Από το energypress.gr
Mε ανοικτή επιστολή προς τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων ο Διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνκού Αστεροσκοπείου Αθηνών, καθηγητής Άκης Τσελέντης κοινοποιεί τις παρατηρήσεις του Ινστιτούτου στην Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων σχετικά με την έρευνα υδρογονανθράκων Νοτιοδυτικά και Δυτικά της Κρήτης.
Ειδικότερα, επισημαίνει πως η παρούσα ΣΜΠΕ παρουσιάζει “μεγάλες ελλείψεις σε ό,τι αφορά τη σεισμικότητα της περιοχής ενδιαφέροντος, αφού δεν..
έχει λάβει καθόλου υπόψη της κρίσιμα ερευνητικά αποτελέσματα σχετικά με την επαναληψιμότητα των μεγάλων (M≥8) σεισμών στην θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά και δυτικά της Κρήτης”.
Οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις στηρίζονται στα ερευνητικά αποτελέσματα πολλών επιστημόνων αλλά κύρια, όπως αναφέρεται στο κείμενο, σε αυτά της Ερευνήτριας του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Δρ. Βασιλικής Μουσλοπούλου, η οποία έχει μακρόχρονη εμπειρία και τριβή με το συγκεκριμένο αντικείμενο.
Οι παρατηρήσεις αφορούν δύο ζητήματα όπως παρατίθενται στην επιστολή.
Το πρώτο αφορά τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τα δεδομένα ανυψωμένων παλαιοακτών από την Κρήτη. Σημειώνεται, συγκεκριμένα πως αυτά “δείχνουν ότι τα τελευταία περίπου 50 χιλιάδες χρόνια τα σεισμικά ρήγματα δυτικά/νοτιοδυτικά του νησιού έχουν παράξει πολύ περισσότερους μεγασεισμούς (M≥8) στην περιοχή σε σχέση με ό,τι πιστεύονταν μέχρι πρόσφατα και με εξαιρετικά μεγάλη μεταβλητότητα στον χρόνο επανάληψής τους (έρχονται κατά σμήνη)”.
Επιπρόσθετα αναφέρει πως το γεγονός αυτό “είχε ως αποτελέσμα μέσους ρυθμούς επανάληψης μεγασεισμών στην περιοχή της Κρήτης ακόμη και μικρότερους από 400 χρόνια (Mouslopoulou et al., 2015b).
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, ο κ. Τσελέντης υπογραμμίζει πως “δεδομένου ότι έχουν περάσει περισσότερα από 1600 χρόνια από τον μεγάλο σεισμό M>8 του 365 μ.Χ. που έλαβε χώρα δυτικά της Κρήτης, η ανάγκη ενσωμάτωσης αυτών των αποτελεσμάτων στην υπό διαβούλευση ΣΜΠΕ είναι επιτακτική”.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής και την πιθανότητα να δημιουργηθεί τσουνάμι ως συνέπεια ενός σεισμικού φαινομένου. Πιο συγκεκριμένα, στην επιστολή σημειώνεται πως “οι μεγάλοι (Μ>8) σεισμοί που καταγράφηκαν στην Κρήτη δεν έσπασαν τη ραφή των τεκτονικών πλακών, όπως συμβαίνει συχνά σε τυπικές ζώνες υποβύθισης παγκοσμίως, αλλά σε splay faults, δηλαδή σε ρήγματα-παρακλάδια, τα οποία αυξάνουν κατά πολύ την σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής αφού είναι πιο επιφανειακά, έχουν μεγαλύτερη κλίση και συνεπώς είναι ικανότερα να δημιουργήσουν τσουνάμι”.
Μάλιστα, επισημαίνεται στην επιστολή πως ανάλογες γεωλογικές καταστάσεις αναγνωρίζονται πλέον και σε άλλες ζώνες υποβύθισης παγκοσμίως (Mouslopoulou et al., 2016).
Για τους παραπάνω λόγους, το Ινστιτούτο Γεωδυναμικής προτρέπει τις αρμόδιες αρχές και την ΕΔΕΥ να προχωρήσουν στην αναθεώρηση/βελτίωση της “ελλιπούς”, όπως κρίνεται, Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τις περιοχές 'Νοτιοδυτικά της Κρήτης' και 'Δυτικά της Κρήτης'.
Mε ανοικτή επιστολή προς τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων ο Διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνκού Αστεροσκοπείου Αθηνών, καθηγητής Άκης Τσελέντης κοινοποιεί τις παρατηρήσεις του Ινστιτούτου στην Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων σχετικά με την έρευνα υδρογονανθράκων Νοτιοδυτικά και Δυτικά της Κρήτης.
Ειδικότερα, επισημαίνει πως η παρούσα ΣΜΠΕ παρουσιάζει “μεγάλες ελλείψεις σε ό,τι αφορά τη σεισμικότητα της περιοχής ενδιαφέροντος, αφού δεν..
έχει λάβει καθόλου υπόψη της κρίσιμα ερευνητικά αποτελέσματα σχετικά με την επαναληψιμότητα των μεγάλων (M≥8) σεισμών στην θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά και δυτικά της Κρήτης”.
Οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις στηρίζονται στα ερευνητικά αποτελέσματα πολλών επιστημόνων αλλά κύρια, όπως αναφέρεται στο κείμενο, σε αυτά της Ερευνήτριας του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Δρ. Βασιλικής Μουσλοπούλου, η οποία έχει μακρόχρονη εμπειρία και τριβή με το συγκεκριμένο αντικείμενο.
Οι παρατηρήσεις αφορούν δύο ζητήματα όπως παρατίθενται στην επιστολή.
Το πρώτο αφορά τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τα δεδομένα ανυψωμένων παλαιοακτών από την Κρήτη. Σημειώνεται, συγκεκριμένα πως αυτά “δείχνουν ότι τα τελευταία περίπου 50 χιλιάδες χρόνια τα σεισμικά ρήγματα δυτικά/νοτιοδυτικά του νησιού έχουν παράξει πολύ περισσότερους μεγασεισμούς (M≥8) στην περιοχή σε σχέση με ό,τι πιστεύονταν μέχρι πρόσφατα και με εξαιρετικά μεγάλη μεταβλητότητα στον χρόνο επανάληψής τους (έρχονται κατά σμήνη)”.
Επιπρόσθετα αναφέρει πως το γεγονός αυτό “είχε ως αποτελέσμα μέσους ρυθμούς επανάληψης μεγασεισμών στην περιοχή της Κρήτης ακόμη και μικρότερους από 400 χρόνια (Mouslopoulou et al., 2015b).
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, ο κ. Τσελέντης υπογραμμίζει πως “δεδομένου ότι έχουν περάσει περισσότερα από 1600 χρόνια από τον μεγάλο σεισμό M>8 του 365 μ.Χ. που έλαβε χώρα δυτικά της Κρήτης, η ανάγκη ενσωμάτωσης αυτών των αποτελεσμάτων στην υπό διαβούλευση ΣΜΠΕ είναι επιτακτική”.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής και την πιθανότητα να δημιουργηθεί τσουνάμι ως συνέπεια ενός σεισμικού φαινομένου. Πιο συγκεκριμένα, στην επιστολή σημειώνεται πως “οι μεγάλοι (Μ>8) σεισμοί που καταγράφηκαν στην Κρήτη δεν έσπασαν τη ραφή των τεκτονικών πλακών, όπως συμβαίνει συχνά σε τυπικές ζώνες υποβύθισης παγκοσμίως, αλλά σε splay faults, δηλαδή σε ρήγματα-παρακλάδια, τα οποία αυξάνουν κατά πολύ την σεισμική επικινδυνότητα της περιοχής αφού είναι πιο επιφανειακά, έχουν μεγαλύτερη κλίση και συνεπώς είναι ικανότερα να δημιουργήσουν τσουνάμι”.
Μάλιστα, επισημαίνεται στην επιστολή πως ανάλογες γεωλογικές καταστάσεις αναγνωρίζονται πλέον και σε άλλες ζώνες υποβύθισης παγκοσμίως (Mouslopoulou et al., 2016).
Για τους παραπάνω λόγους, το Ινστιτούτο Γεωδυναμικής προτρέπει τις αρμόδιες αρχές και την ΕΔΕΥ να προχωρήσουν στην αναθεώρηση/βελτίωση της “ελλιπούς”, όπως κρίνεται, Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τις περιοχές 'Νοτιοδυτικά της Κρήτης' και 'Δυτικά της Κρήτης'.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου