Σάββατο 6 Μαΐου 2023

Το Ενεργειακό Όραμα του Αναστάση Πεπονή

 




Γνώρισα προσωπικά τον Αναστάση Πεπονή και συνεργάστηκα στενά μαζί του την περίοδο 1986-1989, κατά την οποία υπήρξα καταρχάς υπεύθυνος του τομέα Ενεργειακής Πολιτικής και Πολιτικής Περιβάλλοντος του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού (1986-1987) και στη συνέχεια γενικός γραμματέας Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας με υπουργό τον Πεπονή (1988-1989)

Αλλά και μετά τις εκλογές του 1989, όταν επέστρεψα στον ιδιωτικό τομέα ως ενεργειακός..

εμπειρογνώμονας σε διεθνείς οργανισμούς, σε προγράμματα και έργα, κρατήσαμε μία, ιδιαίτερα τιμητική για μένα, στενή και φιλική σχέση, τουλάχιστον για μια ακόμα δεκαετία, στη διάρκεια της οποίας είχαμε πολλές, ουσιαστικές και συναρπαστικές συζητήσεις, κυρίως για εθνικά και διεθνή ενεργειακά θέματα.

Για τον Αναστάση Πεπονή ως άνθρωπο, αγωνιστή και πολιτικό, για το ήθος, το χαρακτήρα και το τεράστιο έργο του στον δημόσιο χώρο, έχουν μιλήσει πολύ πιο αρμόδιοι και θεσμικοί παράγοντες από μένα. Θα ήθελα απλά να προσθέσω και τη δική μου απεριόριστη εκτίμηση στο πρόσωπό του, αφού ο Αναστάσης Πεπονής αποτέλεσε για μένα, και αποτελεί μέχρι σήμερα, πρότυπο στάσης ζωής και δημιουργίας, με το ήθος του, τις γνώσεις του αλλά και τη δίψα του να ενημερώνεται για νέα αντικείμενα, το πολιτικό του αισθητήριο, τις οργανωτικές και διπλωματικές του ικανότητες, τη στοχοπροσήλωσή του και τις αξιοθαύμαστες αντοχές του, σωματικές, πνευματικές και ψυχικές.

Ο ενεργειακός τομέας υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, ένας από τους πιο κομβικούς και κρίσιμους στη μακρά πολιτική διαδρομή και κυβερνητική θητεία του Πεπονή, και είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1981-1996 διατέλεσε τέσσερις φορές υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, μακράν η μεγαλύτερη χρονικά, και επαναλαμβανόμενη ως προς το αντικείμενο, θητεία του σε κυβερνητική θέση. Παρ’ όλα αυτά, η πολύ ουσιαστική και πολύτιμη συνεισφορά του στη διαμόρφωση της ενεργειακής πολιτικής και των ενεργειακών υποδομών της Ελλάδας δεν έχει συζητηθεί ολοκληρωμένα, και σε κάθε περίπτωση «επισκιάζεται» από την τεράστια συμβολή του στην κατοχύρωση της αξιοπιστίας του κράτους και της αμερόληπτης αξιοκρατίας στις προσλήψεις, με τη διαμόρφωση και ψήφιση του Ν. 2190/1994, γνωστού πλέον, επί δεκαετίες τώρα, ως νόμου Πεπονή, καθώς και την ίδρυση του ΑΣΕΠ. Ο ίδιος πάντως θεωρούσε την εισαγωγή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας μας ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του, και έδωσε μεγάλη σημασία τόσο στις αναπτυξιακές, όσο και στις γεωπολιτικές πλευρές του θέματος.

Το παρόν κείμενο επιχειρεί, βασισμένο στην προσωπική εμπειρία και στην ενεργό συμμετοχή του υπογράφοντος, να συνοψίσει το πολυσχιδές έργο και το όραμα του Αναστάση Πεπονή στον ενεργειακό τομέα της χώρας μας, να φωτίσει τα πολυπληθή επιτεύγματά του και να αναδείξει τη σημαντική τους επίδραση στη μετέπειτα εξέλιξη του κρισιμότατου αυτού, για την ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη, το περιβάλλον και την απασχόληση στη χώρα μας, τομέα.


Βασικές συνιστώσες

Κεντρικό άξονα της πολιτικής σκέψης και της στρατηγικής του Αναστάση Πεπονή στο χώρο της ενέργειας αποτέλεσε ο κρίσιμος γεωπολιτικός της ρόλος και η ανάγκη για μεγιστοποίηση των ωφελειών της, πρωτίστως στο ζήτημα της ασφάλειας εφοδιασμού και γενικότερα της εθνικής ασφάλειας της χώρας, τόσο μέσω της έρευνας, ανάπτυξης και εκμετάλλευσης των εγχώριων ενεργειακών πηγών της, όσο και της ευρύτερης δυνατής διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού της από το εξωτερικό.

Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να καταγραφούν και να αποτιμηθούν οι εντατικές του προσπάθειες και οι πρωτοβουλίες που πήρε, ήδη από την πρώτη κυβερνητική του θητεία ως υπουργός Βιομηχανίας και Ενέργειας (1981-1982), πρώτα απ’ όλα στο θέμα της αναθεώρησης της Σύμβασης του 1975 με την Κοινοπραξία εταιρειών Καναδά, ΗΠΑ και Γερμανίας που είχε αναλάβει την έρευνα, τον εντοπισμό και την εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε περιοχή του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Βασική επιδίωξη του Αναστάση Πεπονή ήταν να αποσυνδεθούν, με συγκεκριμένα μέτρα και νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι έρευνες των ξένων εταιρειών για πετρέλαια στο Βόρειο Αιγαίο από ζητήματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, αρχικά με την κατά 25% συμμετοχή της (τότε) Δημόσιας Εταιρείας Πετρελαίων (ΔΕΠ, μετέπειτα ΔΕΠ- Εκμετάλλευση Υδρογονανθράκων, ΔΕΠ-ΕΚΥ) στην Κοινοπραξία, στη συνέχεια δε με την απόκτηση από τη ΔΕΠ-ΕΚΥ καθοριστικού πλειοψηφικού μεριδίου στην Κοινοπραξία, συνεπώς  και στη λήψη των αποφάσεών της για κάθε μελλοντική έρευνα ή γεώτρηση στην περιοχή του Βόρειου Αιγαίου. Τη μακρά, επίμονη και γεμάτη εμπόδια και ανατροπές προσπάθειά του αυτή, η οποία τελικά στέφθηκε με πλήρη επιτυχία, με την ψήφιση του Ν. 1701/1987 τον Μάιο του 1987 και, στη συνέχεια, με την υπογραφή  της αναθεωρημένης Σύμβασης με την Κοινοπραξία τον Δεκέμβριο του 1987, περιγράφει με συγκροτημένο και απόλυτα τεκμηριωμένο τρόπο, ο ίδιος ο Αναστάσης Πεπονής στο βιβλίο του Για το ζήτημα του Αιγαίου (2008).

Προς την ίδια κατεύθυνση της επαύξησης της ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, σε στενή πάντα συνάφεια με την εθνική ασφάλεια, λειτούργησε και η πρωτοβουλία του, το 1982, για την εξαγορά της αμερικανικής ESSO από το Ελληνικό Δημόσιο. Μετά την απόφαση της EXΧON να εγκαταλείψει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες στην Ελλάδα, με εισήγηση του Αναστάση Πεπονή εκδηλώνεται ενδιαφέρον από την πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου για την αγορά του πακέτου των μετοχών της ESSO και ξεκινούν οι σχετικές διαπραγματεύσεις υπό την εποπτεία του. Η συνέχεια είναι γνωστή: τον Μάρτιο του 1984 η ΕΚΟ ΕΛΕΠΕΧ (εταιρεία Holding) αγοράζει σε χαμηλή τιμή, για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, τις μετοχές του Ομίλου Εταιρειών της ESSO PAPPAS και, κατ' αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζει την ομαλή συνέχιση όλων των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Η ESSO μετονομάζεται σε ΕΚΟ, υπάγεται στη ΔΕΠ και λειτουργεί πλέον ως επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Αλλά και μέσα σε ένα περιβάλλον «διαρρύθμισης» (δηλαδή κατάργησης) του κρατικού μονοπωλίου πετρελαιοειδών, που επέτασσε η Συμφωνία Ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, ο Αναστάσης Πεπονής κινήθηκε με μεθοδικότητα και νομική μαεστρία προς την κατεύθυνση του σταδιακού, χωρίς αναταράξεις και βίαιες αναπροσαρμογές, ανοίγματος της εγχώριας πετρελαϊκής αγοράς, συνθήκη που ήταν απαραίτητη για να διασφαλιστούν η βιωσιμότητα και οι προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης των ελληνικών διυλιστηρίων. Αυτό επετεύχθη κυρίως μέσα από ένα πλέγμα νομοθετικών ρυθμίσεων, που αν και δεν υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλείς με τις κοινοτικές αρχές και τις ξένες εταιρείες, δεν δημιούργησαν δισεπίλυτα νομικά ή άλλα προβλήματα για τη χώρα μας. Πιο συγκεκριμένα, ο Ν. 1769/1988, και ειδικότερα το Κεφάλαιο Β’ αυτού  «Ρύθμιση ζητημάτων υδρογονανθράκων», με τις διατάξεις του για τα αποθέματα ασφαλείας που ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν στη χώρα μας οι εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών που δραστηριοποιούνταν στην εσωτερική αγορά, λειτούργησε για πολλά χρόνια ως βασικός μοχλός ενός ομαλού ανοίγματος της αγοράς αυτής, πράγμα που επέτρεψε στα ελληνικά διυλιστήρια να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν περαιτέρω, μέσα σε ένα συνεχώς εντεινόμενο, σε δυσκολία, περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού.


Το έργο του φυσικού αερίου

Η εισαγωγή του φυσικού αερίου στο εθνικό ενεργειακό μας ισοζύγιο υπήρξε πρωτίστως έργο του Αναστάση Πεπονή. Όχι γιατί και πριν από τον Νοέμβριο του 1986, που ανέλαβε για δεύτερη φορά υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, δεν είχαν υπάρξει προπαρασκευαστικές διαπραγματεύσεις με τους υποψήφιους προμηθευτές (Σοβιετική Ένωση, Αλγερία), καθώς και εμπεριστατωμένες αναλύσεις και μελέτες σκοπιμότητας / βιωσιμότητας για το έργο αυτό (από την τότε ΔΕΠ, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και το Οικονομικό Γραφείο του Πρωθυπουργού, με  συντονιστή τον υπογράφοντα). Αλλά γιατί, όταν ανέλαβε ο Αναστάσης Πεπονής, παρέλαβε ένα έργο τελματωμένο και μια διαπραγματευτική ομάδα απογοητευμένη, αφού μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1986, είχε απορριφθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο η πλήρως τεκμηριωμένη εισήγησή της για την εισαγωγή του φυσικού αερίου στη χώρα μας. Κι αυτό ως αποτέλεσμα της αρνητικής στάσης ορισμένων πρωτοκλασάτων υπουργών που, ειρήσθω εν παρόδω, μετά τα θεαματικά επιτεύγματα του Αναστάση Πεπονή στο θέμα αυτό, σε ενάμιση μόλις χρόνο (1987 - μέσα 1988), μετατράπηκαν σε διαπρύσιους υποστηρικτές του έργου του φυσικού αερίου.

Πράγματι, υπό την στιβαρή εποπτεία, την πολιτική καθοδήγηση, την προσωπική παρότρυνση και την ενεργό συμμετοχή του Αναστάση Πεπονή, η ολιγομελής διαπραγματευτική ομάδα (ΔΕΠ - ΥΠΕΘΟ - Οικονομικό Γραφείο Πρωθυπουργού) κατάφερε, ώς το καλοκαίρι του 1988, να φέρει σε αίσιο πέρας τις διακρατικές και εμπορικές διαπραγματεύσεις με τα αρμόδια υπουργεία και τους κρατικούς οργανισμούς αερίου της Σοβιετικής Ένωσης και της Αλγερίας, αντίστοιχα (Sojuzgazexport και Sonatrach). Έτσι, στις 7/10/1987, υπεγράφη η Διακρατική Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης για τον εφοδιασμό της χώρας μας με φυσικό αέριο αγωγού. Τον Φεβρουάριο του 1988 υπεγράφη και η αντίστοιχη Διακρατική Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αλγερίας, για τον εφοδιασμό της χώρας μας με Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG) μέσω πλοίων. Τις διακρατικές αυτές συμφωνίες συμπλήρωσαν και εξειδίκευσαν οι αντίστοιχες εμπορικές συμφωνίες της ΔΕΠ με τη Sojuzgazexport (σήμερα Gazprom-Export) και τη Sonatrach, που υπογράφηκαν στις 26/7/1988 και στις 4/2/1988, αντιστοίχως. Συμφωνίες που βασίζονταν σε όρους και τιμολογιακές ρυθμίσεις από τις πλέον ανταγωνιστικές που υπήρχαν τότε σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τον στρατηγικό σχεδιασμό του        Αναστάση Πεπονή και των συνεργατών του, το LNG, παρά το αισθητά υψηλότερο κόστος του σε σχέση με το αέριο αγωγού (κατά 15-20%, την εποχή εκείνη), αλλά και παρά την ανάγκη που δημιουργούσε για κατασκευή και λειτουργία ειδικών εγκαταστάσεων μεταφοράς - κρυογονικής αποθήκευσης - επανεξαερίωσης, για να καταστεί δυνατή η χρήση του, αποτελούσε μια συμπληρωματική μεν, απαραίτητη δε, εναλλακτική πηγή τροφοδοσίας του ελληνικού ενεργειακού συστήματος. Κι αυτό γιατί όχι μόνο αύξανε τη γεωπολιτική ασφάλεια εφοδιασμού και απέτρεπε πιθανές μελλοντικές μονοπωλιακές καταστάσεις στην προμήθεια του αερίου, αλλά και γιατί πρόσφερε αυξημένη ευελιξία, μέσω της δυνατότητας σχετικά ταχείας επέκτασης των εγκαταστάσεών του (δεξαμενές Ρεβυθούσας) ή χρήσης πλωτών σταθμών LNG (των λεγόμενων σήμερα FSRU), σε περίπτωση που στο μέλλον άλλαζαν σημαντικά οι τιμολογιακοί συσχετισμοί μεταξύ LNG και αερίου αγωγού ή δημιουργούνταν σημαντικά προβλήματα στην προμήθεια του ρωσικού αερίου. Οι δραματικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών, με τη βαθιά κρίση ενεργειακού εφοδιασμού από τη Ρωσία λόγω του Ρώσο-Ουκρανικού πολέμου, καταδεικνύει πόσο εύστοχη και μακράς πνοής ήταν η στρατηγική εκείνη επιλογή του Αναστάση Πεπονή.

Τον Σεπτέμβριο του 1988 ιδρύθηκε η Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ), ως θυγατρική εταιρεία της ΔΕΠ, η οποία τον Δεκέμβριο του 1988 υπέγραψε την πρώτη σημαντική συμφωνία κατασκευής του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου, μήκους 512 χλμ., από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα μέχρι την Αττική.

Από κει και πέρα, η σχεδόν 25ετής πορεία ανάπτυξης και συνεχούς επέκτασης του έργου του φυσικού αερίου σε όλη την Ελλάδα είναι λίγο-πολύ γνωστή, και δεν θα ήθελα να κουράσω τον αναγνώστη με τις λεπτομέρειές της. Όμως, ως στενός την περίοδο εκείνη συνεργάτης του Αναστάση Πεπονή και ουσιαστικός συντελεστής στην κοινή μας προσπάθεια για ωρίμανση και εντέλει εκκίνηση της υλοποίησης του έργου, πρέπει να τονίσω με έμφαση ότι το τεράστιο εκείνο επίτευγμά του δεν ήταν καρπός μόνο της μεθοδικότητας, της πολιτικής και διαπραγματευτικής του δεινότητας και της αποφασιστικότητας με την οποία προσέγγισε το έργο. Ήταν, πάνω απ' όλα, η ισχυρή του θέληση για υλοποίηση του συγκροτημένου οράματός του και της στρατηγικής του σύλληψης για την εισαγωγή στη χώρα μας μιας νέας πηγής ενέργειας, που θα μπορούσε να βοηθήσει καθοριστικά σε πολλά, κρίσιμα για την Ελλάδα, πεδία: στη διαφοροποίηση και ενίσχυση της γεωπολιτικής ασφάλειας του ενεργειακού της εφοδιασμού, στη στήριξη των υφιστάμενων και στην ανάπτυξη νέων βιομηχανικών και κατασκευαστικών δραστηριοτήτων στη χώρα, συνεπώς και στη σημαντική αύξηση της απασχόλησης με υψηλή προστιθέμενη αξία, στην περιβαλλοντική απορρύπανση και αναβάθμιση ιδίως των βεβαρημένων αστικών κέντρων, στην αύξηση της ενεργειακής απόδοσης ολόκληρης της οικονομίας μας και στον αντίστοιχο περιορισμό της σπατάλης φυσικών και οικονομικών πόρων, που προκαλούσε ένα ανορθολογικά δομημένο εθνικό ενεργειακό σύστημα. 

Και κάτι ακόμα. Μέσω της γόνιμης αλληλεπίδρασης που είχε με τη διαπραγματευτική ομάδα, ο Αναστάσης Πεπονής συνειδητοποίησε νωρίς και ενσωμάτωσε ολοκληρωμένα στον μακροχρόνιο σχεδιασμό του έργου το ότι η μαζική χρήση του εισαγόμενου φυσικού αερίου σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής (τότε της κρατικής ΔΕΗ) δεν ήταν παρά ένα πρώτο αναγκαστικό βήμα για την ταχύρρυθμη διείσδυσή του στο εθνικό ενεργειακό ισοζύγιο και την ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ο τελικός στόχος της ένταξης του αερίου στην ενεργειακή οικονομία της χώρας μας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέραμε στις μεταξύ μας μακρές συζητήσεις για το θέμα αυτό, όταν χρησιμοποιείς το αέριο στην ηλεκτροπαραγωγή είναι «σαν να ταΐζεις ελέφαντα με φιλέ μινιόν». Κι αυτό, γιατί τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα από την εισαγωγή και τη χρήση του φυσικού αερίου, αλλά και το πλήθος των πολλαπλασιαστικών του ωφελειών, προκύπτουν πρωτίστως από την απευθείας εφαρμογή του σε άμεσες θερμικές χρήσεις, στη βιοτεχνία/βιομηχανία, στον εμπορικό τομέα και στην οικιακή κατανάλωση, εκεί δηλαδή όπου η ενεργειακή και η οικονομική του αποδοτικότητα είναι σημαντικά αυξημένη, αλλά και η εγχώρια προστιθέμενη αξία του συναφούς εξοπλισμού και των αναγκαίων κατασκευών είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερη.

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η απλή αυτή αλλά απολύτως τεκμηριωμένη παγκοσμίως αρχή, «ξεθώριασε», λόγω της αργής και δύσκολης, με πλήθος προβλημάτων και καθυστερήσεων, διείσδυσης του αερίου στον αστικό ιστό της χώρας (βιοτεχνίες, μικρές και μεσαίες βιομηχανίες, εμπορικά καταστήματα, οικιακός τομέας), πράγμα που οδήγησε σταδιακά σε έναν μόνιμο υδροκεφαλισμό της χρήσης του στην ηλεκτροπαραγωγή, ιδιαίτερα τα τελευταία 15 χρόνια. Όμως, η ανορθολογική αυτή εξέλιξη στέρησε, πέραν όλων των άλλων, τη δυνατότητα να προωθηθεί και να υλοποιηθεί συστηματικά, με έγκαιρο χρονικό προγραμματισμό και με την εφαρμογή στην πράξη μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής και  αποτελεσματικών μέτρων στήριξης, η ταχύρρυθμη και αποδοτική ανάπτυξη των εγχώριων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη χώρα μας. Η ανάπτυξη αυτή, σε συνδυασμό και σε συνέργεια με την αντίστοιχη ανάπτυξη μονάδων αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας (υδροηλεκτρικά και αντλησιοταμιευτικά) θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό πυλώνα στήριξης της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής και αντίβαρο στη μαζική χρήση του φυσικού αερίου σε αυτήν. Η αφύπνιση των τελευταίων ετών προς την παραπάνω κατεύθυνση που ο Αναστάσης Πεπονής είχε ήδη σχεδιάσει από τη δεκαετία του 1980, ήρθε πολύ καθυστερημένα για να έχει οποιοδήποτε ουσιαστικό αποτέλεσμα στην τρέχουσα οξύτατη ενεργειακή κρίση, την οποία βιώνει, με τον πιο τραυματικό και δυσβάσταχτο οικονομικά  τρόπο, όλη η Ευρώπη, αλλά ιδιαίτερα η χώρα μας.


Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

Τα χρόνια της στενής θεσμικής συνεργασίας με τον υπουργό (1986-1989), ο υπογράφων, ένθερμος θιασώτης και πρόμαχος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) για τέσσερις και πλέον δεκαετίες (και μάλιστα, τότε, σε δύσκολες εποχές επικυριαρχίας των ρυπογόνων συμβατικών καυσίμων και της πυρηνικής ενέργειας, όπου οι ΑΠΕ δεν είχαν ακόμα γίνει «μόδα», ή αποτελέσει, όπως σήμερα, αδήριτη πλανητική ανάγκη), είχα την πολύτιμη ευκαιρία να συζητήσω και να τεκμηριώσω διεξοδικά στον Αναστάση Πεπονή το κρίσιμο ζήτημα των ΑΠΕ, σε όλες του τις πτυχές και με όλες του τις δυνατότητες.  Ο υπουργός κατανόησε, με την ευστροφία και την πολιτική διαύγεια που τον χαρακτήριζε, τον μεγάλο αναπτυξιακό δυναμισμό και την τεράστια εγχώρια προστιθέμενη αξία που θα μπορούσαν να προσφέρουν στην εθνική μας οικονομία και απασχόληση όλες οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, με τις οποίες είναι πλουσιοπάροχα προικισμένη η χώρα μας: ήλιος, άνεμος, νερό, γεωθερμία, βιομάζα. Και, ως συνήθως, κινήθηκε με συγκροτημένη στρατηγική και πλάνο, αλλά και με τη γνωστή του αποφασιστικότητα, προς την κατεύθυνση αυτή.

Με δική του εισήγηση ιδρύθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1987, με το Προεδρικό Διάταγμα 375/87, το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (KAΠE), με κύριο σκοπό του την προώθηση των εφαρμογών AΠE σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, καθώς και την κάθε είδους υποστήριξη δραστηριοτήτων (τεχνολογικών, ερευνητικών, συμβουλευτικών, επενδυτικών) στον τομέα αυτό, με γνώμονα τη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης στην αλυσίδα παραγωγή / μεταφορά / χρήση της ενέργειας. Με τους Νόμους 2244/94 και 2702/99, το KAΠE  ορίστηκε, στη συνέχεια,  ως το Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο στους τομείς δραστηριότητάς του. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το ΚΑΠΕ αναδείχθηκε, μέσα από την υψηλή κατάρτιση και την πλούσια επιστημονική δραστηριότητα των στελεχών του, όχι μόνο κομβικός εθνικός φορέας για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (AΠE), την Ορθολογική Χρήση Ενέργειας (OXE) και την Εξοικονόμηση Ενέργειας (EΞE), αλλά και οργανισμός με διεθνές κύρος και παρουσία.

Αρχές του 1988, ο Αναστάσης Πεπονής συνέστησε Επιτροπή Ενεργειακών Εμπειρογνωμόνων με πρόεδρο τον υπογράφοντα, η οποία ανέλαβε το έργο της εκπόνησης, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μιας ολοκληρωμένης μελέτης και πρότασης εθνικής πολιτικής για τον τομέα των ΑΠΕ. Η Επιτροπή, έπειτα από περίπου ένα έτος εντατικών εργασιών, παρουσίασε, τον Απρίλιο του 1989, υπό την αιγίδα και την ενεργό υποστήριξη του υπουργού, την τελική της πρόταση («Ανανεώσιμες  Πηγές  Ενέργειας  στην  Ελλάδα - Πρόταση Εθνικής Πολιτικής», έκδοση Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχvoλoγίας, Αθήνα, Απρίλιος 1989). Η πρόταση αυτή διαμορφώθηκε μετά από μια αναλυτική και τεκμηριωμένη μελέτη του τομέα των αvαvεώσιμωv πηγών ενέργειας, του δυναμικού τους ανά τεχνολογία, των αναπτυξιακών τους προοπτικών, των όρων και των προϋποθέσεων για την ταχύρρυθμη και αποδοτική ανάπτυξη του τομέα, των πιθανών εμποδίων και προβλημάτων, καθώς και των αποτελεσματικών λύσεων που θα μπορούσαν να επιλεγούν.

Η Πρόταση Εθνικής Πολιτικής δεν περιορίστηκε απλά στο να δώσει τις βασικές κατευθύνσεις και τις παραμέτρους μιας oλoκληρωμέvης εθνικής πολιτικής στov τομέα των ΑΠΕ, αλλά παρουσίασε και μια αναλυτική στρατηγική για την υλοποίησή της, με συγκεκριμένους στόχους, μέτρα και προγράμματα δράσης, τόσο για καθεμία ανανεώσιμη μορφή ενέργειας χωριστά, όσο και για το ενιαίο ενεργειακό σύvoλo. Βασικός ποσοτικός στόχος της πρότασης ήταν η αύξηση της συνεισφοράς των ΑΠΕ στην πρωτογενή κατανάλωση ενέργειας της χώρας από 3,5% το 1986 (3% βιομάζα + 0,5% ηλιακή ενέργεια για θέρμανση νερού, με αμελητέα συνεισφορά της αιολικής και φωτοβολταϊκής ενέργειας), σε 10% το 2000 και σε 32% το 2010 (αποτελούμενο από 19% βιομάζα + 2% ηλιακή ενέργεια + 5% αιολική ενέργεια + 2% γεωθερμία + 4% μικρά υδροηλεκτρικά).

Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέραν όλων των άλλων μέτρων και δράσεων που πρότεινε η Επιτροπή Πεπονή, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε, με προτάσεις, όργανα και διαδικασίες, στην ενεργοποίηση και αποδοτική απορρόφηση των διαθέσιμων για τις ΑΠΕ κοινοτικών κονδυλίων, μέσω των (τότε) Προγραμμάτων ΕΤΠΑ/VALOREN, τα οποία παρουσίαζαν μικρή απορροφητικότητα. Η πρόταση εστίασε και στην προώθηση νέων για την εποχή εκείνη, εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης επενδύσεων ΑΠΕ, όπως ήταν η χρηματοδότηση από τρίτους (third party financing) και τα «συνολικά δάνεια» (global loans) που έδινε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σε συνεργασία με το λεγόμενο Νέο Κοινοτικό Όργανο (New Community Instrument).  

Τριάντα και πλέον χρόνια από την κατάθεση της πρότασης εκείνης, που έθεσε σε κίνηση, επόπτευσε και υιοθέτησε ο Αναστάσης Πεπονής, και παρά τη θεαματική ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα μας, ιδιαίτερα τα τελευταία 15-20 χρόνια, δεν είναι ιδιαίτερα παρήγορο το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων που εμποδίζουν την ταχύρρυθμη και αποδοτική ένταξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο εθνικό ενεργειακό μας ισοζύγιο, αλλά και τη μεγιστοποίηση της τεράστιας εγχώριας προστιθέμενης αξίας τους, παραμένει ακριβώς το ίδιο με αυτό που κατέγραψε η πρόταση του 1989. Όπως ίδιες παραμένουν, σε μεγάλο βαθμό, και οι βέλτιστες λύσεις στρατηγικής και μέτρων που πρότειναν τότε ο υπουργός και η Επιτροπή του.


Κοινοτικά ενεργειακά θέματα

Ως υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχvoλoγίας, πέραν όλων των άλλων πολυσχιδών δραστηριοτήτων του, ο Αναστάσης Πεπονής ασχολήθηκε ενεργά και πολύ δημιουργικά με τα θέματα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στov ενεργειακό τομέα. Ήταν, θεσμικά, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας σε πολυάριθμα επίσημα Συμβούλια των Υπουργών Ενέργειας της ΕΟΚ την περίοδο 1986-1989, καθώς και πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας στη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας (Β' εξάμηvo 1988), κατά την οποία ο υπογράφων είχε αναλάβει, θεσμικά, το ρόλο του επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας.

Πρέπει να τονιστεί ότι η θητεία του Αναστάση Πεπονή ως υπουργού Ενέργειας (και του υπογράφοντος ως γενικού γραμματέα) συνέπεσε με μια χρονική περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για τη διαμόρφωση τόσο των εθνικών, όσο και των ευρωπαϊκών πολιτικών στο χώρο της ενέργειας, στην οποία περίοδο «ξετυλιγόταν» και προχωρούσε, με αργά και δύσκολα, ενίοτε επώδυνα, βήματα η δημιουργία της ενιαίας αγοράς ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και το αντίστοιχο άνοιγμα των εθνικών ενεργειακών αγορών. Ένα άνοιγμα που, χωρίς την κατάλληλη πολιτική και τον βέλτιστο σχεδιασμό / προγραμματισμό, θα μπορούσε να έχει τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στη βιωσιμότητα και τις αναπτυξιακές προοπτικές των έως τότε κρατικών μονοπωλίων.

Σε εκείνη την κρίσιμη περίοδο, ο Αναστάσης Πεπονής υπήρξε αναμφίβολα ο βασικότερος συντελεστής της διαμόρφωσης, υποστήριξης και προώθησης των ελληνικών θέσεων στov τομέα της ενέργειας σε κoιvoτικό επίπεδο, καθώς και ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός, κοινής αποδοχής και εκτίμησης, πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας του 1988. Υπό τις ιδιότητές του αυτές προώθησε, με ευστροφία, γνώση, διπλωματική δεξιοτεχνία και αποφασιστικότητα, σειρά σημαντικών ελληνικών παρεμβάσεων σε κoιvoτικό επίπεδο, πάνω σε ζητήματα καίριας σημασίας για την ενεργειακή πολιτική της χώρας μας, παρεμβάσεων οι οποίες ενσωματώθηκαν, κατά εθνικά επωφελή τρόπο, στις κοινοτικές πολιτικές. Τέτοια ζητήματα ήταν η ενιαία αγορά ενέργειας, η διαφάνεια των τιμών ενέργειας, οι δημόσιες συμβάσεις στov ενεργειακό τομέα, η αγορά πετρελαίου και η βιομηχανία διύλισης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η oρθoλoγική χρήση του ηλεκτρισμού, η προώθηση νέων και αναβαθμισμένων ενεργειακών τεχvoλoγιώv στην Ευρώπη και η πρόσβαση τρίτων στα δημόσια δίκτυα φυσικού αερίου και  ηλεκτρισμού.


Γεωπολιτικοί προβληματισμοί

Μετά τις εκλογές του 1989 και τη λήξη της θεσμικής μας συνεργασίας στο υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχvoλoγίας, με τον Αναστάση Πεπονή συνεχίσαμε να βρισκόμαστε συχνά σε επαφή και να συζητάμε διεξοδικά διάφορα, ενεργειακά κυρίως, θέματα, όπως αυτά που εξελίσσονταν διαρκώς και επηρέαζαν το εθνικό και διεθνές πλαίσιο. Κεντρικός άξονας της σκέψης του στα θέματα αυτά ήταν, όπως πάντα, η γεωπολιτική διάσταση της ενέργειας και οι τρόποι με τους οποίους η διάσταση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ισχυροποίηση της θέσης της χώρας μας και για τη μεγιστοποίηση των ωφελειών της για την εθνική μας οικονομία. Μερικά από τα θέματα αυτά διαλαμβάνονται εν εκτάσει στο συναρπαστικό του βιβλίο Για το ζήτημα του Αιγαίου (2008), όμως ο υπογράφων δεν θεωρεί ότι είναι ο πλέον καταρτισμένος και κατάλληλος να εκφέρει κρίση γι’ αυτά τα κρίσιμης πολιτικής και εθνικής σημασίας θέματα.

Ολοκληρώνοντας όμως την αναφορά μου σε αυτόν τον αξιοθαύμαστο άνθρωπο και πολιτικό, που όπως έχω ήδη πει αποτελεί για μένα διαρκές πρότυπο ζωής και δημιουργίας, θα ήθελα να αναφέρω συνοπτικά την άποψή του πάνω σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, ενεργειακά και εθνικά, θέμα, όπως αυτό αναδείχθηκε μέσα από τις συζητήσεις μας, περίπου την περίοδο 1990-91. Έχοντας επιστρέψει στον ιδιωτικό τομέα, και ασχολούμενος κυρίως με διεθνή ενεργειακά προγράμματα, με πρωταρχική ενασχόληση τις ΑΠΕ, ήλθε στις σχετικές συζητήσεις μας με τον Αναστάση Πεπονή το θέμα της δυνατότητας εγκατάστασης και λειτουργίας έργων ΑΠΕ (κυρίως αιολικών πάρκων) πάνω σε βραχονησίδες του Αιγαίου, προοπτική που εκείνος υποστήριζε ήδη θερμά και με προέτρεψε να την «κυνηγήσω» με όλες μου τις δυνάμεις. Όπως μου ανέλυσε διεξοδικά, σε αντίθεση με τα νησιά, τα οποία έχουν κατά το Διεθνές Δίκαιο υφαλοκρηπίδα (και σε πολλά κράτη και ΑΟΖ), οι βραχονησίδες έχουν μεν αιγιαλίτιδα ζώνη (χωρικά ύδατα), δεν έχουν όμως δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα ή στην αποκλειστική οικονομική ζώνη. Εξαίρεση αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι βραχονησίδες που μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινο πληθυσμό ή αυτόνομη οικονομική ζωή. Συνεπώς, η εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρηση έργων ΑΠΕ πάνω σε βραχονησίδες του Αιγαίου θα δημιουργούσε αυτόματα τη δυνατότητα να οριοθετηθεί γύρω τους υφαλοκρηπίδα, επεκτείνοντας έτσι τα όρια κυριαρχίας της χώρας μας.

Αυτά εν έτει 1990 ή 1991, όταν η ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα και, πάντως, εκτός των βασικών γεωπολιτικών προτεραιοτήτων και των «ραντάρ» της ευρύτερης περιοχής, αλλά και εκτός «γκρίζων ζωνών». Πολύ αργότερα, τη δεκαετία του 2010, άρχισαν να αναλαμβάνονται κάποιες επενδυτικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή, με αποκορύφωμα την εγκατάσταση και λειτουργία, το 2016, αιολικού πάρκου ισχύος 73 MW πάνω στη βραχονησίδα Άγιος Γεώργιος, 20 χλμ. Ν-ΝΔ του Σουνίου, βεβαίως σε σαφώς μη διαμφισβητούμενη περιοχή του Αιγαίου. Για τα υπόλοιπα (ευάριθμα) συναφή επενδυτικά σχέδια ΑΠΕ σε βραχονησίδες, σε πιο «καυτές» όμως, μετά τα Ίμια, περιοχές του Αιγαίου, φοβάμαι ότι το πουλί έχει πια πετάξει, ή θα καθυστερήσει η έλευσή του για δεκαετίες.

Γι’ αυτό και αναρωτιέμαι, πολλές φορές, τι θα είχε συμβεί στην εξέλιξη των ενεργειακών (αλλά και εθνικών μας) θεμάτων, όπως οι ΑΠΕ, το φυσικό αέριο, κ.ά., αν είχαν εισακουστεί, έγκαιρα και ουσιαστικά, οι συγκροτημένες σκέψεις, εισηγήσεις και στρατηγικές που είχε χαράξει, με οραματική καθαρότητα, ο μεγάλος αυτός πολιτικός και άνθρωπος, ο αγαπητός μου Αναστάσης Πεπονής.

*Εμπειρογνώμονας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε θέματα Ενέργειας και Περιβάλλοντος. Διετέλεσε σύμβουλος του έλληνα πρωθυπουργού σε θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος (1986-87), γενικός γραμματέας του υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας (1988-89), πρόεδρος της Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας της Ελλάδος (2010-2015). Έχει δημοσιεύσει εννέα τεχνικά και επιστημονικά βιβλία.


του Νίκου Βασιλάκου*

(από booksjournal.gr)


Από το energia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου