Από το energypress.gr
Οι προειδοποιήσεις για την οικολογική κατάρρευση είναι ευρέως διαδεδομένες. Μέσα στα προηγούμενα χρόνια, μεγάλες εφημερίδες, όπως η Guardian και η New York Times, φιλοξένησαν ανησυχητικές ιστορίες για την εξάντληση του εδάφους, την αποδάσωση και την κατάρρευση των πληθυσμών των ψαριών και των εντόμων. Οι κρίσεις αυτές προκαλούνται από την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και τη συνοδεύουσα κατανάλωση, η οποία καταστρέφει..
τη βιόσφαιρα της Γης και τινάζει στον αέρα τα βασικά πλανητικά όρια που οι επιστήμονες θεωρούν ότι πρέπει να προστατευτούν για να αποφύγουμε την κατάρρευση.
Αρκετοί πολιτικοί απάντησαν δίνοντας ώθηση σε αυτό που αποκαλείται “πράσινη ανάπτυξη”. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε, ισχυρίζονται, είναι να επενδύσουμε σε πιο αποδοτικές τεχνολογίες και να εισάγουμε τα κατάλληλα κίνητρα, ώστε να μπορέσεσουμε να αναπτυχθούμε περιορίζοντας ταυτόχρονα την επίδρασή μας στον φυσικό κόσμο, η οποία βρίσκεται ήδη σε μη βιώσιμα επίπεδα. Σε τεχνικούς όρους, ο στόχος είναι “η απόλυτη αποσύνδεση” του ΑΕΠ από τη χρήση φυσικών πόρων, σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ. Ακούγεται σαν μια κομψή λύση σε ένα κατά τα άλλα καταστροφικό πρόβλημα. Υπάρχει μόνο ένα ζήτημα. Τα νεώτερα στοιχεία δείχνουν ότι η πράσινη ανάπτυξη δεν είναι η πανάκεια που όλοι ήλπιζαν. Στην πραγματικότητα, δεν είναι καν εφικτή.
Η πράσινη ανάπτυξη έγινε ευρέως γνωστή σαν φράση το 2012 κατά την κλιματική σύνοδο του ΟΗΕ στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Καθώς πλησίαζε η σύνοδος, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ και το περιβαλλοντικό πρόγραμμα του ΟΗΕ εξέδωσαν εκθέσεις για την πράσινη ανάπτυξη. Σήμερα, αποτελεί βασικό σημείο των αναπτυξιακών στόχων του ΟΗΕ.
Όμως, η υπόσχεση της πράσινης ανάπτυξης φαίνεται πως βασίζεται περισσότερο σε ευσεβείς πόθους, παρά σε στοιχεία. Στα χρόνια μετά τη σύνοδο του Ρίο, τρεις μεγάλες εμπειρικές μελέτες έφτασαν στο ίδιο ανησυχητικό πόρισμα: Ακόμα και υπό τις βέλτιστες συνθήκες, η απόλυτη αποσύνδεση του ΑΕΠ από τη χρήση φυσικών πόρων είναι αδύνατη σε παγκόσμια κλίμακα.
Ομάδα επιστημόνων υπο τη Γερμανία Μόνικα Ντίτριχ έθεσε πρώτη αυτές τις αμφιβολίες το 2012. Η ομάδα “έτρεξε” ένα προηγμένο υπολογιστικό μοντέλο που προέβλεψε τι θα συμβεί στην παγκόσμια χρήση φυσικών πόρων αν η οικονομική ανάπτυξη συνεχιστεί με αυτό το ρυθμό, δηλαδή αν αυξάνεται κατά 2-3% ετησίως. Ανακάλυψε ότι η ανθρώπινη κατανάλωση φυσικών πόρων (όπως ψάρια, ζώα, δάση, μέταλλα, ορυκτά και ορυκτά καύσιμα) θα αυξηθεί από 70 δις. τόνους ετησίως το 2012 σε 180 εκατ. τόνους ως το 2050. Συγκριτικά, ένα βιώσιμο επίπεδο χρήσης είναι περίπου 50 δις. τόνοι ετησίως – το όριο αυτό το ξεπεράσαμε το 2000.
Η ομάδα ξαναέτρεξε το μοντέλο για να δει τι θα συμβεί αν όλα τα έθνη της Γης υιοθετούσαν αυτόματα τις βέλτιστες πρακτικές για αποδοτική χρήση των φυσικών πόρων (ένα πολύ αισιόδοξο σενάριο). Τα αποτελέσματα βελτιώθηκαν: Η κατανάλωση έφτασε μόλις τα 93 δις. τόνους ως το 2050. Όμως, συνεχίζει να είναι πολύ παραπάνω από ότι καταναλώνουμε σήμερα. Η χρήση όλων αυτών των πόρων μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόλυτη αποσύνδεση ή ως πράσινη ανάπτυξη.
Το 2016, μια δεύτερη ομάδα επιστημόνων δοκίμασαν ένα διαφορετικό πλαίσιο, όπου όλα τα κράτη συμφωνούσαν να ξεπεράσουν τις βέλτιστες πρακτικές. Στο καλύτερο αυτό σενάριο, οι ερευνητές υπέθεσαν ότι ένας φόρος θα αύξανε το κόστος του άνθρακα από τα 50 στα 236 δολάρια ανά τόνο και φαντάστηκαν τεχνολογικές καινοτομίες που θα διπλασίαζαν την αποδοτικότητα με την οποία καταναλώνουμε φυσικούς πόρους. Τα αποτελέσματα ήταν σχεδόν τα ίδια με τη μελέτη της Ντίτριχ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αν η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται με 3% ετησίως, θα φτάσουμε τους 95 δις. Τόνους το 2050. Το συμπέρασμα: Καμία απόλυτη αποσύνδεση.
Τέλος, πέρυσι το περιβαλλοντικό πρόγραμμα του ΟΗΕ – το οποίο ήταν από τους αρχικούς υπέρμαχους της πράσινης ανάπτυξης – υπέβαλε τις απόψεις του για το θέμα. Εξέτασε ένα σενάριο όπου το κόστος άνθρακα αυξανόταν στο υπέρμετρο 573 δολάρια ανά τόνο, πρόσθεσε ένα φόρο στην εξόρυξη και υπέθεσε ραγδαία τεχνολογική καινοτομία με ισχυρή κρατική στήριξη. Το αποτέλεσμα; Θα φτάσουμε τα 132 δις. τόνους ως το 2050. Το εύρημα αυτό είναι χειρότερο από τις δύο προηγούμενες μελέτες διότι οι ερευνητές συνυπολόγισαν το “φαινόμενο της αναπήδησης”, όπου οι βελτιώσεις στην αποδοτικότητα ωθούν χαμηλά τις τιμές και προκαλούν αύξηση της ζήτησης, άρα ακυρώνουν κάποια από τα ωφέλη.
Η μια μελέτη μετά την άλλη δείχνει το ίδιο πράγμα. Οι επιστήμονες αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν φυσικά όρια στο πόσο αποδοτικά μπορούμε να χρησιμοποιούμε τους φυσικούς πόρους. Βεβαίως, μπορεί να παράγουμε αυτοκίνητα, iPhones και ουρανοξύστες πιο αποδοτικά, αλλά δεν μπορούμε να τα παράγουμε από αέρα κοπανιστό. Μπορεί να στρέψουμε την οικονομία προς τις υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση και η γιόγκα, αλλά ακόμα και τα πανεπιστήμια και τα γυμναστήρια χρειάζονται υλικούς πόρους.
Μόλις φτάσουμε τα όρια της αποδοτικότητας, η αναζήτηση της οποιασδήποτε οικονομικής ανάπτυξης ωθεί προς τα επάνω τη χρήση φυσικών πόρων.
Τα προβλήματα αυτά θέτουν υπο αμφισβήτηση ολόκληρη την ιδέα της πράσινης ανάπτυξης και καθιστούν απαραίτητη μια ριζική αναθεώρηση. Θυμηθείτε πως η καθεμία από τις τρεις μελέτες χρησιμοποίησε πολύ αισιόδοξες υποθέσεις. Σήμερα βρισκόμαστε πολύ μακριά από το να θέσουμε ένα παγκόσμιο φόρο άνθρακα, πόσο μάλλον στα 600 δολάρια ανά τόνο, ενώ η αποδοτικότητα χειροτερεύει αντί να βελτιώνεται. Παρόλα αυτά, οι μελέτες δείχνουν ότι ακόμα και αν κάνουμε τα πάντα σωστά, η αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης από τη χρήση πόρων θα παραμείνει ανέφικτη και τα περιβαλλοντικά μας προβλήματα θα συνεχίσουν να χειροτερεύουν.
Για να εμποδίσουμε αυτό το αποτέλεσμα θα χρειαστεί ένα εντελώς νέο πρότυπο. Οι υψηλοί φόροι και η τεχνολογική καινοτομία θα βοηθήσουν, αλλά δεν είναι αρκετά. Η μόνη ρεαλιστική πιθανότητα που έχει η ανθρωπότητα για να αποφύγει την οικολογική κατάρρευση είναι να επιβάλει αυστηρά όρια στη χρήση πόρων, όπως ο οικονομολόγος Ντάνιελ Ο'Νιλ πρότεινε πρόσφατα. Τέτοια όρια, με τη στήριξη των κυβερνήσεων ή μέσω διεθνών συμβάσεων, θα εξασφαλίσουν ότι δεν θα εξάγουμε περισσότερα από τη γη και τις θάλασσες από ότι μπορούν να ανανεώσουν. Επίσης, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το ΑΕΠ ως δείκτη οικονομικής επιτυχίας και να υιοθετήσουμε ένα πιο ισορροπημένο μέτρο, όπως τον δείκτη πραγματικής προόδου (GPI), που λαμβάνει υπόψη τη ρύπανση και την εξάντληση των φυσικών πόρων. Η χρήση του GPI θα μας βοηθήσει να βελτιστοποιήσουμε τα κοινωνικώς θετικά αποτελέσματα ελαχιστοποιώντας τα οικολογικώς αρνητικά.
Πάντως, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το εμφανές συμπέρασμα. Εν τέλει, η επιστροφή του πολιτισμού μας εντός των πλανητικών ορίων θα απαιτήσει να παραιτηθούμε από την εξάρτησή μας από την οικονομική ανάπτυξη, ξεκινώντας με τα πλούσια κράτη. Αυτό μπορεί να ακούγεται πιο τρομακτικό από ότι είναι πραγματικά. Το τέλος της ανάπτυξης δε σημαίνει λήξη της οικονομικής δραστηριότητας, απλά σημαίνει ότι του χρόνου δεν θα παράγουμε και καταναλώσουμε περισσότερο από ότι κάναμε φέτος. Επίσης, μπορεί να σημαίνει τη συρρίκνωση ορισμένων τομέων που κάνουν ιδιαίτερη οικολογική ζημιά και δεν είναι απαραίτητοι για την ανθρώπινη πρόοδο, όπως τη διαφήμιση, τον καθημερινό τρόπο μετακίνησης και τα προϊόντα μιας χρήσης.
Όμως το τέλος της ανάπτυξης δε σημαίνει ότι το βιοτικό επίπεδο πρέπει να πληγεί. Ο πλανήτης μας προσφέρει όλα τα απαραίτητα. Το πρόβλημα είναι ότι δε διανέμονται εξ ίσου. Μπορούμε να βελτιώσουμε τις ζωές των ανθρώπων σήμερα αν μοιραστούμε πιο δίκαια, παρά αν λεηλατούμε τη Γη ακόμα περισσότερο. Ίσως αυτό να σημαίνει καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες. Ίσως να σημαίνει ένα κάποιο βασικό εισόδημα. Ίσως να σημαίνει λιγότερες ώρες εργασίες για να περιοριστεί η παραγωγή, ώστε να διατηρηθεί η απασχόληση. Τέτοιες πολιτικές και αμέτρητες άλλες θα είναι κρίσιμες όχι μόνο για να επιβιώσουμε στον 21ο αιώνα, αλλά και για να ανθίσουμε.
- Ο Τζέισον Χίκελ είναι ανθρωπολόγος, συγγραφέας και μέλος της Royal Society of Arts.
(του Τζέισον Χίκελ, Foreign Policy)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου