Η Ελλάδα έχει τις προϋποθέσεις από διακομιστής φυσικού αερίου να αναδειχθεί σε παραγωγό. Οι εκτιμώμενοι πόροι φυσικού αερίου από 30 περιοχές δυτικά, νοτιοδυτικά και νότια της Κρήτης, καθώς και από το Ιόνιο, αντιπροσωπεύουν δυνητικά κοιτάσματα 70-90 τρισ. κυβικά πόδια, δηλαδή 12-15 δισ. βαρέλια ισοδύναμου..
πετρελαίου. Αυτά θα μπορούσαν να αυξήσουν τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, ωθώντας το κέντρο βάρος των πηγών φυσικού αερίου δυτικότερα. Έτσι η Ελλάδα μπορεί να καταστεί παραγωγός.Η εξάρτηση της κοινωνίας από του υδρογονάνθρακες δεν σχετίζεται μόνο με τις μεταφορές, οι οποίες καταναλώνουν το 65% της παγκόσμιας παραγωγής. Σχετίζεται και με ένα ευρύ πλέγμα παραγώγων του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αναγκαίων για την γεωργία μεγάλης κλίμακας, την αγροκτηνοτροφία, την φαρμακοβιομηχανία, τα συστήματα υγείας, την πετροχημεία, τις βιομηχανικές κατασκευές και βιομηχανικές επεξεργασίες, την βιοτεχνία, αλλά και την τέχνη και την εκπαίδευση.
Οι ενεργειακοί πόροι χαμηλής αποδοτικότητας, όπως οι σημερινές ανανεώσιμες πηγές, προορίζονται για την παραγωγή ηλεκτρισμού, αλλά δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες μεγάλων πληθυσμών. Χώρες με υψηλή βιομηχανική δραστηριότητα σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία, εκτός από τις επενδύσεις σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, συνεχίζουν να καταναλώνουν άνθρακα και να επενδύουν στην καύση του γαιάνθρακα σε καινούργιες μονάδες και με πιο οικονομικούς καταλύτες. Επεκτείνουν το χρονικό όριο απαλλαγής από την καύση του γαιάνθρακα στο 2038 ή ακόμα στο 2050.
Η διαθεσιμότητα ενέργειας επιτρέπει στους πληθυσμούς να αναπτυχθούν, αλλά η κατανάλωση ενέργειας απαιτεί διαθεσιμότητα ενεργειακών πόρων. Η μείωση της διαθεσιμότητας ορυκτών καυσίμων είναι ο λόγος αναζήτησης ενεργειακής αυτάρκειας κάθε χώρας. Η μείωση των εισροών ενέργειας επιφέρει μείωση της παραγωγικότητας ιδιαίτερα λόγω εξάρτησης της γεωργίας από λιπάσματα, τα οποία βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα.
Eικόνα από δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΔΕΥ, 2019.
Το ελληνικό πείραμα επείγουσας απομάκρυνσης από τους λιγνίτες, έλαβε μάλλον υπόψη την τάση μείωσης του πληθυσμού και την απουσία υψηλής βιομηχανικής δραστηριότητας, αποτελέσματα της μνημονιακής και μεταμνημονιακής περιόδου. Δεν διορθώνει όμως, ούτε την μία ούτε την άλλη τάση. Η καύση λιγνίτη καλύπτει μόνο το 10% των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα, λόγω χαμηλής θερμικής απόδοσης και έλλειψης επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες.
Το ζήτημα της απολιγνιτοποίησης
Τα υδροηλεκτρικά συμβάλουν με 4%, ενώ με τις αναγκαίες επενδύσεις θα μπορούσαν να καλύψουν μέχρι και 20% των σημερινών αναγκών. Είναι αξιοσημείωτο ότι με πέντε δισ. κυβικά μέτρα εισαγόμενο φυσικό αέριο, που θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια σε 7,5-10 δισ. (260 με 300 Bcf), η Ελλάδα θα υπερβεί κατά πολύ το τωρινό 65% ενεργειακής εξάρτησης από το εξωτερικό. Είναι αξιοσημείωτο ότι από επίσημα στοιχεία, το 2018 (πριν την πανδημία) ο τζίρος (όχι το κέρδος) από τον τουρισμό ξεπέρασε τα 17 δισ. ευρώ, ενώ το κόστος της εισαγωγής υδρογονανθράκων ήταν 10-11 δισ.
Με την πρόοδο της απολιγνιτοποίησης, η κατανάλωση φυσικού αερίου, ως μοναδική σοβαρή ενεργειακή πηγή, θα αυξηθεί δραστικά για να καλύψει τις ανάγκες ηλεκτροπαραγωγής. Για να αποφύγουμε αυτή την εξάρτηση, ένα μέρος του λιγνίτη (εθνικό μερίδιο στην ηλεκτροδότηση της χώρας) θα πρέπει να παραμείνει διαθέσιμο προς εκμετάλλευση μέσα στην χώρα, όχι μόνο για καύση, αλλά για την παραγωγή προϊόντων, όπως του άνθρακα υψηλής τεχνολογίας, του υδρογόνου, αλλά και παραγώγων για την γεωργία.
Με την ίδια λογική, η έρευνα για υδρογονάνθρακες και η εξόρυξη φυσικού αερίου στην Ελλάδα θα μπορούσε να μειώσει δραστικά, ακόμα και να απαλείψει, το τεράστιο ενεργειακό έλλειμμα που δημιουργείται από την ραγδαία απολιγνιτοποίηση. Κάτι που δυστυχώς δεν λέγεται, είναι ότι εκτός από το φυσικό αέριο κάτω από τον βυθό της Ανατολικής Μεσογείου, υπάρχουν και τα λασποηφαίστεια και οι υδρίτες.
Αυτά παρουσιάζονται στην επιφάνεια του βυθού λόγω της απελευθέρωσης μεθανίου, ή λόγω της κατακράτησης μεθανίου μέσα σε πάγο στα επιφανειακά στρώματα του βυθού. Οι ανωτέρω τρεις μορφές παρουσίας μεθανίου ενδιαφέρουν μακροπρόθεσμα τη διεθνή βιομηχανία, αλλά ενισχύουν επίσης την διαπραγματευτική φαρέτρα της Ελλάδας εάν χρησιμοποιηθούν έξυπνα. Όποιος θεωρεί ότι η αποσιώπηση δρα κατευναστικά, θα φέρει αντίθετα αποτελέσματα.
Σήμερα, στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι η Αίγυπτος ο ρυθμιστής που εισάγει και εξάγει φυσικό αέριο, κτίζει υποδομές, οργανώνει έρευνες και γεωτρήσεις, νέους γύρους εξερεύνησης και εμπορικούς διαγωνισμούς στο νοτιοδυτικό άκρο της λεκάνης του Ηρόδοτου και στα επαναπροσδιορισμένα όρια με την Ελλάδα νοτίως της Ρόδου και ανατολικά της Κύπρου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο είχε προωθηθεί και το σχέδιο κατασκευής του αγωγού Eastmed. Όπως είναι γνωστό, το σχέδιο τορπιλίστηκε από τους Αμερικανούς, αλλά επανήλθε στο τραπέζι με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η μεταφορά του φυσικού αερίου από το Ισραήλ στην Αίγυπτο (μέσω της γραμμής Askhelon και El-Arish) μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για μεγάλες πωλήσεις φυσικού αερίου μέσω νέων αγωγών στο μέλλον.
Παράλληλα, εξετάζονται σενάρια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από φυσικό αέριο και εξαγωγή προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Αν κι αυτή η προοπτική δεν έχει προβληθεί, αποτελεί βιομηχανική πρακτική που εφαρμόζεται για δεκαετίες. Ιδιαίτερα από εταιρείες ή χώρες παραγωγούς που δεν επενδύουν σε αγωγούς και εγκαταστάσεις υγροποίησης-επαναεροποίησης, επειδή δημιουργούν πρόσθετο κόστος και επιβραδύνσεις.
Μπασιάς Γιάννης
Από το slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου