έργα συνολικής ισχύος 54 μεγαβάτ, όταν ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος για ισχύ περιορίζεται στα 6-7 μεγαβάτ.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Καθημερινής» (Χρύσα Λιάγγου, 25/4/2021), εκτιμάται ότι το ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί για νέα έργα είναι σε ποσοστό 80% πλασματικό. Επιπλέον, η πολιτεία διστάζει να ξεσκαρτάρει αιτήσεις για ανύπαρκτα έργα, που στοχεύουν σε κέρδη από την πώληση αδειών για να απεγκλωβιστούν επενδύσεις στα πλαίσια της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης.
Καταστρατηγούνται επίσης οι ευνοϊκές διατάξεις αδειοδότησης, όρων σύνδεσης και εγγυημένων τιμών για μικρά έργα, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζονται παράτυπα προνομιακές τιμές για τους μικρούς παραγωγούς που στέλνουν στα ύψη τους λογαριασμούς.
Την κατάσταση περιπλέκουν οι πολιτικές θέσεις που αναπτύσσουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ υπέρ της λεγόμενης ενεργειακής δημοκρατίας. Ασκούν πολιτικές πιέσεις για τη δημιουργία πολλών μικρών μονάδων που θα στηρίζονται σε ενεργειακές κοινότητες από τις τοπικές κοινωνίες.
Ενώ κανείς δεν μπορεί να έχει αντίρρηση στην οργανωμένη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στην πράσινη-ενεργειακή μετάβαση, οι όροι που προτείνονται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης οδηγούν σε μικρές μονάδες παραγωγής, με αδιαφάνεια, με απαγορευτικά υψηλό κόστος παραγωγής και χρεώσεις.
Η κυβέρνηση και ο ΑΔΜΗΕ βρίσκονται μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις. Από τη μια προσπαθούν να επιβάλουν κάποια οικονομική λογική στις επενδύσεις στις ΑΠΕ, από την άλλη προσπαθούν να περιορίσουν τις τοπικές αντιδράσεις, που σε ορισμένες περιπτώσεις αποσκοπούν στη μεγαλύτερη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, ενώ σε άλλες στη ματαίωση των επενδύσεων για περιβαλλοντικούς λόγους.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι αν δεν υπερβούμε το κακό παρελθόν μας θα βρεθούμε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τελευταία αναπτύσσεται ενδιαφέρον για θαλάσσια αιολικά πάρκα, ακόμη και για πλωτά αιολικά πάρκα. Το επιτυχημένο προηγούμενο χωρών όπως η Νορβηγία και η Δανία δημιουργεί προσδοκίες για την εξεύρεση λύσεων και των αναγκαίων συμβιβασμών, αν και έχουμε αποδειχθεί μοναδικοί στο να δημιουργούμε προβλήματα στον εαυτό μας.
Για την επίτευξη των στόχων για τις ΑΠΕ που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προκύπτει ανάγκη ανάπτυξης έργων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Ένα γιγαβάτ με τη μέθοδο της αντλιοταμίευσης και 0,5 γιγαβάτ με νέες τεχνολογίες μπαταριών.
ΤΟ ΕΣΕΚ προβλέπει θεαματική ανάπτυξη των ΑΠΕ, από 7 γιγαβάτ το 2021 σε 19 γιγαβάτ το 2030.
Και σε αυτά τα ζητήματα λείπει το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο για την υλοποίηση επενδύσεων. Χαρακτηριστική η περίπτωση του έργου αντλιοταμίευσης της ΤΕΡΝΑ στην Αμφιλοχία. Πρόκειται για επένδυση 500 εκατ. ευρώ, ισχύος 680 μεγαβάτ (παραγωγή) και 730 μεγαβάτ (άντληση), η υλοποίηση του οποίου καθυστερεί εξαιτίας της έλλειψης του αναγκαίου θεσμικού και ρυθμιστικού πλαισίου.
Τα έργα αποθήκευσης ενέργειας μπορεί να προσελκύσουν επενδύσεις άνω των 1,5 δισ. ευρώ και είναι απολύτως αναγκαία για την ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Παράδειγμα καλής εξέλιξης επενδυτικής πρωτοβουλίας είναι τα έργα αποθήκευσης ενέργειας της ελληνικής εταιρείας EUNICE. Πρόκειται για επένδυση 600 εκατ. ευρώ στην Πτολεμαΐδα και στην Αρκαδία στα πλαίσια της προγραμματισμένης απολιγνιτοποίησης.
Οι δύο μονάδες Battery Energy Storage System (BESS) εξασφάλισαν τις απαιτούμενες άδειες παραγωγής από τη ΡΑΕ και προβλέπεται να κατασκευαστούν και να τεθούν σε πλήρη λειτουργία εντός του 2022.
Η μάχη των δικτύων
Τεράστια σημασία για την πράσινη-ενεργειακή μετάβαση έχει η ανάπτυξη των δικτύων. Εκτιμάται ότι τα επενδυτικά σχέδια του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ για την επόμενη πενταετία για τα δίκτυα υψηλής, μέσης και χαμηλής τάσης και τις συμπληρωματικές υποδομές είναι της τάξης των 4,8 δισ. ευρώ.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ θα συμβάλουν στην επενδυτική προσπάθεια.
Τα δίκτυα ρεύματος ενδιαφέρουν τους επενδυτές γιατί εξασφαλίζουν σταθερό και σίγουρο έσοδο. Παράλληλα, μπορούν να λειτουργήσουν σαν «γέφυρες» για οπτικές ίνες και τηλεπικοινωνίες, δένοντας την πράσινη μετάβαση, η οποία θα απορροφήσει το 37% των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, με την ψηφιακή μετάβαση, που θα απορροφήσει ένα άλλο 20%.
Χαρακτηριστικό του μεγάλου επενδυτικού ενδιαφέροντος είναι το γεγονός ότι η Μεγάλη Διασύνδεση της Κρήτης έχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση χωρίς να είναι ενταγμένη στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης.
Επίσης, για τον ΔΕΔΔΗΕ έχει εκδηλωθεί επενδυτικό ενδιαφέρον για την απόκτηση του 49%, με δεσμευτικές προσφορές, από εννέα μεγάλα διεθνή funds.
Οι επενδυτές είναι εξαιρετικά σημαντικοί, δεν είναι όμως ειδικευμένοι στα δίκτυα, γεγονός που προκαλεί αντιδράσεις από συνδικαλιστικούς κύκλους της ΔΕΗ, οι οποίοι θεωρούν ότι η εξειδίκευση είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη δυναμική ανάπτυξη.
Στην πράξη, υπέβαλαν προσφορά εξειδικευμένες κινεζικές εταιρείες, οι οποίες βρέθηκαν εκτός διαγωνισμού εξαιτίας της σύνδεσής τους με τον ΑΔΜΗΕ.
Οι λογαριασμοί του παρελθόντος
Η κυβέρνηση προσπαθεί να οργανώσει το άλμα προς την πράσινη-ενεργειακή μετάβαση, αλλά κουβαλάει ένα σωρό λογαριασμούς του παρελθόντος, ορισμένοι από τους οποίους δημιουργήθηκαν από προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ.
Χαρακτηριστική η κυβερνητική προσπάθεια να ξεμπλοκάρει το υδροηλεκτρικό έργο της Μεσοχώρας. Ο υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ και το φράγμα της Μεσοχώρας στον νομό Τρικάλων εκτιμάται ότι κόστισαν στη ΔΕΗ από το 1986 έως το 2011 τουλάχιστον 280 εκατ. ευρώ.
Ο υδροηλεκτρικός σταθμός της Μεσοχώρας αποτελούσε μέρος του μεγαλεπήβολου σχεδίου της εκτροπής του ποταμού Αχελώου στον Πηνειό ποταμό για να καλυφθούν οι αρδευτικές ανάγκες του Θεσσαλικού Κάμπου.
Το έργο ξεκίνησε το 1986 και στηρίχτηκε στην κατασκευή τεσσάρων φραγμάτων και μιας γιγαντιαίας σήραγγας. Προσέκρουσε όμως σε αντιδράσεις κατοίκων της περιοχής των Τρικάλων και οικολογικών οργανώσεων, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε έξι φορές την εκτροπή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να ολοκληρώσει το έργο του υδροηλεκτρικού σταθμού και του φράγματος της Μεσοχώρας, με το σκεπτικό ότι μπορεί να παράγει καθαρή ηλεκτρική ενέργεια 362 γιγαβατωρών ετησίως και να συμβάλει στην αποφυγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα της τάξης των 400.000 τόνων ετησίως.
Η σωστή, κατά την άποψή μου, πρωτοβουλία της κυβέρνησης κινδυνεύει σε επίπεδο Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμη και σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πράσινη μετάβαση δυσχεραίνεται από ένα ακόμη όραμα του παρελθόντος και τις εκκρεμότητες που άφησε πίσω του.
(freesunday.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου