Δύο αντιθετικές μεταξύ τους επιδιώξεις, φαίνεται ότι θα κληθεί να εξισορροπήσει η ελληνική κυβέρνηση, σε σχέση με τον γύρο παραχωρήσεων που προανήγγειλε στο Λονδίνο και θα «βγάλει» το Σεπτέμβριο.
Η μία επιδίωξη είναι εκείνη της Νορβηγικής PGS η οποία προσπαθεί να πουλήσει σε όσο το δυνατόν καλύτερες τιμές τα σεισμικά δεδομένα που έχει συγκεντρώσει και επεξεργαστεί στο Ιόνιο και στην περιοχή Νότια της Κρήτης. Άλλωστε αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης δραστηριότητας: Οι Νορβηγοί προσήλθαν για τις έρευνες χωρίς να πληρωθούν από το ελληνικό κράτος και περιμένουν να αποσβέσουν το κόστος τους και να έχουν και κέρδη, πουλώντας στις ενδιαφερόμενες πετρελαϊκές εταιρείες τα στοιχεία των ερευνών τους. Συνεπώς θέλουν οι τιμές πώλησης των «φακέλων» να είναι αρκετά υψηλές.
Η δεύτερη επιδίωξη είναι εκείνη του ελληνικού δημοσίου που έχει κάθε λόγο να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερες ενδιαφερόμενες εταιρείες για το σύνολο, αν είναι δυνατόν, των πετρελαιοπιθανών περιοχών. Συνεπώς επιθυμεί οι τιμές πώλησης των στοιχείων των σεισμικών ερευνών να είναι χαμηλές και ελκυστικές ώστε να υπάρχει μεγάλη συμμετοχή.
Μέχρι τώρα οι πωλήσεις της PGS δεν έχουν πάει ιδιαίτερα καλά. Το συνολικό πακέτο το έχουν αγοράσει μόνον τα ΕΛΠΕ και η Total. Όμως, από την παρουσίαση που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα στο Λονδίνο και με την επίσημη εξαγγελία του ΥΠΕΚΑ για νέο γύρο παραχωρήσεων με 20 «οικόπεδα», ξεκινάει μια ενδιαφέρουσα φάση, κατά την οποία οι εταιρείες που ενδιαφέρονται να ερευνήσουν σε κάποιες από τις 20 αυτές περιοχές, θα πρέπει να αγοράσουν τα στοιχεία της PGS για τις περιοχές αυτές. Ωστόσο καταγράφονται ήδη κάποιες παρατηρήσεις από στελέχη του κλάδου, σύμφωνα με τις οποίες, τα ποσά που απαιτούνται για να «μπεί» κανείς στη διαδικασία διερεύνησης των δεδομένων (από την οποία διερεύνηση θα κριθεί αν θα συμμετάσχει μια εταιρεία ή μια κοινοπραξία στο διαγωνισμό) είναι πολύ υψηλά, (500 δολάρια το τετραγωνικό χιλιόμετρο, minimum 1500 χιλιόμετρα και ξεχωριστή χρέωση για κάθε εταιρεία – μέλος κοινοπραξίας) γεγονός που αποτρέπει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Και τούτο διότι πρέπει να καταβάλλουν άμεσα κάποια εκατ. δολάρια σε μια πολύ αρχική φάση της διαδικασίας, πριν καν αποφασίσουν αν θα συμμετάσχουν στο διαγωνισμό.
«Αυτό δικαιολογείται μόνον αν στοχεύει κανείς αποκλειστικά στις πολύ μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Όμως δεν είναι βέβαιον ότι θα προσέλθουν τέτοιες εταιρείες, όπως δεν προσήλθαν στα Γιάννενα, τον Πατραϊκό, το Κατάκολο», παρατηρεί, μιλώντας στο energypress, έμπειρος παράγοντας του χώρου και συνεχίζει: «Είναι άλλο το αρχικό ενδιαφέρον που έδειξαν εταιρείες όπως η Total, η ConocoPhillips, η Statoil, η BP, η Shell, η ExxonMobil, η Chevron, η Noble, και άλλο το να έρθουν στο διαγωνισμό». Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η απεύθυνση στους διεθνείς κολοσσούς ενέχει υψηλό ρίσκο και ότι είναι ασφαλέστερη για τη χώρα η δημιουργία ελκυστικών προϋποθέσεων για σοβαρές μεσαίες και μικρές πετρελαϊκές εταιρείες, οι οποίες, στο βαθμό που εντοπίσουν κοιτάσματα στη συνέχεια, είναι βέβαιον ότι θα προσελκύσουν και τις μεγάλες πολυεθνικές. Επικαλείται, δε, το παράδειγμα της Αλβανίας, όπου αρχικά στον διαγωνισμό εμφανίστηκε μικρού μεγέθους εταιρεία, έκανε τις πρώτες έρευνες και αφού εντοπίστηκε κοίτασμα, μπήκε η Shell με τη διαδικασία του Farm in.
Οι λεπτομέρειες των όρων του διαγωνισμού (οι οποίοι δεν είναι ακόμα γνωστοί) αναμένεται να φωτίσουν καλύτερα τους στόχους και τη φιλοσοφία της πολιτείας. Σε`ότι, δε, αφορά τις τιμές πώλησης των στοιχείων των σεισμικών ερευνών, είναι αμφίβολο το κατά πόσον έχει τη δυνατότητα το ελληνικό δημόσιο να καθορίσει την «τιμολογιακή» πολιτική των Νορβηγών, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, έχουν επενδύσει στην ερευνητική διαδικασία και επιδιώκουν βεβαίως να έχουν κατά το δυνατόν καλύτερη τελική απόδοση για την επένδυσή τους.
Όσον αφορά, τέλος, το χρονοδιάγραμμα των επόμενων κινήσεων, τις επόμενες ημέρες θα πρέπει να σταλεί η προκήρυξη του διεθνούς διαγωνισμού στηνεφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Gazette) προκειμένου να έχει δημοσιευτεί μέσα σε δύο μήνες, δηλαδή γύρω στον Σεπτέμβριο. Από την ημέρα δημοσιοποίησης της προκήρυξης στο φύλλο της Κομισιόν θα υπάρχει, σύμφωνα με τον νόμο, μία προθεσμία τουλάχιστον 90 ημερών για τους υποψήφιους επενδυτές, ώστε να καταθέσουν φακέλους με τις προτάσεις τους. Δηλαδή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, η καταληκτική ημερομηνία υποβολής προσφορών θα είναι κοντά στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2014.
ΠΗΓΗ:energypress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου