Από το energypress.gr
Τέσσερις μήνες μετά την έξοδο από το μνημόνιο, θα ήταν λογικό η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ελλάδα να ανεβάζει ταχύτητες σε δείκτες- οδηγούς της οικονομίας, όπως τα καύσιμα. Τα απολογιστικά ωστόσο στοιχεία για το 2018 που συγκέντρωσε ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών δείχνουν το αντίθετο, αφού η χρονιά έκλεισε με μείωση 5% σε όγκους πωλήσεων.
Συνεχίζοντας την επί επτά συναπτά έτη πτωτική τους πορεία, οι βενζίνες υποχώρησαν..
πέρυσι σε όγκο 5%, το ντίζελ κίνησης κατά 1,5%, και το πετρέλαιο θέρμανσης κατά 17%. Ευτυχώς που υπήρξαν και οι χαμηλές θερμοκρασίες του Δεκεμβρίου, οι οποίες τόνωσαν τις πωλήσεις κατά 15% στη θέρμανση, δίχως ωστόσο η αύξηση να σώσει την συνολική παρτίδα.
Σίγουρα τα ποσοστά μείωσης είναι μικρότερα απ' ότι πριν μερικά χρόνια- αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι αθροιστικά στα χρόνια της κρίσης οι πωλήσεις έχουν υποχωρήσει 43% στη θέρμανση- εντούτοις δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα, καθώς αφορούν μερικές δεκάδες χιλιάδες λίτρα. Κυρίως όμως δείχνουν ότι ένας από τους δείκτες- "καθρέφτες" της υγείας μιας οικονομίας, αυτός των καυσίμων, παραμένει ασθενικός, αντί να αποπνέει αισιοδοξία και ισχυρή δυναμική.
Φυσικά ο εκτροχιασμός στη κατανάλωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους φόρους. Εχουμε τον 3ο υψηλότερο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης πανευρωπαικά, πίσω μόνο από Ολλανδία και Ιταλία, και τον 5ο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ (24%), απόρροια της πολιτικής υπερφορολόγησης που ακολούθησε τα προηγούμενα χρόνια η κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα η Ελλάδα κρατά σταθερά τη 3η θέση στην ΕΕ με τις υψηλότερες τιμές βενζίνης, πίσω από την Ιταλία και την Ολλανδία
Στο οικονομικό επιτελείο γνωρίζουν ότι το αργό και η διακύμανση στη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ - δολαρίου είναι υπεύθυνα μόνο για το 30%-40% όλων των παραπάνω τιμών. Το υπόλοιπο 60%-70% της τελικής τιμής αφορά αποκλειστικά φόρους, ποσοστό πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και χωρών όπως Γερμανία, Φινλανδία και Γαλλία, όπου η αγοραστική δύναμη είναι πολλαπλάσια της ελληνικής.
Σε γνώση της κυβέρνησης είναι και η ελληνική «πρωτοτυπία» να επιβάλλουμε δύο φορές ΦΠΑ στα καύσιμα: έναν ΦΠΑ επί της αξίας του προϊόντος και άλλον έναν επί του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι ο 3ος υψηλότερος στην Ε.Ε. Φορολογούμε δηλαδή τον ίδιο τον φόρο! Οσο για τον ΦΠΑ, στην Ελλάδα ανέρχεται στο 24%, όταν στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. κυμαίνεται σε ποσοστά 19%, 20% και 21%.
Τέσσερις μήνες μετά την έξοδο από το μνημόνιο, θα ήταν λογικό η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ελλάδα να ανεβάζει ταχύτητες σε δείκτες- οδηγούς της οικονομίας, όπως τα καύσιμα. Τα απολογιστικά ωστόσο στοιχεία για το 2018 που συγκέντρωσε ο Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών δείχνουν το αντίθετο, αφού η χρονιά έκλεισε με μείωση 5% σε όγκους πωλήσεων.
Συνεχίζοντας την επί επτά συναπτά έτη πτωτική τους πορεία, οι βενζίνες υποχώρησαν..
πέρυσι σε όγκο 5%, το ντίζελ κίνησης κατά 1,5%, και το πετρέλαιο θέρμανσης κατά 17%. Ευτυχώς που υπήρξαν και οι χαμηλές θερμοκρασίες του Δεκεμβρίου, οι οποίες τόνωσαν τις πωλήσεις κατά 15% στη θέρμανση, δίχως ωστόσο η αύξηση να σώσει την συνολική παρτίδα.
Σίγουρα τα ποσοστά μείωσης είναι μικρότερα απ' ότι πριν μερικά χρόνια- αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι αθροιστικά στα χρόνια της κρίσης οι πωλήσεις έχουν υποχωρήσει 43% στη θέρμανση- εντούτοις δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα, καθώς αφορούν μερικές δεκάδες χιλιάδες λίτρα. Κυρίως όμως δείχνουν ότι ένας από τους δείκτες- "καθρέφτες" της υγείας μιας οικονομίας, αυτός των καυσίμων, παραμένει ασθενικός, αντί να αποπνέει αισιοδοξία και ισχυρή δυναμική.
Φυσικά ο εκτροχιασμός στη κατανάλωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους φόρους. Εχουμε τον 3ο υψηλότερο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης πανευρωπαικά, πίσω μόνο από Ολλανδία και Ιταλία, και τον 5ο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ (24%), απόρροια της πολιτικής υπερφορολόγησης που ακολούθησε τα προηγούμενα χρόνια η κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα η Ελλάδα κρατά σταθερά τη 3η θέση στην ΕΕ με τις υψηλότερες τιμές βενζίνης, πίσω από την Ιταλία και την Ολλανδία
Στο οικονομικό επιτελείο γνωρίζουν ότι το αργό και η διακύμανση στη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ - δολαρίου είναι υπεύθυνα μόνο για το 30%-40% όλων των παραπάνω τιμών. Το υπόλοιπο 60%-70% της τελικής τιμής αφορά αποκλειστικά φόρους, ποσοστό πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και χωρών όπως Γερμανία, Φινλανδία και Γαλλία, όπου η αγοραστική δύναμη είναι πολλαπλάσια της ελληνικής.
Σε γνώση της κυβέρνησης είναι και η ελληνική «πρωτοτυπία» να επιβάλλουμε δύο φορές ΦΠΑ στα καύσιμα: έναν ΦΠΑ επί της αξίας του προϊόντος και άλλον έναν επί του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι ο 3ος υψηλότερος στην Ε.Ε. Φορολογούμε δηλαδή τον ίδιο τον φόρο! Οσο για τον ΦΠΑ, στην Ελλάδα ανέρχεται στο 24%, όταν στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. κυμαίνεται σε ποσοστά 19%, 20% και 21%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου