Από το energypress.gr
Πιο επιτακτική από ποτέ είναι η ανάγκη αξιοποίησης των ελληνικών υδρογονανθράκων, καθώς η χώρα μας έχει ανάγκη νέα έσοδα ώστε να αντιμετωπίσει το χρέος και να αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης. Η όλη προσπάθεια κινήθηκε μέχρι σήμερα με ρυθμούς χελώνας, ενώ το διεθνές περιβάλλον παραμένει δύσκολο εξαιτίας των παγιωμένων χαμηλών τιμών που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις του κλάδου.
Στη δύσκολη αυτή εξίσωση έρχεται πλέον να προστεθεί και ένας νέος μακροπρόθεσμος παράγοντας, καθώς όλα δείχνουν ότι η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο θα σημειώσει μόνιμη κάμψη με ορίζοντα το 2050, ημερομηνία κατά την οποία υποτίθεται ότι η ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία θα πρέπει να είναι πολύ πιο «πράσινη» από ότι σήμερα.
Μέχρι στιγμής, έχουν..
προετοιμαστεί αρκετές διαφορετικές αναλύσεις για το πώς θα εξελιχθεί η ζήτηση για πετρέλαιο στις επόμενες δεκαετίες. Το μόνο βέβαιο, όμως, είναι ότι η πτωτική ζήτηση δεν μπορεί παρά να ασκήσει αρνητική πίεση στις τιμές του αργού, αλλά και να οδηγήσει σε περιορισμένα κίνητρα για νέες επενδύσεις στην παραγωγή του. Λογικά, αυτή θα είναι μια σταθερά στους υπολογισμούς της παγκόσμιας αγοράς καθώς θα κινούμαστε ολοένα και πιο κοντά στο 2050.
Άλλωστε, η BP στην ετήσια έκθεσή της, υπογραμμίζει ότι τα διαθέσιμα αποθέματα και οι νέες ανακαλύψεις είναι πολύ υψηλότερα από την αναμενόμενη ζήτηση ως το 2050. «Με ορίζοντα το 2050, με βάση τα περισσότερα σενάρια, το σύνολο της ζήτησης για πετρέλαιο από σήμερα μέχρι τότε αντιστοιχεί σε λιγότερο από τα μισά σημερινά απολήψιμα αποθέματα πετρελαίου διεθνώς», σχολίασε.
Βεβαίως, είναι δύσκολο να πει κανείς ότι το πετρέλαιο έχει ημερομηνία λήξης σαν είδος, καθώς ακόμα και μετά το 2050 υπάρχει μια σειρά από δραστηριότητες για τις οποίες θα είναι απαραίτητο. Ακόμα και στις οδικές μεταφορές, το πετρέλαιο αναμένεται να συνεχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς οργανισμοί όπως ο ΙΕΑ δεν πιστεύουν ότι οι εναλλακτικές τεχνολογίες (ηλεκτροκίνηση κτλ) θα μπορέσουν να το εκτοπίσουν σε μεγάλο βαθμό. Πάντως, η πίτα στο σύνολό της θα είναι μικρότερη από ότι σήμερα και αυτό είναι που έχει σημασία.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με καθοδικές πιέσεις στις τιμές, η λογική λέει ότι δεν πρόκειται να αναπτυχθούν όλα τα νέα παραγωγικά έργα ανά τον πλανήτη, αλλά μόνο τα πιο ανταγωνιστικά και βιώσιμα από οικονομικής πλευράς για τις πετρελαϊκές που τα αναλαμβάνουν. Όπως είναι φυσικό, τα λιγότερο ανταγωνιστικά σχέδια ή αυτά που αντιμετωπίζουν διαφορετικής φύσης εμπόδια (πολιτικού χαρακτήρα, δύσκολες εξαγωγές, ρυθμιστικές αγκυλώσεις κτλ.) θα υλοποιούνται δύσκολα.
Κάπου εδώ βλέπουμε το πώς αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να επηρεάσει τους ελληνικούς και κυπριακούς σχεδιασμούς στην έρευνα, παραγωγή και εξαγωγή υδρογονανθράκων. Η Ελλάδα έχασε ήδη αρκετές δεκαετίες κατά τις οποίες πραγματοποίησε μονάχα οριακή πρόοδο. Αρκεί να σκεφτούμε ότι το 2050 απέχει από σήμερα 33 χρόνια και να αναλογιστούμε τι (δεν) έκανε η χώρα μας τα τελευταία 33 χρόνια, δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Αν κινηθούμε με τους ίδιους ρυθμούς, τότε τα όποια αποθέματα πετρελαίου υπάρχουν στο Αιγαίο, το Ιόνιο και την Κρήτη μάλλον θα παραμείνουν ανεκμετάλλευτα στο υπέδαφος. Καθώς οι πετρελαϊκές συνάπτουν συμβόλαια παραγωγής με βάθος αρκετών δεκαετιών, οι παράγοντες που περιγράψαμε παραπάνω θα αρχίσουν σιγά-σιγά να επηρεάζουν τους υπολογισμούς τους με ότι συνεπάγεται αυτό για τις επενδυτικές τους αποφάσεις.
Η περίπτωση της Κύπρου είναι διαφορετική. Οι ανακαλύψεις υπάρχουν και αφορούν το φυσικό αέριο, όμως είναι δύσκολος ο δρόμος για την εξαγωγή του. Οι σημερινές τιμές στην αγορά δείχνουν ότι η εξαγωγή στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική προς το ρωσικό αέριο, λόγω του πρόσθετου κόστους που επιβάλει η μεταφορά, είτε μέσω αγωγού, είτε μέσω LNG. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν πρόκειται να απασχολήσει την Ελλάδα αν ανακαλυφθεί φυσικό αέριο στα πλαίσια μιας σοβαρής προσπάθειας στο εξής, καθώς η χώρα βρίσκεται πιο κοντά στις ευρωπαϊκές και βαλκανικές αγορές, ενώ διαθέτει έτοιμο δίκτυο αγωγών.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η χώρα μας θα πρέπει να βιαστεί διότι το «τρένο» των υδρογονανθράκων δεν θα περιμένει διαρκώς το πότε θα αποφασίσουμε να επιβιβαστούμε. Το παράδειγμα του Πρίνου είναι βεβαίως πολύ θετικό, αλλά δεν επαρκεί αν ο στόχος είναι μια αισθητή συμβολή του κλάδου στην εθνική οικονομία. Οι προγραμματισμένες έρευνες στο Ιόνιο και τη Δυτική Ελλάδα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά στο εξής θα χρειαστεί μια πολύ πιο συστηματοποιημένη και κυρίως γρήγορη πορεία εκ μέρους του κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου