Από το inegsee.gr
Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σε όλη την Ευρώπη, θα νιώσουν όμως τη διαφορά οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι;
Στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ σημειώθηκαν αυξήσεις μισθών για εργαζομένους που αμείβονταν με τον κατώτατο ή με χαμηλό μισθό, με αυξήσεις του νόμιμου κατώτατου μισθού σε σχεδόν όλες τις χώρες από..
τον Ιανουάριο 2018, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών αυξήσεων στη Λιθουανία, την Ισπανία, την Ελλάδα και σε χαμηλόμισθα νέα κράτη-μέλη. Μολονότι αυτές οι αυξήσεις χαιρετίστηκαν ως θετική εξέλιξη για τους εργαζομένους με τον κατώτατο μισθό, η έρευνα του Eurofound δείχνει ότι οι εργαζόμενοι ενδέχεται να μην αισθανθούν αυτόματα τις θετικές επιδράσεις των εν λόγω αλλαγών όσον αφορά το εισόδημά τους και τη μείωση της μισθολογικής ανισότητας. Κι αυτό γιατί οι εν λόγω αλλαγές ενδέχεται να αντισταθμίζονται από μεταβολές στη φορολογία. Επίσης, πολλές ομάδες εργαζομένων δεν καλύπτονται από κατώτατα όρια και, μολονότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανόν να εργαστούν σε θέσεις αμειβόμενες με τον κατώτατο μισθό, η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να μην επιφέρει μείωση της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων.
Πολλά κράτη-μέλη στην Ευρώπη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα όπως η φτώχεια των εργαζομένων και η μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων μέσω αυξήσεων του κατώτατου μισθού, αλλά εφάρμοσαν αλλαγές χωρίς να ακολουθήσουν πλήρως τις υφιστάμενες διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου. Συνεπώς, οι αναθεωρήσεις των μισθών ενδέχεται να μην έχουν βασιστεί σε στοιχεία. Για παράδειγμα, δεδομένου ότι οι γυναίκες είναι πιθανότερο να απασχολούνται σε θέσεις αμειβόμενες με τον κατώτατο ή με τον υποκατώτατο μισθό, θεωρήθηκε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα περιορίσει τη μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Ωστόσο, οι αλλαγές στον κατώτατο μισθό ενδέχεται να μειώσουν την απασχόληση των χαμηλά αμειβόμενων γυναικών και να αυξήσουν τα επίπεδα της μη-συμμόρφωσης. Ενδέχεται επίσης να δημιουργήσουν παράπλευρες συνέπειες, αυξάνοντας τις αμοιβές των υψηλόμισθων, όπου οι άνδρες εκπροσωπούνται περισσότερο, περιορίζοντας τον αντίκτυπο, ή ακόμη και να επιδεινώσουν το πρόβλημα.
Σε πολλά κράτη-μέλη υπάρχουν ομάδες εργαζομένων, όπως οι νέοι ή οι εποχικοί εργαζόμενοι, για τους οποίους δεν ισχύει ο νόμιμος κατώτατος μισθός. Ανάλογα με τον τρόπο εφαρμογής τους, οι αλλαγές στον κατώτατο μισθό θα μπορούσαν είτε να αυξήσουν τις αποδοχές των παραπάνω ομάδων εργαζομένων είτε να επιδεινώσουν την υφιστάμενη μισθολογική διαφορά. Υπάρχει επίσης το ζήτημα της φορολογίας: στη Λιθουανία οι εργαζόμενοι με τον κατώτατο μισθό είδαν μια μεγάλη αύξηση στον ονομαστικό κατώτατο μισθό –η ονομαστική αύξηση κατά 39% ήταν η υψηλότερη στην Ευρώπη–, αλλά αυτό αποτελούσε ουσιαστικά ένα μεικτό ποσό στις απολαβές τους, καθώς αλλαγές στις φορολογικές και τις ασφαλιστικές εισφορές σήμαιναν ότι η αύξηση των καθαρών απολαβών ανήλθε σε ένα πιο περιορισμένο, αν και όχι ασήμαντο, 7,5%.
Ωστόσο, υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στους κατώτατους μισθούς, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να ωφελήσουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Η Ισπανία σημείωσε σημαντική αύξηση 22% στον κατώτατο μισθό. Δεδομένου του μεγέθους της ισπανικής οικονομίας, αυτή είναι πιθανότατα η σημαντικότερη αύξηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την εισαγωγή του κατώτατου μισθού στη Γερμανία το 2015. Υπήρξε επίσης μια σημαντική αλλαγή στην Ελλάδα, όπου ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε περισσότερο από 10% – η πρώτη αύξηση από το 2012.
Χώρες με υψηλότερους κατώτατους μισθούς τείνουν να παρουσιάζουν χαμηλότερες αυξήσεις, κυμαινόμενες από περίπου 2% σε ετήσια βάση στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ιρλανδία και τη Γερμανία έως, ελαφρώς υψηλότερα, 3,6% στο Λουξεμβούργο. Στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό, αυτές οι αυξήσεις είναι χαμηλότερες, για παράδειγμα 0,1% στη Γαλλία και 0,16% στο Βέλγιο. Η Λετονία είναι η μόνη χώρα που δεν αύξησε τον νόμιμο κατώτατο μισθό της, σημειώνοντας μια πραγματική μείωση της τάξης του 2,9%.
Συνολικά, αυτές οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ενός ευνοϊκού οικονομικού κλίματος, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη έλλειψη εργατικού δυναμικού σε ορισμένους κλάδους, η οποία αύξησε τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων και κατέστησε εφικτή την καταβολή υψηλότερων μισθών από τις επιχειρήσεις. Η Ευρώπη έπαιξε επίσης ρόλο, με την αναφορά σε «επαρκείς ελάχιστες αποδοχές» στον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, πυροδοτώντας τον διάλογο για το ζήτημα σε εθνικό επίπεδο.
Η ετήσια έκθεση του Eurofound για τους κατώτατους μισθούς στην ΕΕ είναι σημαντική, καθώς εξετάζει όχι μόνο τις ονομαστικές και τις πραγματικές αυξήσεις των θεσμοθετημένων κατώτατων μισθών, αλλά αναλύει και τους κατώτατους μισθούς σε κράτη-μέλη όπου αυτοί δεν έχουν θεσμοθετηθεί. Εξετάζει τις πολιτικές διαδικασίες, τις δομές συλλογικής διαπραγμάτευσης και άλλα ζητήματα ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό των αποδοχών. Εξετάζει επίσης τις μακροπρόθεσμες τάσεις των κατώτατων μισθών και το πώς οι κατώτατοι και χαμηλοί μισθοί επηρεάζουν διαφορετικές ομάδες εργαζομένων.
Κατεβάστε την πλήρη έκθεση: Minimum wages in 2019 – Annual review
Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σε όλη την Ευρώπη, θα νιώσουν όμως τη διαφορά οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι;
Στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ σημειώθηκαν αυξήσεις μισθών για εργαζομένους που αμείβονταν με τον κατώτατο ή με χαμηλό μισθό, με αυξήσεις του νόμιμου κατώτατου μισθού σε σχεδόν όλες τις χώρες από..
τον Ιανουάριο 2018, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών αυξήσεων στη Λιθουανία, την Ισπανία, την Ελλάδα και σε χαμηλόμισθα νέα κράτη-μέλη. Μολονότι αυτές οι αυξήσεις χαιρετίστηκαν ως θετική εξέλιξη για τους εργαζομένους με τον κατώτατο μισθό, η έρευνα του Eurofound δείχνει ότι οι εργαζόμενοι ενδέχεται να μην αισθανθούν αυτόματα τις θετικές επιδράσεις των εν λόγω αλλαγών όσον αφορά το εισόδημά τους και τη μείωση της μισθολογικής ανισότητας. Κι αυτό γιατί οι εν λόγω αλλαγές ενδέχεται να αντισταθμίζονται από μεταβολές στη φορολογία. Επίσης, πολλές ομάδες εργαζομένων δεν καλύπτονται από κατώτατα όρια και, μολονότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανόν να εργαστούν σε θέσεις αμειβόμενες με τον κατώτατο μισθό, η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να μην επιφέρει μείωση της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων.
Πολλά κράτη-μέλη στην Ευρώπη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα όπως η φτώχεια των εργαζομένων και η μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων μέσω αυξήσεων του κατώτατου μισθού, αλλά εφάρμοσαν αλλαγές χωρίς να ακολουθήσουν πλήρως τις υφιστάμενες διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου. Συνεπώς, οι αναθεωρήσεις των μισθών ενδέχεται να μην έχουν βασιστεί σε στοιχεία. Για παράδειγμα, δεδομένου ότι οι γυναίκες είναι πιθανότερο να απασχολούνται σε θέσεις αμειβόμενες με τον κατώτατο ή με τον υποκατώτατο μισθό, θεωρήθηκε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα περιορίσει τη μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Ωστόσο, οι αλλαγές στον κατώτατο μισθό ενδέχεται να μειώσουν την απασχόληση των χαμηλά αμειβόμενων γυναικών και να αυξήσουν τα επίπεδα της μη-συμμόρφωσης. Ενδέχεται επίσης να δημιουργήσουν παράπλευρες συνέπειες, αυξάνοντας τις αμοιβές των υψηλόμισθων, όπου οι άνδρες εκπροσωπούνται περισσότερο, περιορίζοντας τον αντίκτυπο, ή ακόμη και να επιδεινώσουν το πρόβλημα.
Σε πολλά κράτη-μέλη υπάρχουν ομάδες εργαζομένων, όπως οι νέοι ή οι εποχικοί εργαζόμενοι, για τους οποίους δεν ισχύει ο νόμιμος κατώτατος μισθός. Ανάλογα με τον τρόπο εφαρμογής τους, οι αλλαγές στον κατώτατο μισθό θα μπορούσαν είτε να αυξήσουν τις αποδοχές των παραπάνω ομάδων εργαζομένων είτε να επιδεινώσουν την υφιστάμενη μισθολογική διαφορά. Υπάρχει επίσης το ζήτημα της φορολογίας: στη Λιθουανία οι εργαζόμενοι με τον κατώτατο μισθό είδαν μια μεγάλη αύξηση στον ονομαστικό κατώτατο μισθό –η ονομαστική αύξηση κατά 39% ήταν η υψηλότερη στην Ευρώπη–, αλλά αυτό αποτελούσε ουσιαστικά ένα μεικτό ποσό στις απολαβές τους, καθώς αλλαγές στις φορολογικές και τις ασφαλιστικές εισφορές σήμαιναν ότι η αύξηση των καθαρών απολαβών ανήλθε σε ένα πιο περιορισμένο, αν και όχι ασήμαντο, 7,5%.
Ωστόσο, υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στους κατώτατους μισθούς, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να ωφελήσουν μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Η Ισπανία σημείωσε σημαντική αύξηση 22% στον κατώτατο μισθό. Δεδομένου του μεγέθους της ισπανικής οικονομίας, αυτή είναι πιθανότατα η σημαντικότερη αύξηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την εισαγωγή του κατώτατου μισθού στη Γερμανία το 2015. Υπήρξε επίσης μια σημαντική αλλαγή στην Ελλάδα, όπου ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε περισσότερο από 10% – η πρώτη αύξηση από το 2012.
Χώρες με υψηλότερους κατώτατους μισθούς τείνουν να παρουσιάζουν χαμηλότερες αυξήσεις, κυμαινόμενες από περίπου 2% σε ετήσια βάση στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ιρλανδία και τη Γερμανία έως, ελαφρώς υψηλότερα, 3,6% στο Λουξεμβούργο. Στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό, αυτές οι αυξήσεις είναι χαμηλότερες, για παράδειγμα 0,1% στη Γαλλία και 0,16% στο Βέλγιο. Η Λετονία είναι η μόνη χώρα που δεν αύξησε τον νόμιμο κατώτατο μισθό της, σημειώνοντας μια πραγματική μείωση της τάξης του 2,9%.
Συνολικά, αυτές οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ενός ευνοϊκού οικονομικού κλίματος, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη έλλειψη εργατικού δυναμικού σε ορισμένους κλάδους, η οποία αύξησε τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων και κατέστησε εφικτή την καταβολή υψηλότερων μισθών από τις επιχειρήσεις. Η Ευρώπη έπαιξε επίσης ρόλο, με την αναφορά σε «επαρκείς ελάχιστες αποδοχές» στον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, πυροδοτώντας τον διάλογο για το ζήτημα σε εθνικό επίπεδο.
Η ετήσια έκθεση του Eurofound για τους κατώτατους μισθούς στην ΕΕ είναι σημαντική, καθώς εξετάζει όχι μόνο τις ονομαστικές και τις πραγματικές αυξήσεις των θεσμοθετημένων κατώτατων μισθών, αλλά αναλύει και τους κατώτατους μισθούς σε κράτη-μέλη όπου αυτοί δεν έχουν θεσμοθετηθεί. Εξετάζει τις πολιτικές διαδικασίες, τις δομές συλλογικής διαπραγμάτευσης και άλλα ζητήματα ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό των αποδοχών. Εξετάζει επίσης τις μακροπρόθεσμες τάσεις των κατώτατων μισθών και το πώς οι κατώτατοι και χαμηλοί μισθοί επηρεάζουν διαφορετικές ομάδες εργαζομένων.
Κατεβάστε την πλήρη έκθεση: Minimum wages in 2019 – Annual review
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου