Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Το πετρέλαιο και η ρωσική επιθετικότητα


του Daniel Gros

Υπήρξε μεγάλη σπέκουλα σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν την ολοένα και πιο εχθρική στάση του προέδρου Vladimir Putin το 2012-2013 στις διαπραγματεύσεις για μια συμφωνία σύνδεσης μεταξύ ΕΕ-Ουκρανιας. Η αλυσίδα των γεγονότων είναι γνωστή. Η ρωσική πίεση οδήγησε τον τότε πρόεδρο της Ουκρανίας, Viktor Yanukovich να αρνηθεί να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ, που προκάλεσε το ξέσπασμα των διαδηλώσεων Euro Maidan στο Κίεβο. Αυτές οι διαδηλώσεις λειτούργησαν ως πρόσχημα για την προσάρτηση της Κριμαίας και την στήριξη των επαναστατών κατά του Maidan στην περιοχή Ντομπάς, η οποία στη συνέχεια ακολουθείται από μια ολοκληρωτική, αν και συγκεκαλυμμένη, εισβολή.

Υποστηρίζεται συχνά ότι η Ρωσία αντιδρά σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως καταπάτηση από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, μιας περιοχής που θεωρεί δική της γειτονιά (και ο πρόεδρος Putin το δήλωσε στη διάρκεια της ετήσιας συνέντευξης Τύπου τον Δεκέμβριο). Ωστόσο, η ιστορία υποδηλώνι ότι ο λόγος για την ρωσική επιθετικότητα είναι πιο απλός: μια δεκαετή περίοδος σταθερά αυξανόμενων πετρελαϊκών τιμών (και άλλων πρώτων υλών), δημιούργησε ένα αίσθημα ισχύς, σχεδόν ότι είναι άτρωτη, το οποίο κατέστησε τη Ρωσία πιο διεκδικητική και έτοιμη να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να παρατάξει την στρατιωτική της δύναμη. Κατά συνέπεια, αυτή η απότομη αντιστροφή της τάσης από το καλοκαίρι του 2014, θα είναι ο προάγγελος μιας πολύ λιγότερο επιθετικής ρωσικής στάσης, όσο το πετρέλαιο παραμένει στα τρέχοντα επίπεδα.

Πρέπει κανείς να γυρίσει πίσω 40 χρόνια για να βρει παρόμοια εξέλιξη. Στην δεκαετία του ’70 είχε παρατηρηθεί παρόμοια αύξηση της σοβιετικής αυτοπεποίθησης, που κορυφώθηκε με την εισβολή του Αφγανιστάν στο τέλος της δεκαετίας. Αυτό ήρθε επίσης στην ουρά μιας δεκαετίας απότομης αύξησης των τιμών πετρελαίου (και της σοβιετικής πετρελαϊκής παραγωγής). Μεταξύ του 1965 και του 1980, η αξία της παραγωγής σοβιετικού πετρελαίου εκτινάχθηκε κατά περίπου 20 φορές (από σχεδόν 20 δισ. δολάρια ετησίως το 1965, σε σχεδόν 400 δισ. δολάρια σημερινής αγοραστικής αξίας το 1980). Αυτό οφειλόταν κυρίως στις αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου μετά από το πρώτο πετρελαϊκό εμπάργκο. Αλλά υπήρξε επίσης και μια μεγάλη αύξηση στην σοβιετική πετρελαϊκή παραγωγή.. Στη δεκαετία του ’60, η εν λόγω παραγωγή ήταν χαμηλότερη από αυτή των ΗΠΑ, αλλά χάρη στην ανακάλυψη κάποιων πετρελαϊκών πεδίων έγινε πολύ μεγαλύτερη μέχρι το 1980. Αυτός ο συνδυασμός παρείχε τα κύρια συστατικά ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας, καθιστώντας το καθεστώς της πολύ πιο αξιόπιστο, και όχι μόνο στα μάτια του δικού της πληθυσμού. Η συνεπακόλουθη αύξηση των πραγματικών πόρων διαθέσιμων στις σοβιετικές ελίτ, δαπανήθηκε σε ένα μεγάλο βαθμό στον στρατιωτικό προϋπολογισμό, επιτρέποντας στη Σοβιετική Ένωση να γίνει μια πολύ πιο αξιόπιστη απειλή. Η αύξηση σε σχετική και απόλυτη, οικονομική και στρατιωτική ισχύ, ενθάρρυνε μια γηρασμένη -και ως εκ τούτου φυσιολογικά όχι τολμηρή- ηγεσία, να γίνει πιο δυναμική στο εξωτερικό. Η εισβολή στο Αφγανιστάν φάνηκε με την πρώτη ματιά να είναι μια αυτοσχέδια αντίδραση σε μια τοπική εξέλιξη (ένα πραξικόπημα στην Καμπούλ). Ο παραλληλισμός της αντίδρασης του Putin στο Euro Maidan είναι διδακτικός. Και στις δύο περιπτώσεις, μια φαινομενικά χαμηλού κόστους ευκαιρία θεωρήθηκε ότι αποδίδει έναν μεγάλο στρατηγικό πόνο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Τα στοιχεία στο γράφημα εμφανίζουν την αξία της σοβιετικής και της ρωσικής πετρελαϊκής παραγωγής σε σταθερή τιμή δολαριου για τα προηγούμενα 50 περίπου χρόνια. Είναι προφανές ότι οι υψηλές αξίες συνδέονται με την ξένη περιπέτεια, όπου η Ρωσία ήταν πολύ πιο συνεργάσιμη όταν η αξία των πετρελαϊκών της εξαγωγών ήταν χαμηλή.

Κατά την περίοδο της σοβιετικής κατάληψης του Αφγανιστάν, υποστηριζόταν συχνά ότι επρόκειτο για μια αμυντική αντίδραση στην προσπάθεια να περικυκλωθεί η Σοβιετική Ένωση. Αυτό το κίνητρο θα μπορούσε να υπήρχε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά χωρίς την οικονομική και την στρατιωτική ισχύ που προερχόταν από τις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου, η Σοβιετική Ένωση πιθανώς δεν θα είχε αναλάβει δράση.

Το τέλος της αφγανικής περιπέτειας είναι τώρα γνωστό, αλλά δεν ήταν σαφές εκείνη την περίοδο, όταν θεωρούνταν ως μια μεγάλη ήττα της Δύσης. Συχνά ξεχνιέται ότι ένα σημαντικό στοιχείο της σοβιετικής ήττας στο Αφγανιστάν, ήταν η εξασθένιση της οικονομικής βάσης της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς οι πετρελαϊκές τιμές υποχώρησαν στη δεκαετία του ’80, μειώνοντας την αξία της σοβιετικής πετρελαϊκής παραγωγής στο ένα τρίτο του επιπέδου κορύφωσης. Αυτό οδήγησε σε μια περίοδο ακραίας οικονομικής αποδυνάμωσης σε όλο τον σοβιετικό χώρα και ήταν ένας βασικός παράγοντας (αλλά ασφαλώς όχι ο μόνος) της διάλυσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας.

Στη δεκαετία του ’90, σημειώθηκε μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών τιμών πετρελαίου και παραγωγής στη διάρκεια της οποίας η Ρωσία απορροφήθηκε από τα δικά της εσωτερικά προβλήματα, δεδομένου ότι η αξία της πετρελαϊκής της παραγωγής υποχώρησε χαμηλότερα των 60 δισ. δολαρίων και δεν αντιδρούσε στην διεύρυνση της ΕΕ (ή ακόμη του ΝΑΤΟ) προς την Ανατολή. Αυτό άλλαξε σταδιακά στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, καθώς η τιμή (και η παραγωγή) του πετρελαίου ανέκαμψε στην Ρωσία, ενισχύοντας ξανά την οικονομική βάση μιας όλο και περισσότερο αυταρχικής ηγεσίας. Η καταγγελία ότι οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους είχαν κατά κάποιον τρόπο δώσει μια υπόσχεση να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, ήρθε κυρίως μετά την ανάκαμψη των πετρελαϊκών τιμών από τα χαμηλά των 10 δολαρίων το βαρέλι, στη διάρκεια της περιόδου 1999-2000.

Η σταθερή ανοδική τάση των τιμών του πετρελαίου στη διάρκεια των αρχών του 2000, κατέληξε σε μια πρώτη άνοδο της αξίας της ρωσικής πετρελαϊκής παραγωγής το 2008 και στην εισβολή στην Γεωργία. Η τιμή του πετρελαίου κατέρρευσε στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης το 2009, αλλά ανέκαμψε γρήγορα, και η αξία της ρωσικής πετρελαϊκής παραγωγής έφθασε σε άλλο ένα αποκορύφωμα το 2012-2013 όταν ξεπέρασε τα 500 δισ. δολάρια. Αυτά ήταν επίσης τα χρόνια στη διάρκεια των οποίων σκλήρυνε η ρωσική στάση αναφορικά με την συμφωνία σύνδεσης ΕΕ-Ουκρανίας. Οι διαπραγματεύσεις αυτής της συμφωνίας συνεχίζοταν από το 2010 χωρίς να προκαλέσουν καμία ιδιαίτερη αντίδραση από την Ρωσία. Και έτσι, οι αντιδράσεις που ξαφνικά εκφράστηκαν από την Ρωσία όταν η συμφωνία ήταν τόσο κοντά να ολοκληρωθεί, φάνηκε να έρχονται από το πουθενά, για την πλευρά της ΕΕ.

Οι μεταβολές στην τιμή του πετρελαίου παρέχουν ένα σημαντικό background για τις μεταβολές της στάσης της Ρωσίας προς το “εγγύς εξωτερικό”. Μια λανθάσουσα δυσαρέσκεια εκφράζεται με πιο επιθετική μορφή, συμπεριλαμβανομένων και στρατιωτικών μέσων, όταν οι πορεί είναι διαθέσιμοι. Επιπλέον, μια υψηλή τιμή του πετρελαίου παραγκωνίζει άλλους τομείς εξαγωγών που θα ενδιαφερόταν για τις ανοιχτές αγορές.

Την αφγανική περιπέτεια ακολούθησε μια μακροπρόθεσμη πτώση στις τιμές του πετρελαίου. Η πολύ πρόσφατη πτώση των τιμών του πετρελαίου υποδηλώνει ότι η ιστορία πρόκειται να επαναληφθεί. Με μια τιμή στα 60 δολάρια το βαρέλι, η αξία της ρωσικής παραγωγής θα επιστρέψει στα επίπεδα που είχαμε βιώσει πριν από 10 χρόνια, όταν η Ρωσία ήταν πολύ λιγότερο επιθετική από ό,τι είναι σήμερα. Αυτό υποδηλώνει ότι ένα αδιέξοδο στο Ντονμπάς είναι πιο πιθανό για την ώρα παρά μια επίθεση με στόχο την κατάληψη της εναπομείνασας περιοχής και την δημιουργία ενός διαδρόμου για την Κριμαία. Το project της Nova Russia δεν έχει τύχη με αυτές τις τιμές του πετρελαίου.

Οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές κυρώσεις, που έμοιαζαν να αποτελούν μόνο κάτι πολύ μικρό πριν από μερικούς μήνες, τώρα φαίνεται να έχουν προκαλέσει πολύ πιο σοβαρή ζημιά καθώς η απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου επιδεινώνεται από την αναταραχή στην χρηματοπιστωτική αγορά. Οι αγορές θα βρουν ένα νέο επίπεδο για τη συναλλαγματική ισοτιμία και τότε θα ηρεμήσουν ξανά. Αυτό που θα απομείνει θα είναι μια πολύ ασθενέστερη ρωσική οικονομία, για την οποία οι κυρώσεις θα αποτελούν ένα πολύ μεγαλύτερο βάρος από ό,τι φέρεται να συμβαίνει όταν το πετρέλαιο διαμορφώνεται άνω των 100 δολαρίων ανά βαρέλι.

Μια νέα, λιγότερο επιθετική Ρωσία αναμένεται να εμφανιστεί με την νέα ισορροπία στην αγορά πετρελαίου.



Το δεύτερο γράφημα εμφανίζει τον όγκο της σοβιετικής/ρωσικής πετρελαϊκής παραγωγής (μπλε γραμμή, αριστερή κλίμακα) ξεχωριστά από την πραγματική τιμή του πετρελαίου (πορτοκαλί γραμμή, δεξιά κλίμακα).

Είναι προφανές ότι οι κινησείς στην τιμή έχουν υψηλή σχέση με την παραγωγή, ενισχύοντας την επίδραση των κινήσεων της τιμής στην αξία της παραγωγής. Αυτό είναιπου θα περίμενε κανείς: καθώς η τιμή του πετρελαίου μειώνεται, η παραγωγή θα μειωθεί. Ωστόσο, υπήρχαν πάντα πολιτικοί “ενισχυτές”: το χάος μετά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (εν μέρει σχετιζόμενο με τις χαμηλότερες πετρελαϊκές τιμές), οδήγησε σε μια μείωση της παραγωγής. Η εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων των αγορών, ενισχυμένη από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, οδήγησε σε μια ανάκαμψη της παραγωγή στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Τα επόμενα χρόνια είναι πιθανό να δουμε μια επανάληψη αυτού του συσχετισμού, ως το συνδυασμένο αποτέλεσμα των κυρώσεων (μειωμένη διαθεσιμότητα κεφαλαίου και τεχνολογίας) και το λιγότερο φιλικό προς την αγορά περιβάλλον στην Ρωσία θα οδηγήσει πιθανώς σε χαμηλότερους όγκους παραγωγής.



ΠΗΓΗ.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου