Από το energia.gr
Τα κοιτάσματα μη συμβατικού πετρελαίου ωθούν στα ύψη την οικονομία της Αλμπέρτα, στον Καναδά. Όμως, το τίμημα για την εκμετάλλευσής τους δεν είναι αμελητέο, καθώς η επιστημονική έρευνα αποκαλύπτει ζοφερές επιπτώσεις για το περιβάλλον της περιοχής.
Μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Καναδά και τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences συμπεραίνει ότι τα επίπεδα τοξικών..
υδρογονανθράκων, σε έξι λίμνες της περιοχής είναι 2,5 μέχρι 23 φορές υψηλότερα σε σχέση με εκείνα που καταγράφονταν πριν από την έναρξη των εργασιών εξόρυξης. Παρότι, συνολικά, τα επίπεδα τοξινών παραμένουν χαμηλά, σε ορισμένες λίμνες προσεγίζουν στα ανώτατα επιτρεπτά όρια.
«Τουλάχιστον στις λίμνες που μελετήσαμε, τα αποτελέσματα δείχνουν χωρίς αμφιβολία ότι τα αυξημένα επίπεδα τοξινών δεν μπορούν να αποδοθούν σε φυσικά αίτια», δήλωσε ο Τζον Σμολ του Queen's University του Κίνγκστον. Οι επιστήμονες ανέπτυξαν ένα ιστορικό αρχείο της μόλυνσης, όπου ανέλυσαν δείγματα ηλικίας έως και 50 ετών, από έξι μικρές και ρηχές λίμνες, που βρίσκονται στο κέντρο της πετρελαϊκής βιομηχανίας της Αλμπέρτα. Συγκεκριμένα, αναζήτησαν ίχνη πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων (PAH), που σχετίζονται με το πετρέλαιο, αλλά και με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στους ανθρώπους, ύστερα από παρατεταμένη έκθεση.
«Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ήταν ότι δεν διαθέταμε μακροπρόθεσμα δεδομένα», είπε ο Σμολ. «Γι' αυτό και κάποιοι στη βιομηχανία έλεγαν ότι η ρύπανση στην πετρελαιοφόρο άμμο είναι φυσιολογική, ότι πάντοτε υπήρχε».
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι και εκπρόσωποι της πετρελαϊκής βιομηχανίας υποστήριζαν ότι οι υδρογονάνθρακες που έχουν ανιχνευθεί σε λεκάνες απορροής κοντά στα κοιτάσματα «πετρελαιοφόρου άμμου», προέρχονται από κοιτάσματα βιτουμίου, τα οποία διαβρώνονται από φυσικά αίτια. Σύμφωνα με τον Καναδό επιστήμονα, όμως, τα απτά αποτελέσματα ακυρώνουν τούτη την εκδοχή. «Αυτή η συζήτηση πλέον κλείνει οριστικά», υπογράμμισε ο ίδιος. Τόσο ο Σμολ, όσο και οι συνάδελφοί του τονίζουν ότι οι λίμνες δεν είναι δηλητηριώδεις, αν και προειδοποιούν ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί με την πάροδο των ετών, σε μια πρόβλεψη που προσθέτει ένα σημαντικό όπλο στη φαρέτρα όλων όσοι αντιδρούν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, επισημαίνοντας ότι η «πετρελαιοφόρος άμμος», απειλεί τα οικοσυστήματα της περιοχής και αυξάνει την παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου.
Η πετρελαιοφόρος άμμος ή άμμος πίσσας του Καναδά, όπως είναι γνωστή η συγκεκριμένη τοπική γλίτσα, υπάρχει σε μεγάλη αφθονία. Περιέχει το ισοδύναμο των 174 δισ. βαρελιών πετρελαίου που μπορούν να εξορυχθούν αποδοτικά, επιπλέον του ισοδύναμου των 141 δισ. βαρελιών που μπορούν να αξιοποιηθούν, αν αυξηθεί η τιμή του πετρελαίου, ή μειωθεί το κόστος εξαγωγής. Τουτέστιν, αναφερόμαστε σε ποσότητες αρκετές για να καταστήσουν τον Καναδά τη μεγαλύτερη δύναμη μετά την Σαουδική Αραβία, από πλευράς όγκου κοιτασμάτων, σε σημείο ώστε να επενδύονται τεράστια ποσά από ομίλους- κολοσσούς, όπως οι Royal Dutch Shell, Exxon Mobil και Total.
Στο παρελθόν, οι περισσότερες πετρελαϊκές εταιρείες θεωρούσαν την πετρελαιοφόρο άμμο υπερβολικά ακριβή. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, η ανάκτηση πετρελαίου από τη γλίτσα προϋποθέτει κοπή του δάσους που καλύπτει την περιοχή, αποξήρανση του βαλτώδους εδάφους και απογύμνωση της επιφάνειας. Οι παραγωγοί πρέπει, στη συνέχεια, να αναμιγνύουν την άμμο με νερό και να τη θερμαίνουν με φυσικό αέριο, για να διαχωρίσουν το πετρέλαιο που περιέχει. Οι εν λόγω διαδικασίες απαιτούν μεγάλη κατανάλωση ενέργειας, κάτι που διαμορφώνει το κόστος στα 20-25 δολάρια Καναδά, ή 18-23 δολάρια ΗΠΑ, ανά παραγόμενο βαρέλι και τούτο μόνο σε ότι αφορά στις λειτουργικές δαπάνες.
Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα αφορά, όμως, στο περιβάλλον. Η εξαγωγή αργού από πετρελαιοφόρο άμμο παράγει 2-3 φορές περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από μια συμβατική πετρελαιοπηγή.
Τα κοιτάσματα μη συμβατικού πετρελαίου ωθούν στα ύψη την οικονομία της Αλμπέρτα, στον Καναδά. Όμως, το τίμημα για την εκμετάλλευσής τους δεν είναι αμελητέο, καθώς η επιστημονική έρευνα αποκαλύπτει ζοφερές επιπτώσεις για το περιβάλλον της περιοχής.
Μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Καναδά και τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences συμπεραίνει ότι τα επίπεδα τοξικών..
υδρογονανθράκων, σε έξι λίμνες της περιοχής είναι 2,5 μέχρι 23 φορές υψηλότερα σε σχέση με εκείνα που καταγράφονταν πριν από την έναρξη των εργασιών εξόρυξης. Παρότι, συνολικά, τα επίπεδα τοξινών παραμένουν χαμηλά, σε ορισμένες λίμνες προσεγίζουν στα ανώτατα επιτρεπτά όρια.
«Τουλάχιστον στις λίμνες που μελετήσαμε, τα αποτελέσματα δείχνουν χωρίς αμφιβολία ότι τα αυξημένα επίπεδα τοξινών δεν μπορούν να αποδοθούν σε φυσικά αίτια», δήλωσε ο Τζον Σμολ του Queen's University του Κίνγκστον. Οι επιστήμονες ανέπτυξαν ένα ιστορικό αρχείο της μόλυνσης, όπου ανέλυσαν δείγματα ηλικίας έως και 50 ετών, από έξι μικρές και ρηχές λίμνες, που βρίσκονται στο κέντρο της πετρελαϊκής βιομηχανίας της Αλμπέρτα. Συγκεκριμένα, αναζήτησαν ίχνη πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων (PAH), που σχετίζονται με το πετρέλαιο, αλλά και με τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στους ανθρώπους, ύστερα από παρατεταμένη έκθεση.
«Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ήταν ότι δεν διαθέταμε μακροπρόθεσμα δεδομένα», είπε ο Σμολ. «Γι' αυτό και κάποιοι στη βιομηχανία έλεγαν ότι η ρύπανση στην πετρελαιοφόρο άμμο είναι φυσιολογική, ότι πάντοτε υπήρχε».
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι και εκπρόσωποι της πετρελαϊκής βιομηχανίας υποστήριζαν ότι οι υδρογονάνθρακες που έχουν ανιχνευθεί σε λεκάνες απορροής κοντά στα κοιτάσματα «πετρελαιοφόρου άμμου», προέρχονται από κοιτάσματα βιτουμίου, τα οποία διαβρώνονται από φυσικά αίτια. Σύμφωνα με τον Καναδό επιστήμονα, όμως, τα απτά αποτελέσματα ακυρώνουν τούτη την εκδοχή. «Αυτή η συζήτηση πλέον κλείνει οριστικά», υπογράμμισε ο ίδιος. Τόσο ο Σμολ, όσο και οι συνάδελφοί του τονίζουν ότι οι λίμνες δεν είναι δηλητηριώδεις, αν και προειδοποιούν ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί με την πάροδο των ετών, σε μια πρόβλεψη που προσθέτει ένα σημαντικό όπλο στη φαρέτρα όλων όσοι αντιδρούν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, επισημαίνοντας ότι η «πετρελαιοφόρος άμμος», απειλεί τα οικοσυστήματα της περιοχής και αυξάνει την παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου.
Η πετρελαιοφόρος άμμος ή άμμος πίσσας του Καναδά, όπως είναι γνωστή η συγκεκριμένη τοπική γλίτσα, υπάρχει σε μεγάλη αφθονία. Περιέχει το ισοδύναμο των 174 δισ. βαρελιών πετρελαίου που μπορούν να εξορυχθούν αποδοτικά, επιπλέον του ισοδύναμου των 141 δισ. βαρελιών που μπορούν να αξιοποιηθούν, αν αυξηθεί η τιμή του πετρελαίου, ή μειωθεί το κόστος εξαγωγής. Τουτέστιν, αναφερόμαστε σε ποσότητες αρκετές για να καταστήσουν τον Καναδά τη μεγαλύτερη δύναμη μετά την Σαουδική Αραβία, από πλευράς όγκου κοιτασμάτων, σε σημείο ώστε να επενδύονται τεράστια ποσά από ομίλους- κολοσσούς, όπως οι Royal Dutch Shell, Exxon Mobil και Total.
Στο παρελθόν, οι περισσότερες πετρελαϊκές εταιρείες θεωρούσαν την πετρελαιοφόρο άμμο υπερβολικά ακριβή. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, η ανάκτηση πετρελαίου από τη γλίτσα προϋποθέτει κοπή του δάσους που καλύπτει την περιοχή, αποξήρανση του βαλτώδους εδάφους και απογύμνωση της επιφάνειας. Οι παραγωγοί πρέπει, στη συνέχεια, να αναμιγνύουν την άμμο με νερό και να τη θερμαίνουν με φυσικό αέριο, για να διαχωρίσουν το πετρέλαιο που περιέχει. Οι εν λόγω διαδικασίες απαιτούν μεγάλη κατανάλωση ενέργειας, κάτι που διαμορφώνει το κόστος στα 20-25 δολάρια Καναδά, ή 18-23 δολάρια ΗΠΑ, ανά παραγόμενο βαρέλι και τούτο μόνο σε ότι αφορά στις λειτουργικές δαπάνες.
Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα αφορά, όμως, στο περιβάλλον. Η εξαγωγή αργού από πετρελαιοφόρο άμμο παράγει 2-3 φορές περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από μια συμβατική πετρελαιοπηγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου