Από το energia.gr
«Εκτιμούμε ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα κορυφωθεί το 2023 και η παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου θα κορυφωθεί το 2034", αναφέρεται σε έκθεση του νορβηγικού νηογνώμονα, DNV GL. Σύμφωνα με την εταιρεία, η συνολική, τελική ζήτηση ενέργειας, δηλαδή, η συνολική ενέργεια που καταναλώνουν οι τελικοί χρήστες, όπως..
τα κτίρια, η βιομηχανία και οι μεταφορές, θα κορυφωθεί το 2035 για να προσεγγίσει τα 468 exajoules (EJ), δηλαδή κατά 15% υψηλότερα από το 2017, για να υποχωρήσει στα 450 EJ έως το 2050, ανέφερε η εταιρεία.
«Αυτό αντικατοπτρίζει την επιταχυνόμενη βελτίωση της παγκόσμιας ενεργειακής αποδοτικότητας, που οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ηλεκτροδότηση του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος, στο οποίο οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο», προστίθεται στην έκθεση του νηογνώμονα.
Στην ίδια έκθεση σημειώνεται, ωστόσο, ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα εξακολουθούν να καλύπτουν το 40% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας το 2050, από 53% που είναι σήμερα.
«Το πετρέλαιο θα εξακολουθήσει να είναι απαραίτητο κατά τη διάρκεια της πορείας προς την ενεργειακή μετάβαση, αλλά με σημαντική μείωση στη ζήτησή του. Αυτό θα οδηγήσει σε μια ευρεία χρήση αυτοκινήτων που θα κινούνται με ηλεκτρισμό, ή με κυψέλες καυσίμου υδρογόνου και στην αύξηση της αποδοτικότητας των κινητήρων εσωτερικής καύσης», τονίζεται στο κείμενο.
«Αφού θα έχει φτάσει στο ανώτατο σημείο της, την επόμενη πενταετία, προβλέπουμε ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα ανέρχεται στο 50% των υφιστάμενων επιπέδων παραγωγής, έως το 2050», πρόσθεσε η DNV GL.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της εταιρείας, το φυσικό αέριο θα καλύψει το 25% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας έως τα μέσα του αιώνα που διανύουμε. «Επειδή είναι το λιγότερο ρυπογόνο μεταξύ όλων των ορυκτών καυσίμων, θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην παροχή ενεργειακής ασφάλειας και σταθερότητας, παράλληλα με τις ποικίλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης», προστίθεται στην έκθεση», και επισημαίνεται ότι θα εξακολουθήσουν να είναι αναγκαίες οι επενδύσεις για την ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώνονται με ετήσιο ρυθμό της τάξης του περίπου 5%, λόγω της εξάντλησης των υφιστάμενων πηγών. «Θα χρειαστεί να αναπτύξουμε νέες πηγές για να αντισταθμίσουμε, τόσο το φαινόμενο της εξάντλησης των αποθεμάτων, όσο και την κάλυψη της νέας ζήτησης», καταλήγει.
«Εκτιμούμε ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα κορυφωθεί το 2023 και η παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου θα κορυφωθεί το 2034", αναφέρεται σε έκθεση του νορβηγικού νηογνώμονα, DNV GL. Σύμφωνα με την εταιρεία, η συνολική, τελική ζήτηση ενέργειας, δηλαδή, η συνολική ενέργεια που καταναλώνουν οι τελικοί χρήστες, όπως..
τα κτίρια, η βιομηχανία και οι μεταφορές, θα κορυφωθεί το 2035 για να προσεγγίσει τα 468 exajoules (EJ), δηλαδή κατά 15% υψηλότερα από το 2017, για να υποχωρήσει στα 450 EJ έως το 2050, ανέφερε η εταιρεία.
«Αυτό αντικατοπτρίζει την επιταχυνόμενη βελτίωση της παγκόσμιας ενεργειακής αποδοτικότητας, που οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ηλεκτροδότηση του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος, στο οποίο οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο», προστίθεται στην έκθεση του νηογνώμονα.
Στην ίδια έκθεση σημειώνεται, ωστόσο, ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα εξακολουθούν να καλύπτουν το 40% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας το 2050, από 53% που είναι σήμερα.
«Το πετρέλαιο θα εξακολουθήσει να είναι απαραίτητο κατά τη διάρκεια της πορείας προς την ενεργειακή μετάβαση, αλλά με σημαντική μείωση στη ζήτησή του. Αυτό θα οδηγήσει σε μια ευρεία χρήση αυτοκινήτων που θα κινούνται με ηλεκτρισμό, ή με κυψέλες καυσίμου υδρογόνου και στην αύξηση της αποδοτικότητας των κινητήρων εσωτερικής καύσης», τονίζεται στο κείμενο.
«Αφού θα έχει φτάσει στο ανώτατο σημείο της, την επόμενη πενταετία, προβλέπουμε ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα ανέρχεται στο 50% των υφιστάμενων επιπέδων παραγωγής, έως το 2050», πρόσθεσε η DNV GL.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της εταιρείας, το φυσικό αέριο θα καλύψει το 25% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας έως τα μέσα του αιώνα που διανύουμε. «Επειδή είναι το λιγότερο ρυπογόνο μεταξύ όλων των ορυκτών καυσίμων, θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην παροχή ενεργειακής ασφάλειας και σταθερότητας, παράλληλα με τις ποικίλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης», προστίθεται στην έκθεση», και επισημαίνεται ότι θα εξακολουθήσουν να είναι αναγκαίες οι επενδύσεις για την ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώνονται με ετήσιο ρυθμό της τάξης του περίπου 5%, λόγω της εξάντλησης των υφιστάμενων πηγών. «Θα χρειαστεί να αναπτύξουμε νέες πηγές για να αντισταθμίσουμε, τόσο το φαινόμενο της εξάντλησης των αποθεμάτων, όσο και την κάλυψη της νέας ζήτησης», καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου