Από το ergasiaka-gr.net
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου πρώτου της αριθμ. 29502/85/01-09-2014 Απόφασης του Υπουργού Εργασίας, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ άριθ. 28153/126/28-08-2013 άποφασή του,όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την αριθμ. 49327/10702/22-12-2014 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας «κάθε εργοδότης,…
.που απασχολεί εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υποχρεούται να υποβάλλει ηλεκτρονικά, με την επιφύλαξη του άρθ.9 παρ. α΄, της παρούσης στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ΣΕΠΕ–ΟΑΕΔ-ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ» το οποίο διασυνδέεται με το ΟΠΣ ΟΑΕΔ και το ΟΠΣ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στοιχεία για τα αναφερόμενα στο επόμενο άρθρο θέματα με τα συνημμένα έντυπα (Ε3 έως Ε11), σύμφωνα με την οριζόμενη στην παρούσα απόφαση διαδικασία». Ακολούθως, στο άρθρο 2 της με αριθ. 29502/85/01-09-2014 Απόφασης, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αναφέρονται τα έντυπα και οι ηλεκτρονικά υποβαλλόμενες πράξεις που ισχύουν και τηρούνται από τον εργοδότη. Η περίπτωση β) του άρθρου 2 περιλαμβάνει το έντυπο Ε4 – Πίνακας Προσωπικού, ο οποίος, υποβάλλεται ηλεκτρονικά μία φορά το χρόνο, σύμφωνα με την περίπτωση γ) του άρθρου 4 της υπ’ άριθμ.29502/85/01-09-2014 Απόφασης, όπως έχει τροποποιηθεί με την με αριθμ. οικ. 49327/10702/22-12-2014 Απόφαση.
Η ανωτέρω διάταξη τελεί συνδυαστικά με τη διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 2874/2000 (ΦΕΚ Α΄286) όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει, όπου ορίζεται ότι κάθε εργοδότης ο οποίος υπάγεται στις διατάξεις του σχετικού νόμου, «υποχρεούται όπως μια φορά το χρόνο….καταθέτει, καθ` οιονδήποτε τρόπο, στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. – Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης, εις διπλούν, πίνακα με την επωνυμία, το είδος, τον τόπο λειτουργίας και το Α.Φ.Μ της επιχείρησης, ο οποίος θα περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία ενός εκάστου των απασχολουμένων σε αυτή μισθωτών.
Α. Το ονοματεπώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα και μητέρας, ηλικία και οικογενειακή κατάσταση (τέκνα).
Β. Την ειδικότητα, ημερομηνία πρόσληψης και την τυχόν προϋπηρεσία στην ειδικότητα.
Γ. Τον αριθμό κάρτας πρόσληψης (Ο.Α.Ε.Δ.), τον αριθμό μητρώου του Ι.Κ.Α., τον αριθμό βιβλιαρίου ανηλίκων (επί απασχολήσεων ανηλίκων) και τον αριθμό αδείας εργασίας αλλοδαπού (επί απασχολήσεως αλλοδαπού).
Δ. Τα στοιχεία του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας, καθώς και το ωράριο απασχόλησής τους στην επιχείρηση.
Ε. Τη διάρκεια εργασίας (ώρες έναρξης και λήξης ημερήσιας εργασίας), το διάλειμμα και τις διακοπές εργασίας.
ΣΤ. Τις πάσης φύσεως καταβαλλόμενες αποδοχές».
Από τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 2269/1920 «Περί κυρώσεως της Συμβάσεως της Ουάσιγκτον», κατά την οποία το νόμιμο καθ’ ημέρα και εβδομάδα ωράριο εργασίας των μισθωτών δεν εφαρμόζεται επί προσώπων που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, προκύπτει ότι διευθύνοντες υπάλληλοι είναι το πρόσωπα, το οποία έχουν εξουσία να λαμβάνουν ανεξάρτητες αποφάσεις, να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, να καταστρώνουν σχέδια, να έχουν την ευθύνη και τη φροντίδα όσον αφορά την ομαλή και αποδοτική πορεία της επιχειρήσεως, στον κύκλο δε αυτό δεν υπάγονται μόνον τα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων, αλλά ανήκουν και άλλοι μισθωτοί με υψηλές ή ιδιάζουσες θέσεις (Α.Π. 117/2006, Α.Π. 1036/2005, Α.Π. 1511/2004, Α.Π. 70/2002, Αλ. Καρακατσάνης, Εργατ. Δίκαιο σ. 78 επ., Δ. Σπινέλλη, Οι διευθύνοντες υπάλληλοι, ΕΕργΔ 19. 257 επ.), ενώ παράλληλα, τόσο τα ειδικά προσόντα, όσο και ο υψηλός μισθός θεωρούνται κατά το μάλλον ή ήττον τυπικά γνωρίσματα αυτής της θέσης. Η στενή σχέση των διευθυνόντων υπαλλήλων με το συμφέροντα της επιχείρησης, η οποία οδηγεί σε ένα είδος «ταύτισης» έχει σαν κεντρικό αξιολογικό άξονα το στοιχείο της εμπιστοσύνης, που συναρτάται με την υποχρέωση πίστεως (Τραυλού-Τζανετάτου,Προβληματισμοί επί του εργατικού δικαίου υπό το φως των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ΕΕργΔ 33. 780, Martens, Das Arbeitsrechet der leitenden Angestel, 1982, σ. 97). Η αρχή αυτή της εμπιστοσύνης αποκτά εν προκειμένω ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω ακριβώς της ιδιαίτερης δομής της εργασιακής σχέσεως του διευθύνοντος υπαλλήλου, η οποία στηρίζεται στην έντονη παρουσία του στοιχείου της «συνεργασίας» εργοδότη-μισθωτού για την επίτευξη και του παραγωγικού αποτελέσματος της εκμετάλλευσης και του οικονομικού σκοπού της επιχείρησης (Εφ. Αθηνών 338/2011).
Με βάση τη νομολογία των δικαστηρίων ως διευθυντικά στελέχη (Διευθύνοντες υπάλληλοι) θεωρούνται όχι οι προϊστάμενοι ή διευθυντές ορισμένων υπηρεσιών ή και τομέων μιας επιχειρήσεως, οι οποίοι αναπτύσσουν πρωτοβουλία κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, αλλά τα πρόσωπα εκείνα τα οποία, λόγω της ξεχωριστής μόρφωσης, των εξαιρετικών προσόντων, των ικανοτήτων και της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτά, ασκούν γενικότερη διεύθυνση και εποπτεία σε μια επιχείρηση, ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη αυτής και τα οποία διακρίνονται σαφώς από τους υπολοίπους υπαλλήλους, γιατί ασκούν ως επί το πλείστον τα δικαιώματα του εργοδότη όπως είναι π.χ. η πρόσληψη και η απόλυση του προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη (Α.Π. 81/84, Α.Π. 1029/80, Α.Π. 597/80, Α.Π.478/66, Εφ. Δωδεκ. 268/81, Α.Π. 1896/2011 κ.λ.π.), η εκπροσώπηση της επιχείρησης προς τρίτους κ.λ.π.
Το κύριο διακριτικό γνώρισμα του διευθύνοντος υπαλλήλου είναι η μεταβίβαση σ` αυτόν, από τον εργοδότη, ορισμένων λειτουργικών αρμοδιοτήτων, που ασκούνται αποκλειστικά από τον τελευταίο (Λ Σπινέλλης, Οι διευθύνοντες υπάλληλοι, ΕΕργΔ 9. 257 επ., Κ. Παπαδημητρίου, Οι διευθύνοντες υπάλληλοι και το Εργατικό Δίκαιο, ΔΕΝ 1994. 1137 επ.). Το γεγονός, ότι στην εργασιακή σύμβαση συνυπάρχει και το στοιχείο της εξάρτησης του μισθωτού από τον εργοδότη του δεν αναιρεί την έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου, εξ αιτίας των διευθυντικών του δικαιωμάτων, της αυξημένης πρωτοβουλίας που διαθέτει και της υψηλής θέσης του στην υπαλληλική ιεραρχία (Α.Π. 70/2002, Α.Π. 384/2001 ΕΕργΔ 2002. 1015, Α.Π. 669/2000 ΕΑΕΔ 2002. 128). Ο δε μισθός του θα πρέπει να υπερβαίνει σημαντικά, τόσο τα εκάστοτε ελάχιστα όρια μισθών των ιδιωτικών υπαλλήλων της κατηγορίας του, όσο και τον μισθό που ο εργοδότης καταβάλλει στους υπόλοιπους εργαζομένους της επιχείρησης του, λόγω της ιδιαίτερης ευθύνης την οποία υπέχουν οι διευθύνοντες υπάλληλοι, λόγω της καίριας θέσης τους στην επιχείρηση, καθώς και λόγω της δυνατότητας λήψης σημαντικών αποφάσεων στην εκτέλεση των προγραμμάτων, ικανών να επηρεάσουν την πορεία της επιχείρησης και αποφάσεων που αφορούν μέτρα για το προσωπικό, την ομαλή διεξαγωγή της εργασίας και τον έλεγχο της τήρησής τους. Πρέπει όμως, να αναφερθεί, ότι δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από τη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσον προς τον εργοδότη, όσον και προς τους λοιπούς εργαζομένους (Α.Π. 1047/2007, Εφ. Αθ. 338/2011, Εφ. Λάρισας 333/2011, Εφ. Θεσσαλ. 107/2011, Α.Π. 74/2011, Α.Π. 81/2000, Α.Π. 478/2014, Α.Π. 647/2010, Α.Π. 985/2011, Α.Π. 1467/2012).
Χαρακτηριστικά των ανωτέρω υπαλλήλων είναι το γεγονός ότι διαθέτουν πρωτοβουλία και επωμίζονται, μερικές φορές, και ποινικές ευθύνες για την τήρηση των υπέρ των μισθωτών διατάξεων καθώς και η αμοιβή τους με πολύ υψηλότερες αποδοχές από τους υπολοίπους υπαλλήλους σε αντιστάθμισμα της αυξημένης αποδοτικότητας και ευθύνης καθώς και της εξαίρεσής τους από ορισμένες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (Εφ. Λάρισας 333/2011, Α.Π. 74/2011).
Οι διευθύνοντες υπάλληλοι αυτοί, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται εν τούτοις της εφαρμογής των ασυμβίβαστων με την ιδιαίτερη θέση τους, διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τη χορήγηση κανονικών αδειών, την αμοιβή νυκτερινής εργασίας και Κυριακών, την εβδομαδιαία ανάπαυση και το επίδομα αδείας. Έτσι, δεν υπάγονται στον περιορισμό του νόμιμου ωραρίου εργασίας, επιτρέπεται η υπερεργασία ή η υπερωριακή απασχόλησή τους, χωρίς αμοιβή, για την εν λόγω εργασία τους, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, δεν έχουν αξίωση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, αφού αυτή δεν οφείλεται σε παράνομη αιτία, τούτο δε ισχύει για τη νυχτερινή και την εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και την εργασία σε ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης.
Εξάλλου, από τις διατάξεις της παραπάνω διεθνούς σύμβασης δεν προκύπτει ότι οι υπάλληλοι που κατέχουν θέση εποπτείας και διεύθυνσης δεν έχουν το δικαίωμα να παίρνουν ούτε και δώρα εορτών, το οποία δικαιούνται να λαμβάνουν, εκτός και αν έχει συναφθεί σχετική αντίθετη συμφωνία (Α.Π. 178/2008, Α.Π. 117/2006, Α.Π. 1630/2005, Α.Π. 1511/2004, Εφ. Αθ. 5306/2008, Εφ. Θεσσαλ. 107/2011). Συνεπώς επιτρέπεται η υπερεργασία ή η υπερωριακή απασχόληση χωρίς αμοιβή, καθώς και η εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και την ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, όπως και η νυχτερινή εργασία. (Α.Π. 919/86, Α.Π. 1601/88, Α.Π. 1123/93, Α.Π.191/90, Α.Π. 1364/90, Εφ. Αθηνών 338/2011, Εφ. Θεσσαλ. 107/2011, Α.Π. 647/2010, Α.Π. 1467/2012 κ.λ.π.
ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΥΠΑΛΗΛΟΙ – ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
-Με την Απόφαση Εφ. Αθηνών 338/2011 κρίθηκε ότι Διευθυντής του Τμήματος Πληροφορικής-Πολυμέσων επιχείρησης με κύριο αντικείμενο, αφενός μεν τον σχεδιασμό και την οργάνωση του νέου αυτού τμήματος στον τομέα των πολυμέσων, αφετέρου δε την εν συνεχεία επίβλεψη και διεύθυνσή του, είναι διευθύνων υπάλληλος και όχι απλός υπάλληλος της επιχείρησης. Ο εργαζόμενος ελάμβανε πρόσθετες ετήσιες χρηματικές παροχές (bonus), το ύψος των οποίων εξαρτήθηκε από το ποσοστό επίτευξης των στόχων που συμφωνήθηκαν (Οι αποδοχές του διαμορφώθηκαν το 2007 σε 3.675 ευρώ).
Ειδικότερα, στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν: ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της επιχειρηματικής πολιτικής για την ανάπτυξη του τομέα πολυμέσων, η εν γένει επίβλεψη της καλής λειτουργίας των καταστημάτων αναφορικά με τον τομέα πολυμέσων, ο έλεγχος των καταστημάτων ως προς την έκθεση και την προβολή των εμπορευμάτων αυτών, η προμήθεια και ο εφοδιασμός των καταστημάτων με προϊόντα πολυμέσων, η αποφασιστική αρμοδιότητα για την επιλογή της συλλογής των προϊόντων και τις ποσότητες που θα παραγγέλνονταν και η απευθείας συναλλαγή με τους προμηθευτές για την διαπραγμάτευση των τιμών αγοράς τους, τις οποίες εισηγούνταν στο Γενικό Διευθυντή. Μετά δε από τις παραπάνω εισηγήσεις του στα εμπορικά συμβούλια με την ιδιότητα του Διευθυντή Πολυμέσων και μόνον αποκλειστικά υπεύθυνου αυτού του τομέα και σύμφωνα με τις αποφάσεις που ελάμβαναν τα εν λόγω συμβούλια, ο εργαζόμενος κατήρτιζε ο ίδιος, για λογαριασμό της επιχείρησης, τις συμφωνίες με τους προμηθευτές ειδών πολυμέσων. Δεν είχε αποφασιστική αρμοδιότητα επί των προσλήψεων και απολύσεων του υφισταμένου του προσωπικού, διατηρούσε, όμως, δικαίωμα να εισηγηθεί σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των εργαζομένων στον τομέα του, τους οποίους και αξιολογούσε. Ως προς το ωράριο εργασίας του, αν και υπέγραφε στο παρουσιολόγιο, είχε προφορικά συμφωνηθεί, κατά την πρόσληψη του, ότι δεν θα ελεγχόταν ως προς την ώρα αποχώρησης του από τα γραφεία της εταιρείας, καθώς έπρεπε να κινείται ελεύθερα, ανάλογα με τις εκάστοτε προγραμματισμένες συναντήσεις και εν γένει επαγγελματικές του υποχρεώσεις, όπως περιγράφηκαν πιο πάνω, χωρίς να λαμβάνει άδεια εξόδου ή να λογοδοτεί άνευ ετέρου, για τις ώρες απουσιών του. Ήταν επικεφαλής ενός πολύ σημαντικού τμήματος της επιχείρησης, του Τομέα Πολυμέσων, από το οποίο εξαρτάται η εξέλιξη της επιχείρησης στον ανταγωνιστικό χώρο των επιχειρήσεων εμπορίας ηλεκτρονικών ειδών. Ο εργαζόμενος κατείχε θέση εμπιστευτική, αναφερόταν μόνο στο Διευθύνοντα Σύμβουλο και το Γενικό Διευθυντή, από τους οποίους λάμβανε μεν γενικές οδηγίες για την πολιτική της εταιρείας, διατηρούσε, όμως, την ανεξαρτησία του και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών ως προς τη διοίκηση του Τομέα του. Ο έλεγχος και η εποπτεία της επιχείρησης, στους οποίους υπέκειτο ο εργαζόμενος, δεν αφορούσαν στην καθημερινή παροχή της εργασίας του, αλλά στην υλοποίηση των εμπορικών στόχων, που του είχαν τεθεί. Διακρινόταν, λόγω των αυξημένων καθηκόντων και αποδοχών του, έναντι των υπόλοιπων υπαλλήλων, απολάμβανε της αυξημένης εμπιστοσύνης και της ανάλογης οικονομικής μεταχείρισης από την εναγομένη, λαμβάνοντας πολύ μεγαλύτερες αποδοχές και έχοντας συμμετοχή στον καθορισμό των κατευθυντήριων γραμμών της επιχείρησης, ως μέλος του εμπορικού της συμβουλίου.
-Με την Απόφαση Εφ. Λάρισας 333/2011 κρίθηκε ότι εργαζόμενος που προσλήφθηκε προκειμένου να παράσχει τις εξειδικευμένες, λόγω των προσόντων του, υπηρεσίες στο έργο της οργάνωσης, διοίκησης και αγορών Συνεταιρισμού είναι διευθύνων υπάλληλος.
Ο εργαζόμενος παρείχε, ως ειδικός επιστήμονας, υπηρεσίες στους τομείς ανάπτυξης της δραστηριότητας, οργάνωσης της εταιρίας σε θέματα μάρκετινγκ, έρευνας αγοράς, εσωτερικής οργάνωσης και διοίκησης, τήρησης στατιστικών στοιχείων, δημιουργίας πινάκων αναφορών και αξιολόγησης πληροφοριών αγοράς. Ειδικότερα ο εργαζόμενος ασχολούνταν με τον καθορισμό οργανογράμματος, προσδιορισμό και καθορισμό αντικειμένου εργασίας του κάθε εργαζομένου, την καταχώριση στο λογισμικό των barcode των εμπορευομένων, τη δημιουργία τιμοκαταλόγων πώλησης των ειδών, την πρόβλεψη και τον έλεγχο για τη σωστή και έγκυρη απόδοση των πιστωτικών, την ανάπτυξη και δημιουργία αναφορών, την παρακολούθηση των stocks και την καθημερινή κάλυψη τους, την ανάπτυξη και έλεγχο πελατών και προμηθευτών, τη δημιουργία διαφημιστικών ενημερωτικών φυλλαδίων (5 κάθε χρόνο), τον προσδιορισμό θεμάτων και ειδών προς ενημέρωση του Δ.Σ. του συνεταιρισμού και των πελατών, την τηλεφωνική καθημερινή ανταπόκριση επί 24ώρου βάσεως σε θέματα αγοράς προς τους πελάτες, τις επισκέψεις και την παροχή λύσεων στα καταστήματα των πελατών, ενώ ήταν και υπεύθυνος αγορών. Ήταν αρμόδιος για τις προσλήψεις του προσωπικού και την προσαρμογή των προσλαμβανομένων στον εργασιακό χώρο. Έλεγχε την προσέλευση και αποχώρηση του προσωπικού, το επόπτευε κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του και συντόνιζε τις εργασίες του. Η παρουσία του στην επιχείρηση ήταν συνεχής και η επικοινωνία του με τη διοίκηση της εταιρίας ήταν άμεση. Δεν τον έλεγχε κανείς σχετικά με το χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης του από την εργασία. Από το σύνολο των καθηκόντων αυτών προκύπτει ότι ο εργαζόμενος ασχολούνταν με θέματα που αφορούσαν την εμπορική, οικονομική και διοικητική διεύθυνση της εταιρίας, τη μηχανοργάνωσή της, τη διατήρηση των ήδη υπαρχόντων πελατών και τη δημιουργία νέων, ενώ η σχέση του με τον εργοδότη ήταν σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και εξαιτίας αυτής ο εργαζόμενος ανέπτυσσε πρωτοβουλίες, επηρέαζε με τις εισηγήσεις του την κατεύθυνση και εξέλιξη της επιχείρησης, φρόντιζε για την ομαλή και αποδοτική πορεία της και την επίτευξη του σκοπού της. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι οι αρμοδιότητες αυτές δεν συνιστούσαν το εργασιακό αντικείμενο ενός συνήθους υπαλλήλου, αλλά υπαλλήλου που κατείχε σημαντική διευθυντική θέση.
Γι` αυτό και η αμοιβή του υπερέβαινε κατά πολύ τις αμοιβές των λοιπών υπαλλήλων (το έτος 2006 33.466,62 ευρώ ετησίως). Επίσης ο εργαζόμενος συμμετείχε σε «συνάντηση εμπορικής επιτροπής» της μητρικής εταιρείας ως γενικός διευθυντής της επιχείρησης κατά την οποία συζητούνταν θέματα εμπορικής πολιτικής. Του είχε χορηγηθεί και το δικαίωμα να υπογράφει κάτω από την εταιρική επωνυμία και με την υπογραφή του η επιχείρηση να δεσμεύεται έναντι τρίτων. Φέρεται και κατηγορούμενος ως υπεύθυνος της επιχείρησης για πράξη παράβασης Αγορανομικού Κώδικα.
Συνεπώς, η φύση των υπηρεσιών που εκτελούσε, η ιδιαίτερη εμπιστοσύνη που του έδειξε η επιχείρηση στη διαχείριση του super market καθώς και η λήψη μισθού μεγαλύτερου από το νόμιμο φανερώνουν ότι ο εργαζόμενος δεν κατείχε τυπικά μόνο τον τίτλο του διευθυντή, αλλά ασκούσε πράγματι καθήκοντα σε θέση όχι απλά εμπιστευτική, αλλά και διευθυντική.
-Εργαζόμενος προσλήφθηκε από επιχείρηση με καθήκοντα την εποπτεία και την καθοδήγηση λειτουργίας του υποκαταστήματος Αθηνών και την οργάνωση, το σχεδιασμό, την εποπτεία και την επιθεώρηση των υπαλλήλων – πωλητών, καθώς και των εμπορικών αντιπροσώπων της επιχείρησης στη Νότια Ελλάδα. Επισκεπτόταν, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, μαζί με τους πωλητές ή αντιπροσώπους της επαρχίας, τα καταστήματα χονδρικής πώλησης και σούπερ μάρκετ με τα οποία συνεργαζόταν η επιχείρηση, με σκοπό να ελέγχει και επιθεωρεί την πορεία και τον αριθμό των πωλήσεων που πραγματοποιούνταν και ήταν αρμόδιος για την επίλυση των προβλημάτων που ανέκυπταν με πελάτες στη Νότια Ελλάδα ή με υπαλλήλους στο υποκατάστημα Αθηνών. Επιπλέον ο εργαζόμενος, χωρίς καμία καθοδήγηση ή παρέμβαση του κεντρικού καταστήματος αλλά με δική του πρωτοβουλία και κατ` ανέλεγκτη κρίση του, σχεδίαζε το πρόγραμμα των επισκέψεών του στην επαρχία και καθόριζε το χρόνο και τον τόπο που θα συναντούσε τους υφισταμένούς του πελάτες.
Μπορούσε να εισηγηθεί την απόλυση ή την πρόσληψη υπαλλήλων. Για το σχεδιασμό και προγραμματισμό του ενημέρωνε μόνον τον ορισθέντα από την επιχείρηση Διευθυντή Πωλήσεων της Βόρειας Ελλάδας, ενώ για την εν γένει πορεία του υποκαταστήματος Αθηνών ενημέρωνε το διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της εργοδότριας εταιρίας. Οι ως άνω αρμοδιότητες, που ο εργαζόμενος ασκούσε λόγω της θέσης του αυτής, είχαν τέτοια σπουδαιότητα, που οι αποφάσεις του επηρέαζαν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις της εταιρίας και την εξέλιξη αυτής στη νότια Ελλάδα, ενώ κατά την ενάσκηση των εν λόγω καθηκόντων του απολάμβανε ανεξαρτησίας και είχε τη δυνατότητα ανάπτυξης σημαντικής πρωτοβουλίας, χωρίς την οποία, άλλωστε, ήταν αδύνατη η εκπλήρωση του έργου του, το οποίο για να εκτελεστεί προϋπέθετε αναγκαστικά και σημαντική εμπειρία, την οποία αυτός διέθετε, καθόσον είχε 25ετή προϋπηρεσία τον τομέα των πωλήσεων και λόγω ακριβώς της ως άνω ιδιότητας του, ως διευθύνοντος υπαλλήλου, συμφωνήθηκε και του καταβάλλονταν από την εναγόμενη μηνιαίες αποδοχές που υπερέβαιναν τις νόμιμες κατά ποσοστό 70% περίπου, αλλά και εκείνες που καταβάλλονταν στους υπόλοιπους υπαλλήλους – πωλητές.
Κρίθηκε ότι ο εργαζόμενος κατείχε θέση διεύθυνσης και εμπιστοσύνης. Το γεγονός ότι αυτός ενημέρωνε για το σχεδιασμό και προγραμματισμό του το διευθυντή πωλήσεων της Βόρειας Ελλάδας και αναφερόταν για την εν γένει πορεία του υποκαταστήματος Αθηνών στο διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της εργοδότριας εταιρίας, δεν αποτελεί στοιχείο που αναιρεί αλλά αντίθετα ενισχύει το χαρακτήρα και την ιδιότητά του ως διευθύνοντος υπαλλήλου, η οποία (ιδιότητα) καθοριζόταν και προσδιοριζόταν από την ως άνω αναφερόμενη ιδιάζουσα εμπιστοσύνη που απολάμβανε αυτός, τη δυνατότητα εκ μέρους του επηρεασμού των κατευθύνσεων του ως άνω υποκαταστήματος (ενός από τα δύο τμήματα εμπορίας της επιχείρησης), τις πραγματικές συνθήκες ανεξαρτησίας και πρωτοβουλίας του, την αυξημένη ευθύνη του για την πορεία της επιχείρησης αυτής, καθώς και τις σημαντικά υπέρτερες των νομίμων προβλεπομένων αποδοχών του. Επίσης, το γεγονός ότι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ήταν υποχρεωμένος να ενεργεί εντός των πλαισίων των γενικών καθοδηγητικών γραμμών της ανώνυμης εταιρίας δεν ήταν ασυμβίβαστο με την ιδιότητά του ως διευθύνοντος υπαλλήλου, καθόσον σε αυτά συμμορφώνονται και εκείνοι που ταυτίζονται με τον εργοδότη, όπως πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και μέλη του ΔΣ μιας ανώνυμης εταιρίας (Α.Π. 1033/2008 Νόμος) (Εφ. Θεσσαλ. 107/2011).
-Με την Απόφαση Α.Π. 74/2011 κρίθηκε ότι δεν αποτελεί διευθύνοντα υπάλληλο εξαιρούμενο από τις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, ο υπάλληλος που δεν είχε αρμοδιότητες να προσλαμβάνει ή να απολύει υπαλλήλους, υπαγόταν στην εποπτεία και οδηγίες του εργοδότη του, στερείτο πρωτοβουλίας στο θέμα του ωραρίου του και στο χρόνο λήψεως των αδειών και του ρεπό του, ενώ είχε τα ίδια προνόμια και με τους λοιπούς εργαζομένους στην ίδια επιχείρηση. Ο εργαζόμενος προσλήφθηκε για να απασχοληθεί ως υπεύθυνος του τμήματος προμηθειών και ελέγχου της ποιότητας αυτών σε ξενοδοχειακό συγκρότημά στην Κω με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Ειδικότερα ο εργαζόμενος προέβαινε στην παραγγελία των απαραιτήτων ποσοτήτων από τους προμηθευτές και στην πληρωμή της αξίας τους, χωρίς, όμως, κατά την διεκπεραίωση των εργασιών του αυτών να έχει την δυνατότητα ανάπτυξης οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σχετικά με την επιλογή των προμηθευτών ή το είδος των υλικών ή την διαμόρφωση της τιμής αυτών, αλλά αντίθετα ήταν υποχρεωμένος, σύμφωνα με τις οδηγίες και τις υποδείξεις των αρμοδίων υπαλλήλων της επιχείρησης, ν` αποστέλλει προηγουμένως σ` αυτούς προς έγκριση κατάσταση των προς αγορά προϊόντων, χωρίς την οποία ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση των παραγγελιών και η εκταμίευση του αναγκαίου προς πληρωμή χρηματικού ποσού.
Στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν επίσης και ο έλεγχος της τήρησης των κανόνων υγιεινής στους χώρους της κουζίνας, του εστιατορίου και του μπαρ, καθώς και η εποπτεία των υπηρετούντων στους χώρους αυτούς υπαλλήλων και η σε καθημερινή βάση συνεργασία του με αυτούς για την ενημέρωσή του για την ανάγκη παραγγελίας και προμήθειας συγκεκριμένων προϊόντων. Δεν αποδείχθηκε ότι ο εργαζόμενος είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα στην πρόσληψη των υπηρετούντων στα τμήματα αυτά υπαλλήλων ή ευθύνη για τις πράξεις τους ή οποιαδήποτε πρωτοβουλία στον καθορισμό των ημερών ή των ωρών της εργασίας τους ή των ημερών ανάπαυσής τους, δεδομένου ότι όλα τα σχετικά θέματα καθορίζονταν από τον Γενικό Διευθυντή της ως άνω ξενοδοχειακής μονάδας. Παρά τα αυξημένα καθήκοντά του και τον υπεύθυνο χαρακτήρα των παρεχομένων υπηρεσιών του, οι αποφάσεις του δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία ή ενδιαφέρον για την εξελικτική πορεία της επιχείρησης. Η καταβολή του ποσού των 1.450 € ως μηνιαίων αποδοχών το έτος 2004 οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στα παραπάνω αυξημένα καθήκοντά του.
Η ως άνω περιγραφείσα εργασία του, παρεχομένη υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, χωρίς ιδιαίτερα εκ μέρους του προσόντα ή δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και ανεξαρτησίας, δεν είναι ικανή να προσδώσει σ` αυτόν την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου και συνακόλουθα ν` αποκλείσει την εφαρμογή ως προς αυτόν των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, την υπερωριακή απασχόληση και την εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες.
-Τράπεζα ανέθεσε σε εργαζόμενο ως πρόσωπο εμπιστοσύνης και ικανό για την επίτευξη των στόχων της, όπως αυτοί διαμορφώνονται από το κεντρικό διοικητικό όργανο αυτής, να οργανώσει και να προετοιμάσει τη λειτουργία του υπό ίδρυση υποκαταστήματός της. Ως διευθυντής του υποκαταστήματος αυτού ήταν αρμόδιος για την άψογη συνεργασία των υπαλλήλων τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους πελάτες, για τον έλεγχο της παρουσίας τους στον τόπο της εργασίας, για την εμπέδωση της πειθαρχίας και για την επιμόρφωση και την υπηρεσιακή προώθηση αυτών. Επίσης διατύπωνε σχετικές εισηγήσεις προς τα αρμόδια όργανα της επιχείρησης για τις ικανότητες, τα προσόντα, την επάρκεια και την υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων του υποκαταστήματος και προγραμμάτιζε με δική του ευθύνη την παρακολούθηση από αυτούς επιμορφωτικών σεμιναρίων.
Επίσης ως διευθυντής του ιδίου υποκαταστήματος ήταν αρμόδιος για την ασφαλή προώθηση των συνήθων τραπεζικών εργασιών αυτού, που έπρεπε να επιτευχθεί με την προσέλκυση νέων και ενδεδειγμένων πελατών. Γενικά του επετράπη να αναπτύσσει πρωτοβουλία τόσον ως προς την εποπτεία και τον έλεγχο του προσωπικού, όσον και ως προς την ανάπτυξη του κύκλου των τραπεζικών εργασιών του ιδίου υποκαταστήματος. Με την ανάπτυξη των ως άνω πρωτοβουλιών ο εργαζόμενος μπορούσε να επηρεάσει άμεσα και αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη του υποκαταστήματος, ως άμεσος προϊστάμενος αυτού. Κρίθηκε ότι ο εργαζόμενος ήταν διευθύνων υπάλληλος (Α.Π. 81/2000).
-Με την Απόφαση Α.Π. 478/2014 κρίθηκε ότι Μηχανικός του Τ.Ε.Ι. που προσλήφθηκε ως προϊστάμενος παραγωγής και συντήρησης σε βιομηχανία και αποφάσιζε μαζί με τον Διευθυντή για τον τομέα εργασίας του, πλην όμως δεν είχε αρμοδιότητα να προσλαμβάνει και να απολύει προσωπικό, ενώ οι αποδοχές του ήταν, κατά μέσο όρο, 30% υπέρτερες των νομίμων, λαμβάνοντας ταυτόχρονα και οικειοθελή παροχή, που είχε καθιερώσει η εργοδότρια να χορηγεί ως «μπόνους» στους διευθυντές και προϊσταμένους της και ως «πριμ παραγωγικότητας» στο λοιπό προσωπικό της, δεν θεωρείται διευθύνων υπάλληλος, παρότι δεν εργαζόταν επί 8ωρο σταθερώς, ούτε «χτυπούσε κάρτα», πλην όμως ελεγχόταν ως προς την παρουσία ή απουσία του. Οι ως άνω τομείς (παραγωγής και συντήρησης) αποτελούσαν σημαντικά τμήματα της βιομηχανικής επιχείρησης, τόσο για την εξέλιξή της όσο και για τη βιωσιμότητά της. Ο εργαζόμενος είχε και την εποπτεία των εργαζομένων στα παραπάνω τμήματα του τομέα του, στους οποίους έδινε εντολές και οδηγίες. Οι αποδοχές του (από 1-1-2008 έως 23-1-2009 ανέρχονταν στο ποσό των 2.386 ευρώ μηνιαίως), όμως δεν ήταν σε τέτοιο ποσοστό υπέρτερες των νομίμων, ώστε να διακρίνεται από τους άλλους εργαζόμενους, αλλά το ύψος τους δικαιολογείται από τα προσόντα του και την επταετή προϋπηρεσία του, καθώς και από την ιδιαίτερα σημαντική εργασία του σε έναν ιδιαίτερα σημαντικό τομέα της επιχείρησης.
Περαιτέρω, ούτε το στοιχείο της άσκησης των δικαιωμάτων του εργοδότη, έναντι όλου ή μέρους του προσωπικού της εναγομένης με αρμοδιότητες πρόσληψης και απόλυσης αυτού, συνέτρεχε στο πρόσωπό του, ούτε ενεργούσε αυτός έναντι των μισθωτών αντί του εργοδότη, ενώ δεν επωμιζόταν ποινικές ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων που είχαν θεσπιστεί υπέρ των εργαζομένων.
-Κρίθηκε ότι υπάλληλος που έχει προσληφθεί ως προϊστάμενος παραγωγικής διαδικασίας σε εργοστάσιο και που έχει την εποπτεία άλλων υπαλλήλων, έχοντας εξουσία καθοδήγησης και εκφράζοντας παρατηρήσεις στον εργοδότη για αυτούς, χωρίς όμως να μπορεί μόνος του να τους απολύσει ή να τους προσλάβει (οι εισηγήσεις του όμως επί των ζητημάτων αυτών ήταν καίριες), που δεν χτυπάει κάρτα, μη ελεγχόμενος από κάποιο ανώτερο στέλεχος, μη υπαγόμενος σε ωράριο εργασίας, με εξουσία να παραγγέλνει προϊόντα και με δικαίωμα συμμετοχής σε υπηρεσιακά συμβούλια όπου εξέθετε υπεύθυνες γνώμες και υπέβαλε εισηγήσεις για τον τομέα του, χαρακτηρίζεται ως διευθύνων υπάλληλος. (Α.Π. 647/2010)
-Περίπτωση υπαλλήλου απασχολούμενου σε περισσότερες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου, υπό τον ίδιο εργοδότη, ως υπεύθυνος πωλήσεων και επικεφαλής άλλων πωλητών, τους οποίους καθοδηγούσε, καθόριζε ο ίδιος το ωράριο εργασίας του, αλλά όφειλε να ενημερώνει τους προϊσταμένους του για την πορεία των πωλήσεων και τυχόν προβλήματα, αμειβόταν δε, με πάγιο μηνιαίο μισθό και ποσοστό επί των κερδών δεν θεωρείτο διευθύνων υπάλληλος, εφόσον δεν επηρέαζε αποφασιστικώς την εξέλιξη της επιχείρησης, ενώ το ωράριο εργασίας του δεν ξεπερνούσε τις οκτώ ώρες ημερησίως, δεδομένου ότι η εργοδότρια δεν αξίωνε την παραμονή του περισσότερες ώρες. (Α.Π. 985/2011)
Συμπερασματικά, ο προσδιορισμός της έννοιας του διευθύνοντος υπαλλήλου, ανήκει στην κρίση του δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που αποδίδεται από τον εργοδότη.
(Υπ. Εργασίας εγγρ. 17362/328/ 02 -05-2017)
Μανώλης Αμαργιωτάκης
Οικονομολόγος
Σύμβουλος Εργασιακών Σχέσεων
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου πρώτου της αριθμ. 29502/85/01-09-2014 Απόφασης του Υπουργού Εργασίας, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ άριθ. 28153/126/28-08-2013 άποφασή του,όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την αριθμ. 49327/10702/22-12-2014 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας «κάθε εργοδότης,…
.που απασχολεί εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υποχρεούται να υποβάλλει ηλεκτρονικά, με την επιφύλαξη του άρθ.9 παρ. α΄, της παρούσης στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ΣΕΠΕ–ΟΑΕΔ-ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ» το οποίο διασυνδέεται με το ΟΠΣ ΟΑΕΔ και το ΟΠΣ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στοιχεία για τα αναφερόμενα στο επόμενο άρθρο θέματα με τα συνημμένα έντυπα (Ε3 έως Ε11), σύμφωνα με την οριζόμενη στην παρούσα απόφαση διαδικασία». Ακολούθως, στο άρθρο 2 της με αριθ. 29502/85/01-09-2014 Απόφασης, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αναφέρονται τα έντυπα και οι ηλεκτρονικά υποβαλλόμενες πράξεις που ισχύουν και τηρούνται από τον εργοδότη. Η περίπτωση β) του άρθρου 2 περιλαμβάνει το έντυπο Ε4 – Πίνακας Προσωπικού, ο οποίος, υποβάλλεται ηλεκτρονικά μία φορά το χρόνο, σύμφωνα με την περίπτωση γ) του άρθρου 4 της υπ’ άριθμ.29502/85/01-09-2014 Απόφασης, όπως έχει τροποποιηθεί με την με αριθμ. οικ. 49327/10702/22-12-2014 Απόφαση.
Η ανωτέρω διάταξη τελεί συνδυαστικά με τη διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 2874/2000 (ΦΕΚ Α΄286) όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και ισχύει, όπου ορίζεται ότι κάθε εργοδότης ο οποίος υπάγεται στις διατάξεις του σχετικού νόμου, «υποχρεούται όπως μια φορά το χρόνο….καταθέτει, καθ` οιονδήποτε τρόπο, στην αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. – Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης, εις διπλούν, πίνακα με την επωνυμία, το είδος, τον τόπο λειτουργίας και το Α.Φ.Μ της επιχείρησης, ο οποίος θα περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία ενός εκάστου των απασχολουμένων σε αυτή μισθωτών.
Α. Το ονοματεπώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα και μητέρας, ηλικία και οικογενειακή κατάσταση (τέκνα).
Β. Την ειδικότητα, ημερομηνία πρόσληψης και την τυχόν προϋπηρεσία στην ειδικότητα.
Γ. Τον αριθμό κάρτας πρόσληψης (Ο.Α.Ε.Δ.), τον αριθμό μητρώου του Ι.Κ.Α., τον αριθμό βιβλιαρίου ανηλίκων (επί απασχολήσεων ανηλίκων) και τον αριθμό αδείας εργασίας αλλοδαπού (επί απασχολήσεως αλλοδαπού).
Δ. Τα στοιχεία του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας, καθώς και το ωράριο απασχόλησής τους στην επιχείρηση.
Ε. Τη διάρκεια εργασίας (ώρες έναρξης και λήξης ημερήσιας εργασίας), το διάλειμμα και τις διακοπές εργασίας.
ΣΤ. Τις πάσης φύσεως καταβαλλόμενες αποδοχές».
Από τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 2269/1920 «Περί κυρώσεως της Συμβάσεως της Ουάσιγκτον», κατά την οποία το νόμιμο καθ’ ημέρα και εβδομάδα ωράριο εργασίας των μισθωτών δεν εφαρμόζεται επί προσώπων που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, προκύπτει ότι διευθύνοντες υπάλληλοι είναι το πρόσωπα, το οποία έχουν εξουσία να λαμβάνουν ανεξάρτητες αποφάσεις, να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, να καταστρώνουν σχέδια, να έχουν την ευθύνη και τη φροντίδα όσον αφορά την ομαλή και αποδοτική πορεία της επιχειρήσεως, στον κύκλο δε αυτό δεν υπάγονται μόνον τα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων, αλλά ανήκουν και άλλοι μισθωτοί με υψηλές ή ιδιάζουσες θέσεις (Α.Π. 117/2006, Α.Π. 1036/2005, Α.Π. 1511/2004, Α.Π. 70/2002, Αλ. Καρακατσάνης, Εργατ. Δίκαιο σ. 78 επ., Δ. Σπινέλλη, Οι διευθύνοντες υπάλληλοι, ΕΕργΔ 19. 257 επ.), ενώ παράλληλα, τόσο τα ειδικά προσόντα, όσο και ο υψηλός μισθός θεωρούνται κατά το μάλλον ή ήττον τυπικά γνωρίσματα αυτής της θέσης. Η στενή σχέση των διευθυνόντων υπαλλήλων με το συμφέροντα της επιχείρησης, η οποία οδηγεί σε ένα είδος «ταύτισης» έχει σαν κεντρικό αξιολογικό άξονα το στοιχείο της εμπιστοσύνης, που συναρτάται με την υποχρέωση πίστεως (Τραυλού-Τζανετάτου,Προβληματισμοί επί του εργατικού δικαίου υπό το φως των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ΕΕργΔ 33. 780, Martens, Das Arbeitsrechet der leitenden Angestel, 1982, σ. 97). Η αρχή αυτή της εμπιστοσύνης αποκτά εν προκειμένω ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω ακριβώς της ιδιαίτερης δομής της εργασιακής σχέσεως του διευθύνοντος υπαλλήλου, η οποία στηρίζεται στην έντονη παρουσία του στοιχείου της «συνεργασίας» εργοδότη-μισθωτού για την επίτευξη και του παραγωγικού αποτελέσματος της εκμετάλλευσης και του οικονομικού σκοπού της επιχείρησης (Εφ. Αθηνών 338/2011).
Με βάση τη νομολογία των δικαστηρίων ως διευθυντικά στελέχη (Διευθύνοντες υπάλληλοι) θεωρούνται όχι οι προϊστάμενοι ή διευθυντές ορισμένων υπηρεσιών ή και τομέων μιας επιχειρήσεως, οι οποίοι αναπτύσσουν πρωτοβουλία κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, αλλά τα πρόσωπα εκείνα τα οποία, λόγω της ξεχωριστής μόρφωσης, των εξαιρετικών προσόντων, των ικανοτήτων και της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης του εργοδότη προς αυτά, ασκούν γενικότερη διεύθυνση και εποπτεία σε μια επιχείρηση, ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη αυτής και τα οποία διακρίνονται σαφώς από τους υπολοίπους υπαλλήλους, γιατί ασκούν ως επί το πλείστον τα δικαιώματα του εργοδότη όπως είναι π.χ. η πρόσληψη και η απόλυση του προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη (Α.Π. 81/84, Α.Π. 1029/80, Α.Π. 597/80, Α.Π.478/66, Εφ. Δωδεκ. 268/81, Α.Π. 1896/2011 κ.λ.π.), η εκπροσώπηση της επιχείρησης προς τρίτους κ.λ.π.
Το κύριο διακριτικό γνώρισμα του διευθύνοντος υπαλλήλου είναι η μεταβίβαση σ` αυτόν, από τον εργοδότη, ορισμένων λειτουργικών αρμοδιοτήτων, που ασκούνται αποκλειστικά από τον τελευταίο (Λ Σπινέλλης, Οι διευθύνοντες υπάλληλοι, ΕΕργΔ 9. 257 επ., Κ. Παπαδημητρίου, Οι διευθύνοντες υπάλληλοι και το Εργατικό Δίκαιο, ΔΕΝ 1994. 1137 επ.). Το γεγονός, ότι στην εργασιακή σύμβαση συνυπάρχει και το στοιχείο της εξάρτησης του μισθωτού από τον εργοδότη του δεν αναιρεί την έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου, εξ αιτίας των διευθυντικών του δικαιωμάτων, της αυξημένης πρωτοβουλίας που διαθέτει και της υψηλής θέσης του στην υπαλληλική ιεραρχία (Α.Π. 70/2002, Α.Π. 384/2001 ΕΕργΔ 2002. 1015, Α.Π. 669/2000 ΕΑΕΔ 2002. 128). Ο δε μισθός του θα πρέπει να υπερβαίνει σημαντικά, τόσο τα εκάστοτε ελάχιστα όρια μισθών των ιδιωτικών υπαλλήλων της κατηγορίας του, όσο και τον μισθό που ο εργοδότης καταβάλλει στους υπόλοιπους εργαζομένους της επιχείρησης του, λόγω της ιδιαίτερης ευθύνης την οποία υπέχουν οι διευθύνοντες υπάλληλοι, λόγω της καίριας θέσης τους στην επιχείρηση, καθώς και λόγω της δυνατότητας λήψης σημαντικών αποφάσεων στην εκτέλεση των προγραμμάτων, ικανών να επηρεάσουν την πορεία της επιχείρησης και αποφάσεων που αφορούν μέτρα για το προσωπικό, την ομαλή διεξαγωγή της εργασίας και τον έλεγχο της τήρησής τους. Πρέπει όμως, να αναφερθεί, ότι δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από τη φύση των παρεχομένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσον προς τον εργοδότη, όσον και προς τους λοιπούς εργαζομένους (Α.Π. 1047/2007, Εφ. Αθ. 338/2011, Εφ. Λάρισας 333/2011, Εφ. Θεσσαλ. 107/2011, Α.Π. 74/2011, Α.Π. 81/2000, Α.Π. 478/2014, Α.Π. 647/2010, Α.Π. 985/2011, Α.Π. 1467/2012).
Χαρακτηριστικά των ανωτέρω υπαλλήλων είναι το γεγονός ότι διαθέτουν πρωτοβουλία και επωμίζονται, μερικές φορές, και ποινικές ευθύνες για την τήρηση των υπέρ των μισθωτών διατάξεων καθώς και η αμοιβή τους με πολύ υψηλότερες αποδοχές από τους υπολοίπους υπαλλήλους σε αντιστάθμισμα της αυξημένης αποδοτικότητας και ευθύνης καθώς και της εξαίρεσής τους από ορισμένες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (Εφ. Λάρισας 333/2011, Α.Π. 74/2011).
Οι διευθύνοντες υπάλληλοι αυτοί, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται εν τούτοις της εφαρμογής των ασυμβίβαστων με την ιδιαίτερη θέση τους, διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τη χορήγηση κανονικών αδειών, την αμοιβή νυκτερινής εργασίας και Κυριακών, την εβδομαδιαία ανάπαυση και το επίδομα αδείας. Έτσι, δεν υπάγονται στον περιορισμό του νόμιμου ωραρίου εργασίας, επιτρέπεται η υπερεργασία ή η υπερωριακή απασχόλησή τους, χωρίς αμοιβή, για την εν λόγω εργασία τους, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, δεν έχουν αξίωση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, αφού αυτή δεν οφείλεται σε παράνομη αιτία, τούτο δε ισχύει για τη νυχτερινή και την εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και την εργασία σε ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης.
Εξάλλου, από τις διατάξεις της παραπάνω διεθνούς σύμβασης δεν προκύπτει ότι οι υπάλληλοι που κατέχουν θέση εποπτείας και διεύθυνσης δεν έχουν το δικαίωμα να παίρνουν ούτε και δώρα εορτών, το οποία δικαιούνται να λαμβάνουν, εκτός και αν έχει συναφθεί σχετική αντίθετη συμφωνία (Α.Π. 178/2008, Α.Π. 117/2006, Α.Π. 1630/2005, Α.Π. 1511/2004, Εφ. Αθ. 5306/2008, Εφ. Θεσσαλ. 107/2011). Συνεπώς επιτρέπεται η υπερεργασία ή η υπερωριακή απασχόληση χωρίς αμοιβή, καθώς και η εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και την ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, όπως και η νυχτερινή εργασία. (Α.Π. 919/86, Α.Π. 1601/88, Α.Π. 1123/93, Α.Π.191/90, Α.Π. 1364/90, Εφ. Αθηνών 338/2011, Εφ. Θεσσαλ. 107/2011, Α.Π. 647/2010, Α.Π. 1467/2012 κ.λ.π.
ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΥΠΑΛΗΛΟΙ – ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
-Με την Απόφαση Εφ. Αθηνών 338/2011 κρίθηκε ότι Διευθυντής του Τμήματος Πληροφορικής-Πολυμέσων επιχείρησης με κύριο αντικείμενο, αφενός μεν τον σχεδιασμό και την οργάνωση του νέου αυτού τμήματος στον τομέα των πολυμέσων, αφετέρου δε την εν συνεχεία επίβλεψη και διεύθυνσή του, είναι διευθύνων υπάλληλος και όχι απλός υπάλληλος της επιχείρησης. Ο εργαζόμενος ελάμβανε πρόσθετες ετήσιες χρηματικές παροχές (bonus), το ύψος των οποίων εξαρτήθηκε από το ποσοστό επίτευξης των στόχων που συμφωνήθηκαν (Οι αποδοχές του διαμορφώθηκαν το 2007 σε 3.675 ευρώ).
Ειδικότερα, στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν: ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της επιχειρηματικής πολιτικής για την ανάπτυξη του τομέα πολυμέσων, η εν γένει επίβλεψη της καλής λειτουργίας των καταστημάτων αναφορικά με τον τομέα πολυμέσων, ο έλεγχος των καταστημάτων ως προς την έκθεση και την προβολή των εμπορευμάτων αυτών, η προμήθεια και ο εφοδιασμός των καταστημάτων με προϊόντα πολυμέσων, η αποφασιστική αρμοδιότητα για την επιλογή της συλλογής των προϊόντων και τις ποσότητες που θα παραγγέλνονταν και η απευθείας συναλλαγή με τους προμηθευτές για την διαπραγμάτευση των τιμών αγοράς τους, τις οποίες εισηγούνταν στο Γενικό Διευθυντή. Μετά δε από τις παραπάνω εισηγήσεις του στα εμπορικά συμβούλια με την ιδιότητα του Διευθυντή Πολυμέσων και μόνον αποκλειστικά υπεύθυνου αυτού του τομέα και σύμφωνα με τις αποφάσεις που ελάμβαναν τα εν λόγω συμβούλια, ο εργαζόμενος κατήρτιζε ο ίδιος, για λογαριασμό της επιχείρησης, τις συμφωνίες με τους προμηθευτές ειδών πολυμέσων. Δεν είχε αποφασιστική αρμοδιότητα επί των προσλήψεων και απολύσεων του υφισταμένου του προσωπικού, διατηρούσε, όμως, δικαίωμα να εισηγηθεί σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των εργαζομένων στον τομέα του, τους οποίους και αξιολογούσε. Ως προς το ωράριο εργασίας του, αν και υπέγραφε στο παρουσιολόγιο, είχε προφορικά συμφωνηθεί, κατά την πρόσληψη του, ότι δεν θα ελεγχόταν ως προς την ώρα αποχώρησης του από τα γραφεία της εταιρείας, καθώς έπρεπε να κινείται ελεύθερα, ανάλογα με τις εκάστοτε προγραμματισμένες συναντήσεις και εν γένει επαγγελματικές του υποχρεώσεις, όπως περιγράφηκαν πιο πάνω, χωρίς να λαμβάνει άδεια εξόδου ή να λογοδοτεί άνευ ετέρου, για τις ώρες απουσιών του. Ήταν επικεφαλής ενός πολύ σημαντικού τμήματος της επιχείρησης, του Τομέα Πολυμέσων, από το οποίο εξαρτάται η εξέλιξη της επιχείρησης στον ανταγωνιστικό χώρο των επιχειρήσεων εμπορίας ηλεκτρονικών ειδών. Ο εργαζόμενος κατείχε θέση εμπιστευτική, αναφερόταν μόνο στο Διευθύνοντα Σύμβουλο και το Γενικό Διευθυντή, από τους οποίους λάμβανε μεν γενικές οδηγίες για την πολιτική της εταιρείας, διατηρούσε, όμως, την ανεξαρτησία του και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών ως προς τη διοίκηση του Τομέα του. Ο έλεγχος και η εποπτεία της επιχείρησης, στους οποίους υπέκειτο ο εργαζόμενος, δεν αφορούσαν στην καθημερινή παροχή της εργασίας του, αλλά στην υλοποίηση των εμπορικών στόχων, που του είχαν τεθεί. Διακρινόταν, λόγω των αυξημένων καθηκόντων και αποδοχών του, έναντι των υπόλοιπων υπαλλήλων, απολάμβανε της αυξημένης εμπιστοσύνης και της ανάλογης οικονομικής μεταχείρισης από την εναγομένη, λαμβάνοντας πολύ μεγαλύτερες αποδοχές και έχοντας συμμετοχή στον καθορισμό των κατευθυντήριων γραμμών της επιχείρησης, ως μέλος του εμπορικού της συμβουλίου.
-Με την Απόφαση Εφ. Λάρισας 333/2011 κρίθηκε ότι εργαζόμενος που προσλήφθηκε προκειμένου να παράσχει τις εξειδικευμένες, λόγω των προσόντων του, υπηρεσίες στο έργο της οργάνωσης, διοίκησης και αγορών Συνεταιρισμού είναι διευθύνων υπάλληλος.
Ο εργαζόμενος παρείχε, ως ειδικός επιστήμονας, υπηρεσίες στους τομείς ανάπτυξης της δραστηριότητας, οργάνωσης της εταιρίας σε θέματα μάρκετινγκ, έρευνας αγοράς, εσωτερικής οργάνωσης και διοίκησης, τήρησης στατιστικών στοιχείων, δημιουργίας πινάκων αναφορών και αξιολόγησης πληροφοριών αγοράς. Ειδικότερα ο εργαζόμενος ασχολούνταν με τον καθορισμό οργανογράμματος, προσδιορισμό και καθορισμό αντικειμένου εργασίας του κάθε εργαζομένου, την καταχώριση στο λογισμικό των barcode των εμπορευομένων, τη δημιουργία τιμοκαταλόγων πώλησης των ειδών, την πρόβλεψη και τον έλεγχο για τη σωστή και έγκυρη απόδοση των πιστωτικών, την ανάπτυξη και δημιουργία αναφορών, την παρακολούθηση των stocks και την καθημερινή κάλυψη τους, την ανάπτυξη και έλεγχο πελατών και προμηθευτών, τη δημιουργία διαφημιστικών ενημερωτικών φυλλαδίων (5 κάθε χρόνο), τον προσδιορισμό θεμάτων και ειδών προς ενημέρωση του Δ.Σ. του συνεταιρισμού και των πελατών, την τηλεφωνική καθημερινή ανταπόκριση επί 24ώρου βάσεως σε θέματα αγοράς προς τους πελάτες, τις επισκέψεις και την παροχή λύσεων στα καταστήματα των πελατών, ενώ ήταν και υπεύθυνος αγορών. Ήταν αρμόδιος για τις προσλήψεις του προσωπικού και την προσαρμογή των προσλαμβανομένων στον εργασιακό χώρο. Έλεγχε την προσέλευση και αποχώρηση του προσωπικού, το επόπτευε κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του και συντόνιζε τις εργασίες του. Η παρουσία του στην επιχείρηση ήταν συνεχής και η επικοινωνία του με τη διοίκηση της εταιρίας ήταν άμεση. Δεν τον έλεγχε κανείς σχετικά με το χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης του από την εργασία. Από το σύνολο των καθηκόντων αυτών προκύπτει ότι ο εργαζόμενος ασχολούνταν με θέματα που αφορούσαν την εμπορική, οικονομική και διοικητική διεύθυνση της εταιρίας, τη μηχανοργάνωσή της, τη διατήρηση των ήδη υπαρχόντων πελατών και τη δημιουργία νέων, ενώ η σχέση του με τον εργοδότη ήταν σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και εξαιτίας αυτής ο εργαζόμενος ανέπτυσσε πρωτοβουλίες, επηρέαζε με τις εισηγήσεις του την κατεύθυνση και εξέλιξη της επιχείρησης, φρόντιζε για την ομαλή και αποδοτική πορεία της και την επίτευξη του σκοπού της. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι οι αρμοδιότητες αυτές δεν συνιστούσαν το εργασιακό αντικείμενο ενός συνήθους υπαλλήλου, αλλά υπαλλήλου που κατείχε σημαντική διευθυντική θέση.
Γι` αυτό και η αμοιβή του υπερέβαινε κατά πολύ τις αμοιβές των λοιπών υπαλλήλων (το έτος 2006 33.466,62 ευρώ ετησίως). Επίσης ο εργαζόμενος συμμετείχε σε «συνάντηση εμπορικής επιτροπής» της μητρικής εταιρείας ως γενικός διευθυντής της επιχείρησης κατά την οποία συζητούνταν θέματα εμπορικής πολιτικής. Του είχε χορηγηθεί και το δικαίωμα να υπογράφει κάτω από την εταιρική επωνυμία και με την υπογραφή του η επιχείρηση να δεσμεύεται έναντι τρίτων. Φέρεται και κατηγορούμενος ως υπεύθυνος της επιχείρησης για πράξη παράβασης Αγορανομικού Κώδικα.
Συνεπώς, η φύση των υπηρεσιών που εκτελούσε, η ιδιαίτερη εμπιστοσύνη που του έδειξε η επιχείρηση στη διαχείριση του super market καθώς και η λήψη μισθού μεγαλύτερου από το νόμιμο φανερώνουν ότι ο εργαζόμενος δεν κατείχε τυπικά μόνο τον τίτλο του διευθυντή, αλλά ασκούσε πράγματι καθήκοντα σε θέση όχι απλά εμπιστευτική, αλλά και διευθυντική.
-Εργαζόμενος προσλήφθηκε από επιχείρηση με καθήκοντα την εποπτεία και την καθοδήγηση λειτουργίας του υποκαταστήματος Αθηνών και την οργάνωση, το σχεδιασμό, την εποπτεία και την επιθεώρηση των υπαλλήλων – πωλητών, καθώς και των εμπορικών αντιπροσώπων της επιχείρησης στη Νότια Ελλάδα. Επισκεπτόταν, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, μαζί με τους πωλητές ή αντιπροσώπους της επαρχίας, τα καταστήματα χονδρικής πώλησης και σούπερ μάρκετ με τα οποία συνεργαζόταν η επιχείρηση, με σκοπό να ελέγχει και επιθεωρεί την πορεία και τον αριθμό των πωλήσεων που πραγματοποιούνταν και ήταν αρμόδιος για την επίλυση των προβλημάτων που ανέκυπταν με πελάτες στη Νότια Ελλάδα ή με υπαλλήλους στο υποκατάστημα Αθηνών. Επιπλέον ο εργαζόμενος, χωρίς καμία καθοδήγηση ή παρέμβαση του κεντρικού καταστήματος αλλά με δική του πρωτοβουλία και κατ` ανέλεγκτη κρίση του, σχεδίαζε το πρόγραμμα των επισκέψεών του στην επαρχία και καθόριζε το χρόνο και τον τόπο που θα συναντούσε τους υφισταμένούς του πελάτες.
Μπορούσε να εισηγηθεί την απόλυση ή την πρόσληψη υπαλλήλων. Για το σχεδιασμό και προγραμματισμό του ενημέρωνε μόνον τον ορισθέντα από την επιχείρηση Διευθυντή Πωλήσεων της Βόρειας Ελλάδας, ενώ για την εν γένει πορεία του υποκαταστήματος Αθηνών ενημέρωνε το διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της εργοδότριας εταιρίας. Οι ως άνω αρμοδιότητες, που ο εργαζόμενος ασκούσε λόγω της θέσης του αυτής, είχαν τέτοια σπουδαιότητα, που οι αποφάσεις του επηρέαζαν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις της εταιρίας και την εξέλιξη αυτής στη νότια Ελλάδα, ενώ κατά την ενάσκηση των εν λόγω καθηκόντων του απολάμβανε ανεξαρτησίας και είχε τη δυνατότητα ανάπτυξης σημαντικής πρωτοβουλίας, χωρίς την οποία, άλλωστε, ήταν αδύνατη η εκπλήρωση του έργου του, το οποίο για να εκτελεστεί προϋπέθετε αναγκαστικά και σημαντική εμπειρία, την οποία αυτός διέθετε, καθόσον είχε 25ετή προϋπηρεσία τον τομέα των πωλήσεων και λόγω ακριβώς της ως άνω ιδιότητας του, ως διευθύνοντος υπαλλήλου, συμφωνήθηκε και του καταβάλλονταν από την εναγόμενη μηνιαίες αποδοχές που υπερέβαιναν τις νόμιμες κατά ποσοστό 70% περίπου, αλλά και εκείνες που καταβάλλονταν στους υπόλοιπους υπαλλήλους – πωλητές.
Κρίθηκε ότι ο εργαζόμενος κατείχε θέση διεύθυνσης και εμπιστοσύνης. Το γεγονός ότι αυτός ενημέρωνε για το σχεδιασμό και προγραμματισμό του το διευθυντή πωλήσεων της Βόρειας Ελλάδας και αναφερόταν για την εν γένει πορεία του υποκαταστήματος Αθηνών στο διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της εργοδότριας εταιρίας, δεν αποτελεί στοιχείο που αναιρεί αλλά αντίθετα ενισχύει το χαρακτήρα και την ιδιότητά του ως διευθύνοντος υπαλλήλου, η οποία (ιδιότητα) καθοριζόταν και προσδιοριζόταν από την ως άνω αναφερόμενη ιδιάζουσα εμπιστοσύνη που απολάμβανε αυτός, τη δυνατότητα εκ μέρους του επηρεασμού των κατευθύνσεων του ως άνω υποκαταστήματος (ενός από τα δύο τμήματα εμπορίας της επιχείρησης), τις πραγματικές συνθήκες ανεξαρτησίας και πρωτοβουλίας του, την αυξημένη ευθύνη του για την πορεία της επιχείρησης αυτής, καθώς και τις σημαντικά υπέρτερες των νομίμων προβλεπομένων αποδοχών του. Επίσης, το γεγονός ότι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ήταν υποχρεωμένος να ενεργεί εντός των πλαισίων των γενικών καθοδηγητικών γραμμών της ανώνυμης εταιρίας δεν ήταν ασυμβίβαστο με την ιδιότητά του ως διευθύνοντος υπαλλήλου, καθόσον σε αυτά συμμορφώνονται και εκείνοι που ταυτίζονται με τον εργοδότη, όπως πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και μέλη του ΔΣ μιας ανώνυμης εταιρίας (Α.Π. 1033/2008 Νόμος) (Εφ. Θεσσαλ. 107/2011).
-Με την Απόφαση Α.Π. 74/2011 κρίθηκε ότι δεν αποτελεί διευθύνοντα υπάλληλο εξαιρούμενο από τις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, ο υπάλληλος που δεν είχε αρμοδιότητες να προσλαμβάνει ή να απολύει υπαλλήλους, υπαγόταν στην εποπτεία και οδηγίες του εργοδότη του, στερείτο πρωτοβουλίας στο θέμα του ωραρίου του και στο χρόνο λήψεως των αδειών και του ρεπό του, ενώ είχε τα ίδια προνόμια και με τους λοιπούς εργαζομένους στην ίδια επιχείρηση. Ο εργαζόμενος προσλήφθηκε για να απασχοληθεί ως υπεύθυνος του τμήματος προμηθειών και ελέγχου της ποιότητας αυτών σε ξενοδοχειακό συγκρότημά στην Κω με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Ειδικότερα ο εργαζόμενος προέβαινε στην παραγγελία των απαραιτήτων ποσοτήτων από τους προμηθευτές και στην πληρωμή της αξίας τους, χωρίς, όμως, κατά την διεκπεραίωση των εργασιών του αυτών να έχει την δυνατότητα ανάπτυξης οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σχετικά με την επιλογή των προμηθευτών ή το είδος των υλικών ή την διαμόρφωση της τιμής αυτών, αλλά αντίθετα ήταν υποχρεωμένος, σύμφωνα με τις οδηγίες και τις υποδείξεις των αρμοδίων υπαλλήλων της επιχείρησης, ν` αποστέλλει προηγουμένως σ` αυτούς προς έγκριση κατάσταση των προς αγορά προϊόντων, χωρίς την οποία ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση των παραγγελιών και η εκταμίευση του αναγκαίου προς πληρωμή χρηματικού ποσού.
Στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν επίσης και ο έλεγχος της τήρησης των κανόνων υγιεινής στους χώρους της κουζίνας, του εστιατορίου και του μπαρ, καθώς και η εποπτεία των υπηρετούντων στους χώρους αυτούς υπαλλήλων και η σε καθημερινή βάση συνεργασία του με αυτούς για την ενημέρωσή του για την ανάγκη παραγγελίας και προμήθειας συγκεκριμένων προϊόντων. Δεν αποδείχθηκε ότι ο εργαζόμενος είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα στην πρόσληψη των υπηρετούντων στα τμήματα αυτά υπαλλήλων ή ευθύνη για τις πράξεις τους ή οποιαδήποτε πρωτοβουλία στον καθορισμό των ημερών ή των ωρών της εργασίας τους ή των ημερών ανάπαυσής τους, δεδομένου ότι όλα τα σχετικά θέματα καθορίζονταν από τον Γενικό Διευθυντή της ως άνω ξενοδοχειακής μονάδας. Παρά τα αυξημένα καθήκοντά του και τον υπεύθυνο χαρακτήρα των παρεχομένων υπηρεσιών του, οι αποφάσεις του δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία ή ενδιαφέρον για την εξελικτική πορεία της επιχείρησης. Η καταβολή του ποσού των 1.450 € ως μηνιαίων αποδοχών το έτος 2004 οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στα παραπάνω αυξημένα καθήκοντά του.
Η ως άνω περιγραφείσα εργασία του, παρεχομένη υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, χωρίς ιδιαίτερα εκ μέρους του προσόντα ή δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και ανεξαρτησίας, δεν είναι ικανή να προσδώσει σ` αυτόν την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου και συνακόλουθα ν` αποκλείσει την εφαρμογή ως προς αυτόν των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, την υπερωριακή απασχόληση και την εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες.
-Τράπεζα ανέθεσε σε εργαζόμενο ως πρόσωπο εμπιστοσύνης και ικανό για την επίτευξη των στόχων της, όπως αυτοί διαμορφώνονται από το κεντρικό διοικητικό όργανο αυτής, να οργανώσει και να προετοιμάσει τη λειτουργία του υπό ίδρυση υποκαταστήματός της. Ως διευθυντής του υποκαταστήματος αυτού ήταν αρμόδιος για την άψογη συνεργασία των υπαλλήλων τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους πελάτες, για τον έλεγχο της παρουσίας τους στον τόπο της εργασίας, για την εμπέδωση της πειθαρχίας και για την επιμόρφωση και την υπηρεσιακή προώθηση αυτών. Επίσης διατύπωνε σχετικές εισηγήσεις προς τα αρμόδια όργανα της επιχείρησης για τις ικανότητες, τα προσόντα, την επάρκεια και την υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων του υποκαταστήματος και προγραμμάτιζε με δική του ευθύνη την παρακολούθηση από αυτούς επιμορφωτικών σεμιναρίων.
Επίσης ως διευθυντής του ιδίου υποκαταστήματος ήταν αρμόδιος για την ασφαλή προώθηση των συνήθων τραπεζικών εργασιών αυτού, που έπρεπε να επιτευχθεί με την προσέλκυση νέων και ενδεδειγμένων πελατών. Γενικά του επετράπη να αναπτύσσει πρωτοβουλία τόσον ως προς την εποπτεία και τον έλεγχο του προσωπικού, όσον και ως προς την ανάπτυξη του κύκλου των τραπεζικών εργασιών του ιδίου υποκαταστήματος. Με την ανάπτυξη των ως άνω πρωτοβουλιών ο εργαζόμενος μπορούσε να επηρεάσει άμεσα και αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη του υποκαταστήματος, ως άμεσος προϊστάμενος αυτού. Κρίθηκε ότι ο εργαζόμενος ήταν διευθύνων υπάλληλος (Α.Π. 81/2000).
-Με την Απόφαση Α.Π. 478/2014 κρίθηκε ότι Μηχανικός του Τ.Ε.Ι. που προσλήφθηκε ως προϊστάμενος παραγωγής και συντήρησης σε βιομηχανία και αποφάσιζε μαζί με τον Διευθυντή για τον τομέα εργασίας του, πλην όμως δεν είχε αρμοδιότητα να προσλαμβάνει και να απολύει προσωπικό, ενώ οι αποδοχές του ήταν, κατά μέσο όρο, 30% υπέρτερες των νομίμων, λαμβάνοντας ταυτόχρονα και οικειοθελή παροχή, που είχε καθιερώσει η εργοδότρια να χορηγεί ως «μπόνους» στους διευθυντές και προϊσταμένους της και ως «πριμ παραγωγικότητας» στο λοιπό προσωπικό της, δεν θεωρείται διευθύνων υπάλληλος, παρότι δεν εργαζόταν επί 8ωρο σταθερώς, ούτε «χτυπούσε κάρτα», πλην όμως ελεγχόταν ως προς την παρουσία ή απουσία του. Οι ως άνω τομείς (παραγωγής και συντήρησης) αποτελούσαν σημαντικά τμήματα της βιομηχανικής επιχείρησης, τόσο για την εξέλιξή της όσο και για τη βιωσιμότητά της. Ο εργαζόμενος είχε και την εποπτεία των εργαζομένων στα παραπάνω τμήματα του τομέα του, στους οποίους έδινε εντολές και οδηγίες. Οι αποδοχές του (από 1-1-2008 έως 23-1-2009 ανέρχονταν στο ποσό των 2.386 ευρώ μηνιαίως), όμως δεν ήταν σε τέτοιο ποσοστό υπέρτερες των νομίμων, ώστε να διακρίνεται από τους άλλους εργαζόμενους, αλλά το ύψος τους δικαιολογείται από τα προσόντα του και την επταετή προϋπηρεσία του, καθώς και από την ιδιαίτερα σημαντική εργασία του σε έναν ιδιαίτερα σημαντικό τομέα της επιχείρησης.
Περαιτέρω, ούτε το στοιχείο της άσκησης των δικαιωμάτων του εργοδότη, έναντι όλου ή μέρους του προσωπικού της εναγομένης με αρμοδιότητες πρόσληψης και απόλυσης αυτού, συνέτρεχε στο πρόσωπό του, ούτε ενεργούσε αυτός έναντι των μισθωτών αντί του εργοδότη, ενώ δεν επωμιζόταν ποινικές ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων που είχαν θεσπιστεί υπέρ των εργαζομένων.
-Κρίθηκε ότι υπάλληλος που έχει προσληφθεί ως προϊστάμενος παραγωγικής διαδικασίας σε εργοστάσιο και που έχει την εποπτεία άλλων υπαλλήλων, έχοντας εξουσία καθοδήγησης και εκφράζοντας παρατηρήσεις στον εργοδότη για αυτούς, χωρίς όμως να μπορεί μόνος του να τους απολύσει ή να τους προσλάβει (οι εισηγήσεις του όμως επί των ζητημάτων αυτών ήταν καίριες), που δεν χτυπάει κάρτα, μη ελεγχόμενος από κάποιο ανώτερο στέλεχος, μη υπαγόμενος σε ωράριο εργασίας, με εξουσία να παραγγέλνει προϊόντα και με δικαίωμα συμμετοχής σε υπηρεσιακά συμβούλια όπου εξέθετε υπεύθυνες γνώμες και υπέβαλε εισηγήσεις για τον τομέα του, χαρακτηρίζεται ως διευθύνων υπάλληλος. (Α.Π. 647/2010)
-Περίπτωση υπαλλήλου απασχολούμενου σε περισσότερες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου, υπό τον ίδιο εργοδότη, ως υπεύθυνος πωλήσεων και επικεφαλής άλλων πωλητών, τους οποίους καθοδηγούσε, καθόριζε ο ίδιος το ωράριο εργασίας του, αλλά όφειλε να ενημερώνει τους προϊσταμένους του για την πορεία των πωλήσεων και τυχόν προβλήματα, αμειβόταν δε, με πάγιο μηνιαίο μισθό και ποσοστό επί των κερδών δεν θεωρείτο διευθύνων υπάλληλος, εφόσον δεν επηρέαζε αποφασιστικώς την εξέλιξη της επιχείρησης, ενώ το ωράριο εργασίας του δεν ξεπερνούσε τις οκτώ ώρες ημερησίως, δεδομένου ότι η εργοδότρια δεν αξίωνε την παραμονή του περισσότερες ώρες. (Α.Π. 985/2011)
Συμπερασματικά, ο προσδιορισμός της έννοιας του διευθύνοντος υπαλλήλου, ανήκει στην κρίση του δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που αποδίδεται από τον εργοδότη.
(Υπ. Εργασίας εγγρ. 17362/328/ 02 -05-2017)
Μανώλης Αμαργιωτάκης
Οικονομολόγος
Σύμβουλος Εργασιακών Σχέσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου