Η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον μιας πρόκλησης. Να υποστηρίξει και να διευρύνει την παραγωγή και μεταφορά φυσικού αερίου και ταυτόχρονα να αναδείξει νέες τεχνολογίες ενέργειας, ως παραγωγός τεχνολογίας, δημιουργώντας νέες αλυσίδες αξίας. Έτσι, θα αποκτήσει κεντρικό ρόλο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, που αναμένεται να καταστεί βασικός ενεργειακός πόλος παγκόσμια.
Την άποψη αυτή εκφράζει ο γενικός διευθυντής..
του Ινστιτούτου Πετρελαϊκής Έρευνας, στα Χανιά της Κρήτης, Νίκος Πασαδάκης. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Euro2day.gr, μιλά για την εποχή της πράσινης μετάβασης και την ανάγκη να μη δημιουργήσει κοινωνικοπολιτικά προβλήματα.Αναφέρθηκε στις αστοχίες της ενεργειακής πολιτικής, τους λόγους για τους οποίους είναι επιβεβλημένη η αξιοποίηση των υδρογονανθράκων στη χώρα μας, καθώς και για το ρόλο του Ινστιτούτου.
Η κλιματική κρίση υπαγορεύει επιτακτικά πλέον ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης, αυτό που χαρακτηρίζεται από την πράσινη μετάβαση. Θα είναι ταυτόχρονα και μια δίκαιη μετάβαση για όλους και με ποιους όρους;
Ο όρος «πράσινη μετάβαση» περιγράφει τα τεχνικά χαρακτηριστικά μιας διαδικασίας αντικατάστασης της ενέργειας που σήμερα παράγεται από τα ορυκτά καύσιμα με ενέργεια παραγόμενη από διαδικασίες, οι οποίες έχουν ή ελπίζουμε ότι έχουν μικρότερο αποτύπωμα άνθρακα. Όταν λέτε «δίκαιη μετάβαση» προφανώς εννοείτε ότι η νέα ενέργεια θα είναι διαθέσιμη και προσβάσιμη σε όλους (χώρες και πολίτες). Από μόνη της όμως η διαδικασία της πράσινης μετάβασης δεν μπορεί, όπως άλλωστε και κάθε τεχνολογία, να καθορίσει το κοινωνικό αποτύπωμα. Το γεγονός ότι ο ήλιος και ο άνεμος, οι κύριες ΑΠΕ, είναι παρούσες παντού, δυστυχώς δεν λειτουργεί αυτόματα σε «δίκαιη» κατεύθυνση. Η τεχνογνωσία, η τεχνολογία, τα οικονομικά μέσα και οι απαραίτητοι φυσικοί πόροι δεν είναι ομοιόμορφα διαθέσιμα ανάμεσα στις χώρες. Στο επίπεδο των πολιτών, η ύπαρξη του ήλιου ή του αέρα σε κάθε σημείο της χώρας δεν τους καθιστά αυτόματα ικανούς να τα χρησιμοποιήσουν για παραγωγή ενέργειας.
Νομίζω η σημερινή αδήριτη ανάγκη σχεδιασμού του μελλοντικού ενεργειακού σχεδίου της ανθρωπότητας, αναδεικνύει για άλλη μια φορά την αναντιστοιχία ανάμεσα στις παραγωγικές δυνατότητες της ανθρωπότητας και στο κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο διαχείρισης τους. Σίγουρα θεωρώ περισσότερο επείγον να σκεφτούμε και να δράσουμε για την επίλυση αυτής της αντίφασης, παρά να χάνουμε χρόνο σε εμβαλωματικές τεχνικές λύσεις σε ένα πλαίσιο «business as usual» που μάλλον θα ενισχύσει τις «αδικίες» και δεν θα λύσει και το πρόβλημα. Θα είναι κρίμα η ανθρωπότητα, ένα αιώνα μετά τη μετάβαση από άνθρακα στους υδρογονάνθρακες, να δείξει ότι δεν έμαθε τίποτα και να επιτρέψει ξανά η μετάβαση να οδηγήσει σε παρόμοια κοινωνικοπολιτικά προβλήματα.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας πώς κρίνετε τα βήματα που έχουν γίνει ως τώρα;
Πιστεύω πως η ενεργειακή πολιτική μέχρι σήμερα, αλλά και ο σχεδιασμός της μετάβασης στο μέλλον υπολείπεται των αναγκών και των δυνατοτήτων της χώρας μας. Νομίζω είναι και γνωστό και ευρέως αποδεκτό ότι η χώρα «έχασε» μερικές δεκαετίες ανάπτυξης της βιομηχανίας των υδρογονανθράκων. Ίσως δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χρόνος και χώρος για να παρατεθούν οι λόγοι της αστοχίας αυτής. Το γεγονός όμως παραμένει. Η χώρα βρίσκεται στις παρυφές της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία η διαδικασία της έρευνας και ήδη της παραγωγής φυσικού αερίου βρίσκεται σε εξέλιξη. Η περιοχή αυτή αναμένεται να καταστεί βασικός ενεργειακός πόλος παγκόσμια.
Ταυτόχρονα δραστηριότητες που έχουν να κάνουν με τη μεταφορά αυτής της παραγωγής (EastMed, LNG) αλλά και το ερευνητικό ενδιαφέρον για την παραγωγή υδρογονανθράκων στη χώρα μας, που εκδηλώθηκε από την TOTAL, την Exxon-Mobil και τα «Ελληνικά Πετρέλαια», ανοίγουν την προοπτική να αποκτήσει και η χώρα μας κεντρικό ρόλο. Εδώ είναι η πρόκληση: Η χώρα να κάνει ό,τι είναι δυνατόν, ώστε να υποστηρίξει και να διευρύνει αυτές τις δραστηριότητες. Και στηριζόμενη στις οικονομικές και πολιτικές δυνατότητες που θα δημιουργήσει η διαδικασία αυτή, να ασχοληθεί με τις νέες τεχνολογίες ενέργειας, κυρίως ως παραγωγός τεχνολογίας, δημιουργώντας νέες αλυσίδες αξίας, παρά σαν καταναλωτής και χρήστης ενδεχομένως και εφήμερων λύσεων. Αναλογικά πρέπει να αντιμετωπιστεί και η χρήση άλλων συμβατικών καυσίμων, όπως ο λιγνίτης.
Το φυσικό αέριο θεωρείται μεταβατικό καύσιμο στην πορεία της πράσινης μετάβασης. Για πόσα ακόμη χρόνια εκτιμάτε;
Όπως σωστά αναφέρετε, το φυσικό αέριο αποτελεί το σημαντικότερο ίσως πόρο που θα εξασφαλίσει την απαραίτητη ενέργεια για την ανθρωπότητα, έως ότου οι ΑΠΕ θα είναι σε θέση να σταθούν αυτόνομα. Όλα τα διαθέσιμα μοντέλα πρόβλεψης περιλαμβάνουν το φυσικό αέριο με συμμετοχή περίπου στο 30% της συνολικής ενέργειας μέχρι τις δεκαετίες του ‘60-‘70 του αιώνα μας. Βέβαια η αβεβαιότητα των μοντέλων είναι υψηλή, τόσο στα πάνω όσο και στα κάτω στα αναμενόμενα όρια.
Από τις αρχές του έτους καταγράφονται αποχωρήσεις επενδυτών από οικόπεδα που είχαν διατεθεί για έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στη χώρα μας. Επιπλέον, τον περασμένο Απρίλιο είχαν κάνει αίσθηση οι δηλώσεις του ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια ότι η Ελλάδα δεν θα γίνει χώρα παραγωγής υδρογονανθράκων, ότι δεν θα αρχίσουμε να σκάβουμε τον βυθό της Μεσογείου. Ποια είναι η γνώμη σας, τι εικόνα έχετε, διατηρείται ζεστό το ενδιαφέρον της πολιτείας για την αξιοποίηση των εγχώριων υδρογονανθράκων;
«Ναι, ήταν μια δύσκολη χρονιά ενεργειακά η φετινή, λόγω των αναταράξεων που κάθε μεταβατική περίοδος παρουσιάζει, τις οποίες έκανε εντονότερες η πανδημία. Η χώρα μας, και με βάση και τις διευκρινίσεις που είχαν δοθεί τότε από το Υπουργείο Εξωτερικών για τις συγκεκριμένες δηλώσεις, έχει διαμορφώσει το ενεργειακό πρόγραμμα της και στο οποίο περιλαμβάνονται και τα μεγάλα project έρευνας υδρογονανθράκων στην Κρήτη, από την Total την Exxon-Mobil και τα «Eλληνικά Πετρέλαια». Οι παραχωρήσεις είναι ενεργές και το πρόγραμμα είναι εντός του χρονοδιαγράμματος του. Οι αποχωρήσεις εταιρειών αφορούν σε συγκεκριμένες περιοχές και σχετίζονται με επιμέρους στρατηγικές τους. Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν τα «Ελληνικά ΠετρέλαιαΕΛΠΕ +0,70%» μετά την επιστροφή στο Δημόσιο δύο περιοχών, «Πλέον, ο όμιλος εστιάζει τις προσπάθειές του στον εντοπισμό βιώσιμων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε θαλάσσιες περιοχές που έχει εντάξει στο χαρτοφυλάκιό του. Προς την κατεύθυνση αυτή, συνεχίζει να εξετάζει το ενδεχόμενο εξεύρεσης αξιόπιστων συνεταίρων που διαθέτουν διεθνές κύρος, τεχνογνωσία, εγνωσμένη εμπειρία, καθώς και την απαιτούμενη οικονομική ευρωστία για να συνεισφέρουν στο εγχείρημα».
Επίσης, ο επίσημος φορέας της χώρας για τους υδρογονάνθρακες, η ΕΔΕΥ, εκτιμά δια του Διευθύνοντος Συμβούλου της κ. Α. Στεφάτου ότι: «Οι μέχρι σήμερα διαθέσιμες εκτιμήσεις υποδεικνύουν τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας αγοράς η αξία της οποίας υπερβαίνει τα 120 δισ. ευρώ, και δύναται να κυμαίνεται μεταξύ 200 και 850 δισ. ευρώ» και ότι: «Η χώρα μας, μέσα από το Εθνικό της Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, καλείται να εξισορροπήσει από τη μία πλευρά τη διαχείριση του περιβαλλοντικού κινδύνου και της κοινωνικοοικονομικής ανησυχίας, και από την άλλη, να εκμεταλλευθεί σημαντικό δυνητικό πλούτο, που δεν μπορεί να αγνοηθεί, στην περίοδο της οικονομικής ανάκαμψης που βρισκόμαστε, ιδίως όταν ο πλούτος αυτός μπορεί να χρηματοδοτήσει εθνικές στρατηγικές προτεραιότητες που έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν την Ελλάδα και την θέση της στο κόσμο».
Αυτές θεωρούμε ότι είναι οι κατευθύνσεις της χώρας μας σήμερα και ελπίζουμε ότι δεν ζούμε ένα ακόμη ατελέσφορο κύκλο κυβερνητικών πολιτικών στους υδρογονάνθρακες, όπως πολλάκις συνέβη στις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες. Και κάτι τελευταίο: Ειδικά στις σημερινές συνθήκες αβεβαιότητας στο ενεργειακό πεδίο, γίνεται φανερό ότι οι πολιτικές που εξασφαλίζουν την ανάπτυξη κατευθύνσεων, απαραίτητων για την επιβίωση μιας χώρας δεν μπορούν να διεκπεραιώνονται μόνο μέσω ιδιωτικών εταιρειών, αλλά χρειάζεται και η αυτόνομη παρουσία του κράτους στους σημαντικούς παραγωγικούς τομείς, όπως η ενέργεια. Μια εικόνα, δηλαδή, όμοια με αυτή που είδαμε με την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Πρόσφατα το Ινστιτούτο Πετρελαϊκής Έρευνας, το οποίο διευθύνετε, υπέγραψε σύμβαση με την Περιφέρεια Κρήτης ως επιστημονικός σύμβουλος σε θέματα υδρογονανθράκων, ενώ είχε προηγηθεί και μνημόνιο συνεργασίας με την ΕΔΕΥ. Ποιος είναι ο ρόλος και οι στόχοι του Ινστιτούτου Πετρελαϊκής Έρευνας;
Το Ινστιτούτο Πετρελαϊκής Έρευνας θεσμοθετήθηκε τον Ιανουάριο του 2019, ως το νεότερο, το 8ο Ινστιτούτο του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ). Θεωρώ ότι η δημιουργία του ήταν μια πράξη που ήρθε να καλύψει, έστω με καθυστέρηση, ένα κενό που υπήρχε και δεν έχει ακόμη καλυφθεί, στον τομέα της επιστημονικής έρευνας στην περιοχή των γεω-ενεργειακών πόρων της χώρας. Η επιλογή της ένταξης του Ινστιτούτου στο ΙΤΕ και η δημιουργία του στα Χανιά δίπλα στο Πολυτεχνείο Κρήτης έχει τη σημασία της: το ΙΤΕ είναι μια ερευνητική οντότητα, παγκόσμια γνωστή και με αποδεδειγμένο υψηλότατο επίπεδο έρευνας. Σε έναν τομέα, λοιπόν, τόσο κρίσιμο, όπως είναι ο ενεργειακός, η ελληνική Πολιτεία δημιούργησε το ΙΠΕ, δείχνοντας ότι θέλει να είναι παρούσα με αξιόπιστο τρόπο στις ενεργειακές εξελίξεις, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου, όπως γνωρίζετε, οι διαδικασίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων συνεχίζονται κανονικά και μια σειρά χώρες (Αίγυπτος, Ισραήλ, Κύπρος) τις αντιμετωπίζουν ως βασικό πυλώνα της οικονομίας τους αλλά και της γεωπολιτικής παρουσίας τους. Ας μην αναφέρουμε εδώ την ιδιαίτερα προβληματική για τη χώρα μας στάση της Τουρκίας. Το ΙΠΕ, λοιπόν, δημιουργήθηκε σαν ένα κομμάτι του συνολικού σχεδιασμού της Ελλάδος στο ενεργειακό πεδίο, σχεδιασμού που βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, όπως η ίδια η κυβέρνηση έχει δηλώσει και στον οποίο επιτυχώς συμμετέχουν και οι ελληνικές πετρελαϊκές εταιρείες. Ο δικός μας ο ρόλος είναι να μπορούμε με επιστημονική επάρκεια να υποστηρίζουμε αυτές τις δραστηριότητες. Οι συμφωνίες με την ΕΔΕΥ και την Περιφέρεια Κρήτης εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνο δραστηριότητες σχετικές με τους υδρογονάνθρακες αλλά και γενικότερα θέματα ενεργειακής μετάβασης και περιβάλλοντος».
Διαθέτετε τους αναγκαίους πόρους και τα μέσα για να ανταποκριθείτε στους σχεδιασμούς σας;
Σε συνεργασία και με τα Εργαστήρια του Πολυτεχνείου Κρήτης, καλύπτομε αρκετές από αυτές τις ανάγκες στην έρευνα υδρογονανθράκων και σε θέματα περιβάλλοντος. Όμως, είμαι υποχρεωμένος να πω ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει την αναμενόμενη υποστήριξη από την Πολιτεία. Το ΙΤΕ μας βοηθά, αλλά όπως ξέρετε, τα ερευνητικά Ιδρύματα αυτοχρηματοδοτούνται, με εξαίρεση το κόστος του μόνιμου προσωπικού τους. Είναι σημαντικό ότι σε αυτά τα πρώτα “δύσκολα” χρόνια έχουμε υποστήριξη με χρηματική χορηγία από την μεγαλύτερη ελληνική ενεργειακή εταιρεία τα Ελληνικά Πετρέλαια. Ως ΙΠΕ κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε, και ήδη έχουμε αποτελέσματα, στην προσέλκυση πόρων από ευρωπαϊκά, εθνικά και ιδιωτικά έργα. Όμως, μία σημαντική στήριξη από την πλευρά της Πολιτείας, ώστε να διαμορφώσουμε γρήγορα τις βασικές υποδομές που χρειαζόμαστε, είναι νομίζω αναγκαία και απόλυτα δικαιολογημένη, αν σκεφτεί κανείς το μέγεθος των οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες του Ινστιτούτου μας.
Από το euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου