Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Φτηνό πετρέλαιο: Ένα γεωπολιτικό όπλο


Την Πέμπτη η τιμή του αμερικανικού ελαφρού αργού πετρελαίου έπεσε κάτω από τα 90 δολάρια ανά βαρέλι για πρώτη φορά τους τελευταίους 17 μήνες, δίνοντας θεαματική συνέχεια σε μια πτωτική πορεία που έχει εγκαινιασθεί από το καλοκαίρι.

Το γιατί τα προθεσμιακά συμβόλαια παράδοσης Νοεμβρίου υποχώρησαν στην αγορά της Νέας Υόρκης κατά 1,2% στα 89,67 δολάρια (προτού ανακάμψουν στη συνέχεια) έχει μια άμεση εξήγηση. Την Τετάρτη η σαουδαραβική Aramco εξέπληξε τους πάντες ανακοινώνοντας περικοπή των τιμών κατά περίπου ένα δολάριο για τους αγοραστές της Ασίας και κατά 40 σεντς για την αγορά των ΗΠΑ. Αντί για μείωση των εξαγωγών, προκειμένου να προστατευθούν οι τιμές σε περιβάλλον μειωμένης ζήτησης, οι Σαουδάραβες αποκαλύπτεται ότι περισσότερο ανησυχούν για την διατήρηση του μεριδίου τους στην αγορά.

Με δεδομένο ότι το Ριάντ ήταν μέχρι τώρα ο μόνος παίκτης με εξαγωγική δυναμικότητα τέτοια ώστε να καθίσταται ρυθμιστής των τιμών διεθνώς, η επόμενη σύνοδος του OPEC στις 27 Νοεμβρίου αναμένεται θυελλώδης, καθώς η ασυνήθιστη επιλογή της Aramco θέτει υπό πίεση άλλους παραγωγούς όπως το Ιράν, το Ιράκ και η Νιγηρία.

Ωστόσο, το παιχνίδι φαίνεται πως έχει φύγει από τα χέρια του καρτέλ. Η Σαουδική Αραβία δεν μπορεί να διατηρεί τον ρυθμιστικό της ρόλο, όταν η παραγωγή υδρογονανθράκων των ΗΠΑ είναι πλέον η μεγαλύτερη στον κόσμο. Στις 24 Νοεμβρίου, μάλιστα, λήγει η προθεσμία για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων της Τεχεράνης με τις μεγάλες δυνάμεις της ομάδας “5+1” ως προς το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Εάν η διαδικασία αυτή ευοδωθεί, ενδεχόμενο που επίσης εξαρτάται από τις ΗΠΑ, το Ιράν θα αποκτήσει το δικαίωμα να προσθέσει στις εξαγωγές του ένα εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως.

Η καθοδική τάση των τιμών του μαύρου χρυσού έρχεται σε προφανή αντίθεση με τα ρίσκα που παραμονεύουν σε κατεξοχήν πετρελαιοπαραγωγές του κόσμου: εξάπλωση του Ισλαμικού Κράτους στην Μέση Ανατολή, σύγκρουση της Ρωσία με τη Δύση για το ουκρανικό ζήτημα, επιδημία του Ebola στη Δυτική Αφρική, πολιτική αστάθεια στη Βενεζουέλα. Το γιατί όλα αυτά δεν έχουν αντίκτυπο, ερμηνεύεται από παράγοντες τόσο οικονομικούς όσο και γεωπολιτικούς.

Ούτως ή άλλως, η αγορά ενέργειας αποτελεί έναν τομέα όπου η ισορροπία προσφοράς και ζήτησης τείνει να μην λειτουργεί: η “κατάρα των υδρογονανθράκων” (δηλ. οι πολιτικές και οικονομικές στρεβλώσεις που δημιουργούνται σε χώρες εξατημένες από τον φυσικό τους πλούτο) έχει ως αποτέλεσμα η υποχώρηση της ζήτησης να οδηγεί σε διατήρηση ή και αύξηση της πρόσφοράς, προκειμένου να καλυφθούν δημοσιονομικά οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες, αντί της αναμενόμενης αναλογικής μείωσής της.

Στο τοπίο δε που διαμορφώθηκε μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, οι θεσμικοί επενδυτές στράφηκαν κατεξοχήν στην αγορά ενέργειας, συντελώντας στην αύξηση των τιμών. Όμως οι πληθωριστικές προσδοκίες δεν επαληθεύτηκαν, ενώ η διευκολυντική νομισματική πολιτική που την προηγούμενη πενταετία πλημμύρισε με ρευστότητα τις αγορές, πλέον αντιστρέφεται, με αποτέλεσμα το δολάριο, στο οποίο αποτιμώνται οι υδρογονάνθρακες, να ανατιμάται.

Την ίδια στιγμή, η διεθνής ζήτηση υποχωρεί λόγω της στασιμότητας της ευρωζώνης και της προσγείωσης των κινεζικών ρυθμών ανάπτυξης σε ποσοστά κοντά στο 7%. Μόνο τον τελευταίο μήνα η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας αναθεώρησε κατά μείον 165.000 βαρέλια ημερησίως τις ετιμήσεις της για τη διεθνή ζήτηση το 2014.

Αντιθέτως, η παραγωγή συνεχίζει να αυξάνεται: λ.χ. στο Ιράκ σημειώνει υψηλό 30ετίας, στη Λιβύη διαμορφώνεται πλέον στα 800.000 βαρέλια ημερησίως τον Αύγουστο έναντι 240.000 τον Ιούνιο, ενώ στη Βενεζουέλα αναμένεται να αυξηθεί φέτος κατά 250.000 βαρέλι ημερησίως (με την ιταλική Eni και την ισπανική Repsol να υπογράφουν συμφωνία για την επένδυση ενός δισ. δολαρίων για την εκμετάλλευση του μεγάλου βενεζολάνικο κοιτάσματος Perla).

Όμως, η πραγματική τομή υπήρξε η εκτίναξη της αμερικανικής παραγωγής (σε αντιστροφή μιας μακράς διαδικασίας υποχώρησης έως τότε), χάρη στην αξιοποίηση των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων μέσω των νέων τεχνολογιών της οριζόντιας εξόρυξης και της υδραυλικής ρηγμάτωσης (fracking). Το αποτέλεσμα ήταν να έχουν υποχωρήσει οι καθαρές εισαγωγές, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2007, κατά 8,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως, όσο δηλ. το άθροισμα των σαουδαραβικών και νιγηριανών εξαγωγών, ενώ οι αμερικανικές εξαγωγές διαμορφώνονται στα 400.000 βαρέλια ημερησίως – με την πρόσφατη πώληση αργού της Αλάσκα από την Conoco Phillips στη Νότιο Κορέα να αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση διείσδυσης σε μια αγορά μέχρι πρόσφατα προνομιακή για τους εξαγωγείς της Μέσης Ανατολής.

Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας εκτιμά ότι τον Αύγουστο οι ΗΠΑ παρήγαγαν περί τα 8,5 εκατ. βαρέλια αργού ημερησίως (έναντι 9,8 εκατ. βαρελιών της Σαουδικής Αραβίας) συν 3 εκατ. βαρέλια υγροποιημένου αερίου (έναντι 10,9 εκατ. βαρελιών από τη Ρωσία). Η προοπτική για το 2015 είναι τα 9,2 εκατ. βαρέλια αργού ημερησίως.

Εκτιμάται ότι η αμερικανική παραγωγή ήταν αυτή που επέτρεψε να μην εκτοξευθούν οι τιμές στο επίπεδο των 150 δολαρίων κατά την “Αραβική Άνοιξη” του 2011 (οπότε λ.χ. η παραγωγή της Λιβύης μειώθηκε κατά 80%).

Είναι αυτή η νεοαποκτηθείσα αυτάρκεια που ενδυναμώνει την αμερικανική γεωπολιτική ισχύ, όπως το διατύπωσε το 2013 ο τότε Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Tom Donilon: “η αύξηση των αμερικανικών ενεργειακών αποθεμάτων λειτουργεί ως μαξιλάρι που μας καθιστά λιγότερο ευάλωτους στη διατάραξη της προσφοράς και στα σοκ των τιμών. Επιπλέον μάς επιτρέπει να υλοποιούμε από θέση ισχύος τις επιδιώξεις μας στον χώρο της διεθνούς ασφάλειας”.

Το Ιράν, υπήρξε το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς η επιβολή κυρώσεων στις πετρελαϊκές εξαγωγές ενός τόσο μεγάλου παραγωγού δεν θα ήταν νοητή υπό διαφορετικές συνθήκες. Στην παρούσα φάση, όμως, τη μεγαλύτερη πρόκληση αντιμετωπίζει η Ρωσία. Υπολογίζεται ότι κάθε μείωση της τιμής του πετρελαίου κατά ένα δολάριο αφαιρεί από το ρωσικό δημόσιο έσοδα ύψους 2,8 δισ. δολαρίων, ενώ σε επίπεδα πέριξ των 80 δολαρίων ανά βαρέλι ο προϋπολογισμός της Ρωσίας καθίσταται άκρως ελλειμματικός. Υπενθυμίζεται ότι παρότι το ρωσικό φυσικό αέριο σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον πολιτικών και δημοσιογράφων, οι εξαγωγές της Ρωσίας είναι πρωτίστως πετρελαϊκές. 

Πρόκειται για μία ζοφερή προοπτική, αν συνδυασθεί με το γεγονός ότι οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Μόσχας στοχεύουν ευθέως στη χρηματοδότηση των ρωσικών ενεργειακών κολοσσών (λ.χ. η Rosneft οφείλει να αναχρηματοδοτήσει εντός του έτους χρέος 29 δισ. δολαρίων και έχει ήδη απευθυνθεί στο κράτος για μια πιστωτική γραμμή τουλάχιστον 40 δισ.), αλλά και στις συμπράξεις με ξένους επενδυτές για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της Αρκτικής και των σχιστολιθικών κοιτασμάτων των Ουραλίων


ΠΗΓΗ.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου