Εκδόθηκαν στις 17/7 οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-553/12 P και C-554/12 P, και οι δυο με θέμα "Επιτροπή κατά DEI".
Λόγω της έκτασής τους τις δημοσιεύουμε εκτάκτως σήμερα σε δυο διαδοχικές αναρτήσεις.
Και στις δυο υποθέσεις το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανακοίνωσε ότι αποδέχτηκε την αίτηση αναίρεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία ζητούσε την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης "ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑169/08, EU:T:2012:448, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση)", για ακύρωση της απόφασης C(2008) 824 τελικό της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ).
Οι υποθέσεις αναπέμπονται ξανά στο Γενικό Δικαστήριο για εκδίκαση, προκειμένου αυτό να κρίνει τους λόγους που προβλήθηκαν ενώπιόν του και επί των οποίων το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποφάνθηκε.
Η πρώτη απόφαση είναι διαθέσιμη εδώ και τα βασικά της στοιχεία έχουν ως εξής:
Στην υπόθεση C‑553/12 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2012,
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Θ. Χριστοφόρου και την A. Antoniadis, επικουρούμενους από τον Α. Οικονόμου, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
αναιρεσείουσα,
υποστηριζόμενη από τις
Μυτιληναίος AE,
Protergia AE,
Αλουμίνιον AE,
με έδρα το Αμαρούσιον (Ελλάδα), εκπροσωπούμενες από τους Ν. Κορογιαννάκη, Η. Ζαρζούρα, Δ. Διακόπουλο και Ε. Χρυσάφη, δικηγόρους,
όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι
Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Π. Ανέστη, δικηγόρο,
προσφεύγουσα πρωτοδίκως,
Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Μ.-Θ. Μαρίνο, Π. Μυλωνόπουλο και K. Μπόσκοβιτς,
Ενεργειακή Θεσσαλονίκης AE, με έδρα τον Εχέδωρο (Ελλάδα),
Ελληνική Ενέργεια και Ανάπτυξη AE (HE & DSA), με έδρα την Κηφισιά (Ελλάδα),
παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Οκτωβρίου 2013,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2013,
εκδίδει την ακόλουθη ...
Απόφαση
(Παρατίθενται μόνο οι "σκέψεις του Δικαστηρίου", όχι το πλήρες κείμενο με το ιστορικό)
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
39 Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως προς το άρθρο 82ΕΚ, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα.
40 Η ανωτέρω διάταξη απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, εφόσον η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.
41 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, ένα κράτος μέλος παραβιάζει τις απαγορεύσεις που επιβάλλει το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82ΕΚ, όταν λαμβάνει νομοθετικό, κανονιστικό ή διοικητικό μέτρο που δημιουργεί κατάσταση όπου η δημόσια επιχείρηση στην οποία έχουν χορηγηθεί ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα οδηγείται, απλώς και μόνον με την άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της έχουν χορηγηθεί, σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της ή όταν τα δικαιώματα αυτά είναι ικανά να δημιουργήσουν κατάσταση που οδηγεί εκ των πραγμάτων την επιχείρηση αυτή σε τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά (βλ., συναφώς, αποφάσεις Connect Austria, EU:C:2003:297, σκέψη 80, και MOTOE, EU:C:2008:376, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, δεν απαιτείται η καταχρηστική συμπεριφορά να λάβει πράγματι χώρα (αποφάσεις GB‑Inno‑BM, EU:C:1991:474, σκέψεις 23 έως 25· Raso κ.λπ., EU:C:1998:54, σκέψη 31, και MOTOE, EU:C:2008:376, σκέψη 49).
42 Έτσι, στοιχειοθετείται παράβαση των διατάξεων αυτών εάν μέτρο καταλογιστέο σε κράτος μέλος δημιουργεί κίνδυνο καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως (βλ. απόφαση MOTOE, EU:C:2008:376, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
43 Ειδικότερα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού όπως το προβλεπόμενο από τη Συνθήκη ΕΚ μπορεί να επιτευχθεί μόνον εφόσον εξασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων (βλ. αποφάσεις GB-Inno-BM, EU:C:1991:474, σκέψη 25· MOTOE, EU:C:2008:376, σκέψη 51, και Connect Austria, EU:C:2003:297, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
44 Κατά συνέπεια, αν η κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ επιχειρήσεων και, συνεπώς, η νόθευση του ανταγωνισμού αποτελούν συνέπεια κρατικού μέτρου, το μέτρο αυτό αποτελεί παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ (βλ. απόφαση Connect Austria, EU:C:2003:297, σκέψη 84).
45 Το Δικαστήριο είχε, εξάλλου, την ευκαιρία να διευκρινίσει συναφώς ότι μολονότι η δημιουργία από κράτος μέλος, με την παραχώρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων, δεσπόζουσας θέσεως δεν αντιβαίνει καθεαυτή στο άρθρο 82 ΕΚ, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι η Συνθήκη ΕΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη να μη θεσπίζουν ή να μη διατηρούν σε ισχύ μέτρα ικανά να καταστήσουν άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τη διάταξη αυτή (αποφάσεις ΕΡΤ, C‑260/89, EU:C:1991:254, σκέψη 35· Corbeau, C‑320/91, EU:C:1993:198, σκέψη 11, καθώς και Deutsche Post, C‑147/97 και C‑148/97, EU:C:2000:74, σκέψη 39).
46 Από όσα υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 41 έως 45 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, ότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί παράβαση των άρθρων 86, παράγραφος 1, ΕΚ και 82 ΕΚ, ανεξαρτήτως του αν υφίσταται πράγματι καταχρηστική συμπεριφορά. Κρίσιμο είναι μόνον η Επιτροπή να προσδιορίσει μία πιθανή ή πραγματική συνέπεια αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δυνάμενη να προκύψει από το επίμαχο κρατικό μέτρο. Μια τέτοια παράβαση μπορεί, επομένως, να διαπιστωθεί όταν τα επίμαχα κρατικά μέτρα επηρεάζουν τη δομή της αγοράς δημιουργώντας άνισες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, παρέχοντας τη δυνατότητα στη δημόσια επιχείρηση ή στην επιχείρηση στην οποία παραχωρήθηκαν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα, να διατηρήσει, εμποδίζοντας, για παράδειγμα, την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά αυτή, να ενισχύσει ή να επεκτείνει τη δεσπόζουσα θέση της σε άλλη αγορά περιορίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό, για τη διαπίστωση δε αυτή δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι υπήρξε πράγματι καταχρηστική πρακτική.
47 Υπό τις συνθήκες αυτές, έπεται ότι, αντιθέτως προς την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 105 και 118 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, αρκεί να αποδειχθεί ότι αυτή η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνέπεια, δυνητική ή πραγματική, ενδέχεται να προκύψει από το επίμαχο κρατικό μέτρο, χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστεί άλλη κατάχρηση εκτός από αυτήν που απορρέει από την κατάσταση που δημιούργησε το επίμαχο κρατικό μέτρο. Έπεται, επίσης, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή, καθόσον διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα, πρώην μονοπωλιακή επιχείρηση, εξακολουθούσε να διατηρεί δεσπόζουσα θέση στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας χάρη στο πλεονέκτημα που της εξασφάλιζε η προνομιακή πρόσβαση στον λιγνίτη και ότι η κατάσταση αυτή δημιουργούσε ανισότητα ευκαιριών στην εν λόγω αγορά μεταξύ της προσφεύγουσας και των λοιπών επιχειρήσεων, δεν προσδιόρισε ούτε απέδειξε επαρκώς κατά νόμο σε ποια κατάχρηση, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει τη ΔΕΗ το επίμαχο κρατικό μέτρο.
48 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει το Δικαστήριο τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος έχει όλως επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τον πρώτο λόγο.
.................................................................
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
64 Καταρχάς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 39 έως 46 της παρούσας αποφάσεως.
65 Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι φερόμενες ως «προϋποθέσεις εφαρμογής» της θεωρίας περί της επεκτάσεως της δεσπόζουσας θέσεως, που εκτίθενται περιληπτικά στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, και οι οποίες, κατά τη ΔΕΗ, απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου.
66 Συγκεκριμένα, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι πρακτικές μιας επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση, οι οποίες τείνουν να επεκτείνουν την εν λόγω θέση, νοθεύοντας τον ανταγωνισμό, σε παραπλήσια αλλά διακριτή αγορά, συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ (βλ., συναφώς, αποφάσεις Connect Austria, EU:C:2003:297, σκέψεις 81 και 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
67 Ομοίως, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η επέκταση δεσπόζουσας θέσεως, χωρίς τούτο να δικαιολογείται αντικειμενικώς, απαγορεύεται «καθαυτή» από το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, όταν η εν λόγω επέκταση είναι αποτέλεσμα κρατικού μέτρου. Εφόσον ο ανταγωνισμός δεν επιτρέπεται να καταργηθεί κατά τον τρόπο αυτό, δεν επιτρέπεται ούτε να νοθευθεί (βλ., συναφώς, αποφάσεις C‑271/90, C‑281/90 και C‑289/90, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:C:1992:440, σκέψη 36, καθώς και GB-Inno-BM, EU:C:1991:474, σκέψεις 21, 23 και 24).
68 Επομένως, δεν είναι αναγκαίο, όπως αξιώνει η ΔΕΗ, να αποδεικνύει η Επιτροπή, σε όλες τις περιπτώσεις, ότι η οικεία επιχείρηση κατέχει μονοπώλιο ή ότι με το επίμαχο κρατικό μέτρο της παραχωρούνται αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα σε παραπλήσια και διακριτή αγορά, ή ακόμη ότι η ίδια διαθέτει οποιαδήποτε κανονιστική αρμοδιότητα. Λαμβανομένης υπόψη της υπομνησθείσας στις σκέψεις 41 έως 44 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, πρέπει επίσης να απορριφθεί η φερόμενη υποχρέωση της Επιτροπής να αποδεικνύει την επίπτωση της παραβάσεως της διατάξεως των άρθρων 86, παράγραφος 1, ΕΚ και 82 ΕΚ στα συμφέροντα των καταναλωτών, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό μπορεί εξάλλου να αφορά και τις πρακτικές που προκαλούν ζημία διαταράσσοντας καταστάσεις ομαλής λειτουργίας του ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, απόφαση 6/72, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής, EU:C:1973:22, σκέψη 12). Τέλος, το επιχείρημα της ΔΕΗ κατά το οποίο η Επιτροπή θεώρησε τον λιγνίτη ως απολύτως απαραίτητο συντελεστή παραγωγής στηρίζεται σε εσφαλμένη συλλογιστική βάση, δεδομένου ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε απλώς σε μία «οιονεί μονοπωλιακή θέση» της ΔΕΗ στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
69 Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
70 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η ΔΕΗ ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να αναπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να εξεταστούν το πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και οι λοιποί λόγοι που προέβαλε η ΔΕΗ.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:
1) Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΕΗ κατά Επιτροπής (T‑169/08, EU:T:2012:448).
2) Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να κρίνει τους λόγους που προβλήθηκαν ενώπιόν του και επί των οποίων το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποφάνθηκε.
3) Επιφυλάσσεται επί των δικαστικών εξόδων.
Δείτε και την 2η υπόθεση, C-554/12 P.
ΠΗΓΗ:greeklignite.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου