Μπορεί ένας μεγάλος αριθμός έγκυρων αναλυτών και γνωστών δημοσιογράφων να θεωρεί ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα οε ό,τι αφορά τον διαμετακομιστικό ρόλο της στη μεταφορά, μέσω αγωγών, φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, σε σημείο που να πιστεύουν ότι μπορεί μελλοντικά να αναδειχθεί ακόμη και σε σημαντικό περιφερειακό ενεργειακό κόμβο (ασχέτως εάν μέχρι τώρα. δηλαδή δέκα χρόνια μετά που ξεκίνησε όλη αυτή η συζήτηση, δεν έχει κατασκευασθεί ούτε ένα χιλιόμετρο νέων αγωγών), όμως σήμερα το μόνο απτό ενεργειακό πλεονέκτημα που διαθέτει η χώρα ως προς το γεωπολιτικό της εκτόπισμα στην Ανατολική Μεσόγειο είναι το απαράμιλλο δίκτυο της σε διυλιστικές μονάδες.
Ένα δίκτυο που άρχισε να δημιουργείται στις...
αρχές της δεκαετίας του 1960 και σήμερα αριθμεί πέντε διυλιστικά συγκροτήματα, εάν λάβουμε υπ΄ όψην μας και τη μονάδα της ΟΚΤΑ, ιδιοκτησίας ΕΛΠΕ, στα Σκόπια. Με τις μονάδες της Θεσσαλονίκης, του Ασπροπύργου και της Ελευσίνας να ανήκουν στα ΕΛΠΕ και αυτή των Αγίων Θεοδώρων στη Motor Oil.
Μεταξύ τους αυτά τα πέντε διυλιστήρια διαθέτουν μία διυλιστική ικανότητα που φθάνει τα 520.000 βαρέλια την ημέρα και ξεπερνά κατά πολύ τις διυλιστικές ανάγκες της χώρας, που έφθαναν τα 287.000 βαρέλια την ημέρα μέσο όρο για το 2013, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της BP.
Γι’ αυτό δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα τελευταία πέντε χρόνια, καθώς μειώνεται σταθερά η κατανάλωση στην Ελλάδα, που είχε κορυφωθεί στα 435.000 βαρέλια την ημέρα το 2007, τα ελληνικά διυλιστήρια αύξαναν τις εξαγωγές τους σε σημείο που το 2014 σχεδόν το 50% της παραγωγής τους εξήχθη σης γειτονικές και όχι μόνο χώρες. Εξάλλου, η εξαγωγική δυνατότητα των ελληνικών διυλιστικών συγκροτημάτων έχει ενισχυθεί σημαντικά ως αποτέλεσμα των σοβαρών επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν κυρίως για εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση των διυλιστηρίων του Ασπρόπυργου, της Ελευσίνας και των Αγίων Θεοδώρων κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, όπου συνολικά επενδύθηκαν σχεδόν 3,0 δισεκατομμύρια ευρώ.
Επενδύσεις σε μονάδες hydro-cracking (υδρογονοπυρόλυσης υψηλής πίεσης), flexicoker (θερμαντικής πυρόλυσης), FCC (συγκρότημα καταλυτικής πυρόλυσης) και μονάδες απόσταξης υπό κενό καθώς και σε συστήματα παραγωγής και διαχείρισης ενέργειας. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω επενδύσεων και από τα δύο διυλιστικά συγκροτήματα της χώρας, η Ελλάδα σήμερα παράγει μία πλήρη γκάμα προϊόντων που περιλαμβάνουν υγραέριο, νάφθα, μαζούτ, κηροζίνη, βενζίνη υψηλών οκτανίων, ντίζελ καθώς και όλα τα βασικά λιπαντικά. Και μάλιστα εάν κρίνουμε από τους τελευταίους δημοσιευμένους ισολογισμούς των δύο συγκροτημάτων η παραγωγή των άνω προϊόντων γίνεται με ιδιαίτερα ανταγωνιστικούς όρους, πράγμα που επιτρέπει υψηλό όγκο εξαγωγών με ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους.
Αλλά γενικότερα η συγκυρία των τελευταίων μηνών με τη σημαντική μείωση του κόστους εισαγωγής αργού έχει ευνοήσει τα διυλιστήρια, παρά το γεγονός ότι έχουν υποστεί ζημία λόγω μείωσης της αξίας των αποθεμάτων τους, τα οποία δηλώνουν ενισχυμένη λειτουργική κερδοφορία. Παράλληλα, έχουν ενισχυθεί εντυπωσιακά τα περιθώρια κέρδους τους (profit margins), που αφορούν τη συνολική λειτουργία των διυλιστηρίων, τα οποία το δ' τρίμηνο του 2014 είχαν διαμορφωθεί στα 3,4 δολ. βαρέλι για FCC και 4,5 δολ. βαρέλι για hydrocracking, ενώ το α' τρίμηνο του 2015 αυτή αναφέροντο ελαφρώς βελτιωμένα. Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές προϊόντων που πραγματοποιούν τα ελληνικά διυλιστήρια θα πρέπει να τονισθεί ότι αυτές ακολουθούν μία καθαρά ανοδική τροχιά τα τελευταία τρία χρόνια, έτσι που το 2014 ξεπέρασαν σε αξία τα 10,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 40% των συνολικών εξαγωγών της χώρας, οι οποίες έφθασαν τα 26,0 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο. Εύκολα συμπεραίνεται ότι ο ρόλος των διυλιστηρίων στη χώρα μας είναι κάτι περισσότερο από κομβικός, αφού όχι μόνο εισφέρουν σημαντικά έσοδα στην οικονομία, μέσω των υψηλών συντελεστών φορολογίας που διέπουν την όλη δραστηριότητά τους, αλλά ταυτόχρονα απασχολούν μεταξύ τους περισσότερους από 6.000 εργαζόμενους σε μόνιμες θέσεις, ενώ προσφέρουν εργασία σε άλλους τόσους μέσω εργολαβιών.
Ακόμη, θα πρέπει να αναφερθεί ο ιδιαίτερα σημαντικός στρατηγικός ρόλος των διυλιστηρίων όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας, αφού τόσο η παραγωγική τους δυναμικότητα όσο και οι εξαγωγικές τους επιδόσεις ξεφεύγουν κατά πολύ από τς δυνατότητες της χώρας.
Με άλλα λόγια, η σημερινή διυλιστική ικανότητα της χώρας συγκρινόμενη με όλες τις άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας η οποία με 75 εκατομμύρια πληθυσμό διαθέτει σχεδόν ισοδύναμη με την Ελλάδα διυλιστική ικανότητα, στα 613.000 βαρέλια ημερησίως είναι σαφώς υψηλότερη και πλέον σύγχρονη.
Αυτό αναμφίβολα αποτελεί ένα πολύ υπαρκτό και μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας σε μία εποχή όπου αυτή πλήττεται πανταχόθεν και την οικονομία της ευάλωτη όσο ποτέ άλλοτε. Το ερώτημα που ασφαλώς προκύπτει μελετώντας την περίπτωση του διυλιστικού κλάδου είναι για το εάν υπάρχουν σήμερα τομείς της ελληνικής οικονομίας με ανάλογο εξαγωγικό δυναμικό που θα μπορέσουν να αναπτυχθούν έστω και υπό το σημερινό δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον. Δηλαδή υπάρχουν πρώτες ύλες ή προϊόντα τα οποία έστω και εισαγόμενα θα μπορούσαν μέσω εξειδικευμένης επεξεργασίας, δηλαδή χάρις στην τοπική προτιθέμενη αξία, να αναδειχθούν σε εξαγώγιμα προϊόντα
Η απάντηση είναι απόλυτα θετική και δεν έχουμε παρά να δούμε τι πράττουν γειτονικές μας χώρες, όπως η Τουρκία και η Ιταλία, οι οποίες εξάγουν επεξεργασμένα προϊόντα μετάλλου, ορυκτών, ξύλου και τροφίμων. Όμως, οι βιομηχανίες και η μεταποίηση γενικότερα δεν φτιάχνονται από τη μια μέρα στην άλλη και εδώ η ιστορία της δημιουργίας της ελληνικής διυλιστικής υποδομής παραμένει λίαν διδακτική. Γι' αυτό και θα πρέπει να μελετάται προσεκτικά ως επιτυχημένο παράδειγμα επιχειρηματικότητας από όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, τους βουλευτές και το λοιπό πολιτικό προσωπικό.
Η πρωτοπορία της χώρας μας στον κλάδο διύλισης είναι αναμφισβήτητα ένα πολύ θετικό γεγονός, γι' αυτό και η δραστηριότητα αυτή όχι μόνο θα πρέπει να προστατευθεί από τις δαγκάνες ενός αδηφάγου κράτους αλλά θα πρέπει να υποστηριχτεί με κάθε τρόπο δηλ. πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά. Συμπερασματικά θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το διυλιστικό πλεονέκτημα της Ελλάδας πρέπει να μας γεμίζει αισιοδοξία και να δείχνει τον δρόμο στους επενδυτές, αλλά και στην κυβέρνηση ως φωτεινό παράδειγμα επιτυχημένου κλάδου, τώρα που το μέγα ζητούμενο είναι οι μεταρρυθμίσεις και οι τομές που πρέπει να γίνουν σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο.
* Του Κ. Ν. Σταμπολή, αντιπρόεδρος και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)
(Ημερησία)
ΠΗΓΗ:energypress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου