Η Σαουδική Αραβία είναι μια χώρα που ξοδεύει αφειδώς δισεκατομμύρια σε εξοπλισμούς, προκειμένου να οχυρωθεί απέναντι σε εξωτερικές (και εσωτερικές...) απειλές, αλλά και να “τσιμεντώσει” τη σχέση της με τις μεγάλες δυνάμεις. Σύμφωνα μάλιστα με τους υπολογισμούς Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης, την περίοδο 2013-2017 το βασίλειο των Σαούντ αναμένεται να βρεθεί μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων εισαγωγέων οπλισμού σε όλο τον κόσμο.
Και όμως: η μεγαλύτερη απειλή για το Ριάντ φαίνεται πως προέρχεται από το ρημαγμένο Ιράκ – και δεν στηρίζεται σε άλλο “όπλο” από αυτό της πετρελαϊκής αφθονίας.
Μιλώντας στο Chatham House (κυριότερη βρετανική δεξαμενή σκέψης) την Τρίτη στο Λονδίνο, ενώπιον στελεχών του πετρελαϊκού τομέα, ο υπεύθυνος για τα ενεργειακά θέματα αντιπρόεδρος της ιρακινής κυβέρνησης Hussain al-Shahristani προέβη σε δύο εντυπωσιακές ανακοινώσεις. Η πρώτη ήταν ότι η χώρα του σκοπεύει να τριπλασιάσει την πετρελαϊκή της παραγωγή στα 9 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Και η δεύτερη ότι η Βαγδάτη συνεργάζεται με την Τεχεράνη για την μεταφορά εμπειρίας ως προς την προσέλκυση ξένων επενδυτών – σε μια συγκυρία που η αναμενόμενη άρση των διεθνών κυρώσεων κατά του Ιράν προκαλεί ήδη ενθουσιασμό στις πετρελαϊκές εταιρείες.
Ιράν και Ιράκ σε συνδυασμό διαθέτουν μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα από την Σαουδική Αραβία, η οποία επιπλέον είναι εν πολλοίς απροσπέλαστη στις ξένες εταιρείες. Τυχόν ομαλή ενσωμάτωση των δύο αυτών χωρών στη διεθνή ενεργειακή αγορά θα ακύρωνε την ικανότητα της Σαουδικής Αραβίας να ηγεμονεύει στον OPEC, ως το μόνο μέλος που έχει την ευελιξία να ρυθμίζει τον όγκο της παραγωγής του στο εκάστοτε επιθυμητό επίπεδο τιμών.
Ήδη το πετρέλαιο χαρακτηρίζεται ως το πλέον υπερτιμημένο εμπόρευμα αυτή τη στιγμή παγκοσμίως – σε μία συγκυρία λ.χ. που ο δείκτης βιομηχανικών μεταλλευμάτων της UBS έχασε σε μία διετία το μισό της αξίας του.
Η Bank of America εκτιμά ότι τυχόν αύξηση της διεθνούς παραγωγής κατά 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως θα μπορούσε να μειώσει την τιμή του πετρελαίου κατά 20 δολάρια ανά βαρέλι – και ο “άξονας” Ιράν-Ιράκ έχει τη φιλοδοξία να ρίξει στην αγορά πολύ περισσότερα. Κάτι τέτοιο, θα έφερνε την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του OPEC σε επίπεδα εφάμιλλα του 2009, μετά την κατάρρευση της Lehmann Brothers.
Είναι βέβαια πρόωρο να προεξοφλεί κανείς την άρση των κυρώσεων κατά του Ιράν, όσο η προσωρινή συμφωνίας της Τεχεράνης με την ομάδα “5+1” των μεγάλων δυνάμεων για το πυρηνικό της βήματα βρίσκεται μόλις στα πρώτα της βήματα. Είναι δε ακόμη πιο παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε εκτίμηση για τις εξαγωγικές ικανότητες του Ιράκ, καθώς οι συγκρούσεις σουνιτών-σιιτών έχουν αναζωπυρωθεί (με 8.868 νεκρούς το 2013 και με την ιρακινή εκδοχή της Αλ Κάιντα να έχει καταλάβει τις πόλεις Ραμάντι και Φαλούτζα), ενώ και οι υποδομές εξαγωγής (πετρελαιαγωγοί, τερματικό στο λιμάνι του Al Faw) θα χρειασθούν επενδύσεις δισεκατομμυρίων για να μπορούν να εξυπηρετήσουν τα επιδιωκόμενα επίπεδα παραγωγής. Ακόμη και η εκτίμηση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, κατά πολύ υπολειπόμενη των εξαγγελιών Shahristani, ότι το Ιράκ θα εξάγει 6 εκατομμύρια βαρέλια το 2020, θεωρούνται από πολλούς υπεραισιόδοξες.
Σε κάθε περίπτωση, οι φόβοι του Ριάντ για το “σιιτικό τόξο” μοιάζουν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την πετρελαϊκή συνεργασία Ιράν-Ιράκ να επαληθεύονται. Και πάντως, αντί για τη συντονισμένη συγκράτηση των εξαγωγών σε επίπεδα αρκούντως χαμηλά, ώστε να εξασφαλισθεί η συγκράτηση της τιμής και άρα και δημοσιονομική υγεία των πετρελαιoπαραγωγών χωρών, τα μέλη του OPEC μοιάζουν σαν να διαγκωνίζονται ήδη προς την αντίθετη κατεύθυνση, προκειμένου να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην αγορά, μπροστά στην έλευση του αμερικανικού shale gas. Η ίδια η Σαουδική Αραβία, άντλησε τον Δεκέμβριο 9,8 εκατομμύρια βαρέλια, ήτοι 100.000 περισσότερα από τον αμέσως προηγούμενο μήνα.
ΠΗΓΗ:capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου