Από το slpress.gr
Η αυξημένη ζήτηση για πετρέλαιο κατά την περίοδο 2000-2014, κυρίως λόγω των αναγκών αναπτυσσόμενων οικονομιών όπως η Κίνα και η Ινδία, εκτίναξε τις τιμές του πετρελαίου μέχρι και τα 145 δολ. το βαρέλι το 2008. Η εξέλιξη αυτή απέφερε πολλά έσοδα στις πετρελαϊκές εταιρείες, ενώ κατέστησε εφικτές τις επενδύσεις σε πιο ακριβές τεχνολογίες και την αξιοποίηση σχιστολιθικών σχηματισμών για την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου.
Οι αμερικανικές εταιρείες, εκμεταλλευόμενες ..
τα υψηλά κέρδη, εκτόξευσαν την παραγωγή πετρελαίου πάνω από τα 9 εκατ. βαρέλια την ημέρα (bpd) στα τέλη του 2014 και έφεραν τις ΗΠΑ στην πρώτη θέση ανάμεσα στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, με δεύτερη τη Σαουδική Αραβία και τρίτη την Ρωσία. Ωστόσο, η αλλαγή στην ισοτιμία δολαρίου/ευρώ, η αυξημένη προσφορά σε συνδυασμό με τη μικρότερη ζήτηση, αλλά και τα παιχνίδια των κερδοσκόπων στις χρηματιστηριακές αγορές, κατά τον ΟΠΕΚ, οδήγησαν σε κατακόρυφη πτώση τις τιμές.
Ο ΟΠΕΚ δεν προέβη σε κάποια μείωση της παραγωγής όπως αναμενόταν. Η απόφαση αυτή ήταν προϊόν της διαφωνίας μεταξύ μελών του καρτέλ, όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα, που ζητούσαν μείωση της παραγωγής και αύξηση των τιμών για να καλύψουν τα έξοδα των προϋπολογισμών τους και της Σαουδικής Αραβίας, η οποία ήθελε να αφήσει τις τιμές να μειωθούν περισσότερο. Έτσι ο ΟΠΕΚ βρέθηκε σε "πόλεμο τιμών" με τις ΗΠΑ.
Η Σαουδική Αραβία προσπάθησε να ανακόψει την άνοδο των αμερικανικών εταιρειών, αφού με χαμηλότερες τιμές πολλές από αυτές θα αναγκάζονταν να αποχωρήσουν από την αγορά. Στα τέλη Νοεμβρίου 2016 όμως, ο ΟΠΕΚ αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική και να μειώσει την παραγωγή του κατά 1,2 εκατ. bpd, ενώ τον Δεκέμβριο συμφώνησε με χώρες εκτός του καρτέλ, για μείωση της παραγωγής τους κατά 558.000 bpd. Έτσι, δρομολογήθηκε η σύσταση της συμμαχίας "ΟΠΕΚ+" με την συμμετοχή της Ρωσίας και άλλων εννέα χωρών. Η πολιτική της, σε συνδυασμό με την άνοδο της ζήτησης, οδήγησε σε ανάκαμψη των τιμών και τριετή εξισορρόπηση της αγοράς ενέργειας από το 2017 και μετά.
Αυτή την "συμμαχία" έσπασε η Σαουδική Αραβία την περασμένη Παρασκευή 6 Μαρτίου, μετά την άρνηση της Ρωσίας να συμφωνήσει σε μείωση της παραγωγής (500.000 bpd για τις χώρες εκτός ΟΠΕΚ) με σκοπό την αντιμετώπιση της πτωτικής πορείας των τιμών, λόγω της επιδημίας του κορονοϊού. Ανακοινώνοντας ότι θα επεκτείνει την παραγωγή της και θα μειώσει τις τιμές πώλησης κατά 6-8 δολ./βαρέλι, η Σαουδική Αραβία πυροδότησε έναν "πόλεμο τιμών" μεταξύ τους, δημιουργώντας πανικό στις αγορές. Τι την ώθησε όμως να ξεκινήσει έναν νέο πόλεμο πετρελαίου, αυτή την φορά κατά της Ρωσίας;
Η κατάρρευση της "συμμαχίας" Ριάντ-Μόσχας
Η "συμμαχία" Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής, άφησε χώρο στην αγορά, τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν οι αμερικανικές εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου. Περαιτέρω πτώση της παραγωγής θα έβλαπτε κι άλλο τα συμφέροντα της Ρωσίας, ενισχύοντας τον σχιστολιθικό τομέα. Επίσης, οι κυρώσεις των ΗΠΑ σε ρωσικές εταιρείες ενέργειας (π.χ. στην κρατικά ελεγχόμενη Rosneft), καθώς και η προσπάθεια αποτροπής της ολοκλήρωσης του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 (ιδιοκτησίας της Gazprom) οδήγησαν την Ρωσία στην απόρριψη μιας συμφωνίας για μείωση της παραγωγής.
Έτσι αποφασίστηκε η απελευθέρωση της ρωσικής παραγωγής από τον Απρίλιο, με στόχο τον περιορισμό της αμερικανικής επιρροής και την υπεράσπιση του μεριδίου της στην αγορά. Η Σαουδική Αραβία, έχοντας σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος των περικοπών τα προηγούμενα χρόνια και θέλοντας επίσης να διαφυλάξει το μερίδιό της στην αγορά, προχώρησε σε αυτή την ριψοκίνδυνη κίνηση. Διατηρώντας το πλεονέκτημα του μικρότερου κόστους παραγωγής και με υψηλή δυνατότητα πλεονασματικής παραγωγής, επέλεξε να πλημμυρίσει την αγορά με πετρέλαιο.
Αυτό, φυσικά, θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες που παράγουν με μεγαλύτερο κόστος, αφού θα κινδυνεύσουν με απώλεια των πελατών και των εσόδων τους. Ταυτόχρονα, είναι πιθανό μια τέτοια ενέργεια να προκρίθηκε και ως μοχλός πίεσης προς την Μόσχα για επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εκεί όπου τις προηγούμενες ημέρες η Σαουδική Αραβία προσπάθησε να επιβληθεί ως ηγέτιδα του ΟΠΕΚ, θέτοντας την Ρωσία σε δεύτερο ρόλο.
Η δημοσιονομική δυνατότητα της Ρωσίας να ανταπεξέλθει σε αυτό τον "πόλεμο" είναι υψηλή, σύμφωνα με αναλυτές, αλλά μια παρατεταμένη πτώση των τιμών θα επηρεάσει την επιθυμία του προέδρου Πούτιν να διοχετεύσει 60 δισ. δολ. σε επενδύσεις υποδομών και κοινωνικές παροχές, ώστε να αντιστρέψει τα μειωμένα ποσοστά αποδοχής του μεταξύ των Ρώσων πολιτών. Η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει επίσης εσωτερικά προβλήματα σταθερότητας, ενώ η κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της έχει βασιστεί σε τιμές πετρελαίου άνω των 60 δολ./βαρέλι. Ως εκ τούτου, ο αγώνας αντοχής μεταξύ τους θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της αγοράς.
Αποτροπή μίας κρίσης déjà-vu
Για τον πρόεδρο Τραμπ από την άλλη, οι χαμηλές τιμές στη βενζίνη θα μπορούσαν να έχουν θετικό αντίκτυπο στις διαθέσεις των ψηφοφόρων ενόψει εκλογών. Ωστόσο, παρατεταμένη μείωση των τιμών θα οδηγούσε σε οδυνηρή ύφεση τις οικονομίες Πολιτειών που σχετίζονται με τον ενεργειακό τομέα, όπως η Βόρεια Ντακότα και το Τέξας. Οι αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ευαισθησία στην πτώση των τιμών λόγω της έκθεσής τους σε υψηλά επίπεδα χρέους (86 δισ. δολάρια με ορίζοντα το 2024), είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μειώσουν την παραγωγή τους. Αναμένεται να υποστούν τις μεγαλύτερες ζημίες από τον πετρελαϊκό πόλεμο που έχει ξεσπάσει, επιφέροντας σημαντικό πλήγμα στην ενεργειακή αυτονομία των ΗΠΑ.
Την Τρίτη 10 Μαρτίου, η Saudi Aramco ανακοίνωσε ότι θα τροφοδοτήσει τους πελάτες της με 12,3 εκατ. βαρέλια αργού πετρελαίου την ημέρα (bpd) τον Απρίλιο, προσθέτοντας 2,5 εκατ. βαρέλια επιπλέον στην ημερήσια παραγωγή της, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλό της Αμίν Νάσερ. Αμέσως μετά από αυτή την κλιμάκωση, ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας Αλεξάντερ Νόβακ δήλωσε στο Rossiya 24 πως η Ρωσία είναι έτοιμη να αυξήσει την παραγωγή της κατά 500.000 bpd στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο, σημείωσε ότι η πόρτα για τον ΟΠΕΚ δεν είναι κλειστή και πως οι δυο πλευρές μπορούν να συμφωνήσουν εκ νέου, πιθανώς σε κάποια από τις προσεχείς συναντήσεις του ΟΠΕΚ τον Μάιο ή τον Ιούνιο, κατόπιν επανεκτίμησης της κατάστασης της αγοράς.
Οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί είναι καθοριστικοί για τις εξελίξεις στην αγορά ενέργειας, ενώ η παγκόσμια οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτήν. Η όξυνση της σύγκρουσης συμφερόντων στο τρίγωνο Σαουδική Αραβία-Ρωσία-ΗΠΑ, μπορεί να συμπαρασύρει την παγκόσμια οικονομία. Οι επόμενες κινήσεις των χωρών αυτών, σε συνδυασμό με την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού θα διαμορφώσουν την πορεία των διεθνών αγορών. Η παγκόσμια κοινότητα οφείλει να συνεργαστεί άμεσα για να αποτραπεί το déjà-vu μιας νέας ενεργειακής και οικονομικής κρίσης απρόβλεπτου μεγέθους
Η αυξημένη ζήτηση για πετρέλαιο κατά την περίοδο 2000-2014, κυρίως λόγω των αναγκών αναπτυσσόμενων οικονομιών όπως η Κίνα και η Ινδία, εκτίναξε τις τιμές του πετρελαίου μέχρι και τα 145 δολ. το βαρέλι το 2008. Η εξέλιξη αυτή απέφερε πολλά έσοδα στις πετρελαϊκές εταιρείες, ενώ κατέστησε εφικτές τις επενδύσεις σε πιο ακριβές τεχνολογίες και την αξιοποίηση σχιστολιθικών σχηματισμών για την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου.
Οι αμερικανικές εταιρείες, εκμεταλλευόμενες ..
τα υψηλά κέρδη, εκτόξευσαν την παραγωγή πετρελαίου πάνω από τα 9 εκατ. βαρέλια την ημέρα (bpd) στα τέλη του 2014 και έφεραν τις ΗΠΑ στην πρώτη θέση ανάμεσα στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες, με δεύτερη τη Σαουδική Αραβία και τρίτη την Ρωσία. Ωστόσο, η αλλαγή στην ισοτιμία δολαρίου/ευρώ, η αυξημένη προσφορά σε συνδυασμό με τη μικρότερη ζήτηση, αλλά και τα παιχνίδια των κερδοσκόπων στις χρηματιστηριακές αγορές, κατά τον ΟΠΕΚ, οδήγησαν σε κατακόρυφη πτώση τις τιμές.
Ο ΟΠΕΚ δεν προέβη σε κάποια μείωση της παραγωγής όπως αναμενόταν. Η απόφαση αυτή ήταν προϊόν της διαφωνίας μεταξύ μελών του καρτέλ, όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα, που ζητούσαν μείωση της παραγωγής και αύξηση των τιμών για να καλύψουν τα έξοδα των προϋπολογισμών τους και της Σαουδικής Αραβίας, η οποία ήθελε να αφήσει τις τιμές να μειωθούν περισσότερο. Έτσι ο ΟΠΕΚ βρέθηκε σε "πόλεμο τιμών" με τις ΗΠΑ.
Η Σαουδική Αραβία προσπάθησε να ανακόψει την άνοδο των αμερικανικών εταιρειών, αφού με χαμηλότερες τιμές πολλές από αυτές θα αναγκάζονταν να αποχωρήσουν από την αγορά. Στα τέλη Νοεμβρίου 2016 όμως, ο ΟΠΕΚ αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική και να μειώσει την παραγωγή του κατά 1,2 εκατ. bpd, ενώ τον Δεκέμβριο συμφώνησε με χώρες εκτός του καρτέλ, για μείωση της παραγωγής τους κατά 558.000 bpd. Έτσι, δρομολογήθηκε η σύσταση της συμμαχίας "ΟΠΕΚ+" με την συμμετοχή της Ρωσίας και άλλων εννέα χωρών. Η πολιτική της, σε συνδυασμό με την άνοδο της ζήτησης, οδήγησε σε ανάκαμψη των τιμών και τριετή εξισορρόπηση της αγοράς ενέργειας από το 2017 και μετά.
Αυτή την "συμμαχία" έσπασε η Σαουδική Αραβία την περασμένη Παρασκευή 6 Μαρτίου, μετά την άρνηση της Ρωσίας να συμφωνήσει σε μείωση της παραγωγής (500.000 bpd για τις χώρες εκτός ΟΠΕΚ) με σκοπό την αντιμετώπιση της πτωτικής πορείας των τιμών, λόγω της επιδημίας του κορονοϊού. Ανακοινώνοντας ότι θα επεκτείνει την παραγωγή της και θα μειώσει τις τιμές πώλησης κατά 6-8 δολ./βαρέλι, η Σαουδική Αραβία πυροδότησε έναν "πόλεμο τιμών" μεταξύ τους, δημιουργώντας πανικό στις αγορές. Τι την ώθησε όμως να ξεκινήσει έναν νέο πόλεμο πετρελαίου, αυτή την φορά κατά της Ρωσίας;
Η κατάρρευση της "συμμαχίας" Ριάντ-Μόσχας
Η "συμμαχία" Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής, άφησε χώρο στην αγορά, τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν οι αμερικανικές εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου. Περαιτέρω πτώση της παραγωγής θα έβλαπτε κι άλλο τα συμφέροντα της Ρωσίας, ενισχύοντας τον σχιστολιθικό τομέα. Επίσης, οι κυρώσεις των ΗΠΑ σε ρωσικές εταιρείες ενέργειας (π.χ. στην κρατικά ελεγχόμενη Rosneft), καθώς και η προσπάθεια αποτροπής της ολοκλήρωσης του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 (ιδιοκτησίας της Gazprom) οδήγησαν την Ρωσία στην απόρριψη μιας συμφωνίας για μείωση της παραγωγής.
Έτσι αποφασίστηκε η απελευθέρωση της ρωσικής παραγωγής από τον Απρίλιο, με στόχο τον περιορισμό της αμερικανικής επιρροής και την υπεράσπιση του μεριδίου της στην αγορά. Η Σαουδική Αραβία, έχοντας σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος των περικοπών τα προηγούμενα χρόνια και θέλοντας επίσης να διαφυλάξει το μερίδιό της στην αγορά, προχώρησε σε αυτή την ριψοκίνδυνη κίνηση. Διατηρώντας το πλεονέκτημα του μικρότερου κόστους παραγωγής και με υψηλή δυνατότητα πλεονασματικής παραγωγής, επέλεξε να πλημμυρίσει την αγορά με πετρέλαιο.
Αυτό, φυσικά, θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες που παράγουν με μεγαλύτερο κόστος, αφού θα κινδυνεύσουν με απώλεια των πελατών και των εσόδων τους. Ταυτόχρονα, είναι πιθανό μια τέτοια ενέργεια να προκρίθηκε και ως μοχλός πίεσης προς την Μόσχα για επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εκεί όπου τις προηγούμενες ημέρες η Σαουδική Αραβία προσπάθησε να επιβληθεί ως ηγέτιδα του ΟΠΕΚ, θέτοντας την Ρωσία σε δεύτερο ρόλο.
Η δημοσιονομική δυνατότητα της Ρωσίας να ανταπεξέλθει σε αυτό τον "πόλεμο" είναι υψηλή, σύμφωνα με αναλυτές, αλλά μια παρατεταμένη πτώση των τιμών θα επηρεάσει την επιθυμία του προέδρου Πούτιν να διοχετεύσει 60 δισ. δολ. σε επενδύσεις υποδομών και κοινωνικές παροχές, ώστε να αντιστρέψει τα μειωμένα ποσοστά αποδοχής του μεταξύ των Ρώσων πολιτών. Η Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει επίσης εσωτερικά προβλήματα σταθερότητας, ενώ η κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της έχει βασιστεί σε τιμές πετρελαίου άνω των 60 δολ./βαρέλι. Ως εκ τούτου, ο αγώνας αντοχής μεταξύ τους θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της αγοράς.
Αποτροπή μίας κρίσης déjà-vu
Για τον πρόεδρο Τραμπ από την άλλη, οι χαμηλές τιμές στη βενζίνη θα μπορούσαν να έχουν θετικό αντίκτυπο στις διαθέσεις των ψηφοφόρων ενόψει εκλογών. Ωστόσο, παρατεταμένη μείωση των τιμών θα οδηγούσε σε οδυνηρή ύφεση τις οικονομίες Πολιτειών που σχετίζονται με τον ενεργειακό τομέα, όπως η Βόρεια Ντακότα και το Τέξας. Οι αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ευαισθησία στην πτώση των τιμών λόγω της έκθεσής τους σε υψηλά επίπεδα χρέους (86 δισ. δολάρια με ορίζοντα το 2024), είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μειώσουν την παραγωγή τους. Αναμένεται να υποστούν τις μεγαλύτερες ζημίες από τον πετρελαϊκό πόλεμο που έχει ξεσπάσει, επιφέροντας σημαντικό πλήγμα στην ενεργειακή αυτονομία των ΗΠΑ.
Την Τρίτη 10 Μαρτίου, η Saudi Aramco ανακοίνωσε ότι θα τροφοδοτήσει τους πελάτες της με 12,3 εκατ. βαρέλια αργού πετρελαίου την ημέρα (bpd) τον Απρίλιο, προσθέτοντας 2,5 εκατ. βαρέλια επιπλέον στην ημερήσια παραγωγή της, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλό της Αμίν Νάσερ. Αμέσως μετά από αυτή την κλιμάκωση, ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας Αλεξάντερ Νόβακ δήλωσε στο Rossiya 24 πως η Ρωσία είναι έτοιμη να αυξήσει την παραγωγή της κατά 500.000 bpd στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο, σημείωσε ότι η πόρτα για τον ΟΠΕΚ δεν είναι κλειστή και πως οι δυο πλευρές μπορούν να συμφωνήσουν εκ νέου, πιθανώς σε κάποια από τις προσεχείς συναντήσεις του ΟΠΕΚ τον Μάιο ή τον Ιούνιο, κατόπιν επανεκτίμησης της κατάστασης της αγοράς.
Οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί είναι καθοριστικοί για τις εξελίξεις στην αγορά ενέργειας, ενώ η παγκόσμια οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτήν. Η όξυνση της σύγκρουσης συμφερόντων στο τρίγωνο Σαουδική Αραβία-Ρωσία-ΗΠΑ, μπορεί να συμπαρασύρει την παγκόσμια οικονομία. Οι επόμενες κινήσεις των χωρών αυτών, σε συνδυασμό με την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού θα διαμορφώσουν την πορεία των διεθνών αγορών. Η παγκόσμια κοινότητα οφείλει να συνεργαστεί άμεσα για να αποτραπεί το déjà-vu μιας νέας ενεργειακής και οικονομικής κρίσης απρόβλεπτου μεγέθους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου