Από το energypress.gr
Οι πολιτικοί της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνιας που πρωτοστατούν στο διαρκώς αυξανόμενο κίνημα στις ΗΠΑ εναντίον των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών για την προστασία του περιβάλλοντος, ανήκουν στο Δημοκρατικό Κόμμα και θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι με τις μηνύσεις που υποβάλλουν εναντίον των ενεργειακών κολοσσών με την κατηγορία της μόλυνσης του περιβάλλοντος, εκφράζουν την αντίθεσή τους εναντίον της πολιτικής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στο θέμα.
Το επιχείρημα αυτό, μαζί με το ερώτημα γιατί..
μηνύονται μόνο συγκεκριμένες δυτικές εταιρείες, ενώ για την παγκόσμια μόλυνση ευθύνονται περισσότερο οι μεγάλες εταιρείες της Κίνας, της Μέσης Ανατολής και της Ρωσίας, αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης του ισχυρού λόμπυ των πετρελαϊκών εταιρειών στην Ουάσιγκτον.
Ωστόσο, η δύναμη των ενεργειακών κολοσσών Exxon Mobil, BP, Shell, Chevron και Conoco Phillips δεν εμπόδισε τον Δημοκρατικό δήμαρχο της Νέας Υόρκης Μπιλ ντε Μπλάζιο να καθίσει ανάμεσα σε δύο από τους πλέον γνωστούς διεθνώς ακτιβιστές εναντίον της μόλυνσης του πλανήτη- τη συγγραφέα και δημοσιογράφο Ναόμι Κλάιν και τον Μπιλ Μακίμπεν-. και να ανακοινώσει στις 10 Ιανουαρίου ότι θα μηνύσει τις εταιρείες αυτές για περιβαλλοντολογικές ζημίες της Νέας Υόρκης ύψους 20 δισ. δολαρίων και ότι θα αποσύρει επενδύσεις 5.5 δισ.. δολάρια των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων από τις ενεργειακές εταιρείες στο χρηματιστήριο.
Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης που δοκιμάζεται συνεχώς από ακραίες καιρικές συνθήκες οι οποίες σύμφωνα με επιστήμονες αποδίδονται στην υπερθέρμανση του πλανήτη, συνέκρινε την περίπτωση των μηνύσεων εναντίον των πετρελαϊκών εταιρειών με τις εταιρείες τσιγάρων που αναγκάστηκαν το 1997 να πληρώσουν το τεράστιο τότε ποσό των 246 δισ. δολαρίων σε 50 πολιτείες των ΗΠΑ, ως αποζημίωση για τις δαπάνες σχετικά με τον καρκίνο και τις άλλες ασθένειες που προκαλεί το κάπνισμα.
Λομπίστες των εταιρειών πετρελαίου υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Οι καπνοβιομηχανίες, λένε, ερεύνησαν επιστημονικά και παραδέχτηκαν ότι τα προϊόντα τους βλάπτουν σοβαρά την υγεία, ενώ στην περίπτωση των εταιρειών ενέργειας το διακύβευμα είναι ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός που ξεκίνησε από την Βιομηχανική Επανάσταση και έφερε την ανθρωπότητα στο εξελιγμένο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Ήδη, υποστηρίζουν, οι περισσότερες δυτικές εταιρείες τρέχουν προγράμματα ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών ενέργειας που δεν μολύνουν το περιβάλλον και σύντομα θα επέλθει η επιθυμητή ισορροπία. Η έμφαση, υπογραμμίζουν, πρέπει να δοθεί στην Κίνα όπου γίνονται σοβαρότατες περιβαλλοντολογικές καταχρήσεις, στη Ρωσία, στη Μέση Ανατολή, στη Βενεζουέλα, το Μεξικό και αλλού.
Σημαντική για τον σκληρό διάλογο που διεξάγεται στις ΗΠΑ και διεθνώς για το θέμα, είναι η ανακοίνωση τον περασμένο Δεκέμβριο εκ μέρους της Παγκόσμιας Τράπεζας ότι δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει προγράμματα εξερεύνησης πετρελαίου και αερίου. Η θέση αυτή δημιουργεί όπως είναι εύλογο, ερωτηματικά για το μέλλον της αξιοποίησης πολλών μεγάλων ανεκμετάλλευτων κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου σε διάφορα σημεία του κόσμου.
Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και η Κεντρική Τράπεζα της Νορβηγίας τον Νοέμβριο του 2017, όταν ζήτησε από την κυβέρνηση της χώρας να στρέψει μετοχές πετρελαίου και αερίου από το κρατικό ταμείο ύψους ενός τρισ. προς άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Μέχρι σήμερα πάντως το κλαδικό ίδρυμα American Petroleum Institute απέφυγε να σχολιάσει την πρωτοβουλία του δημάρχου της Νέας Υόρκης εναντίον των πέντε μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών.
Οι πολιτικοί της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνιας που πρωτοστατούν στο διαρκώς αυξανόμενο κίνημα στις ΗΠΑ εναντίον των μεγάλων ενεργειακών εταιρειών για την προστασία του περιβάλλοντος, ανήκουν στο Δημοκρατικό Κόμμα και θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι με τις μηνύσεις που υποβάλλουν εναντίον των ενεργειακών κολοσσών με την κατηγορία της μόλυνσης του περιβάλλοντος, εκφράζουν την αντίθεσή τους εναντίον της πολιτικής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στο θέμα.
Το επιχείρημα αυτό, μαζί με το ερώτημα γιατί..
μηνύονται μόνο συγκεκριμένες δυτικές εταιρείες, ενώ για την παγκόσμια μόλυνση ευθύνονται περισσότερο οι μεγάλες εταιρείες της Κίνας, της Μέσης Ανατολής και της Ρωσίας, αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης του ισχυρού λόμπυ των πετρελαϊκών εταιρειών στην Ουάσιγκτον.
Ωστόσο, η δύναμη των ενεργειακών κολοσσών Exxon Mobil, BP, Shell, Chevron και Conoco Phillips δεν εμπόδισε τον Δημοκρατικό δήμαρχο της Νέας Υόρκης Μπιλ ντε Μπλάζιο να καθίσει ανάμεσα σε δύο από τους πλέον γνωστούς διεθνώς ακτιβιστές εναντίον της μόλυνσης του πλανήτη- τη συγγραφέα και δημοσιογράφο Ναόμι Κλάιν και τον Μπιλ Μακίμπεν-. και να ανακοινώσει στις 10 Ιανουαρίου ότι θα μηνύσει τις εταιρείες αυτές για περιβαλλοντολογικές ζημίες της Νέας Υόρκης ύψους 20 δισ. δολαρίων και ότι θα αποσύρει επενδύσεις 5.5 δισ.. δολάρια των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων από τις ενεργειακές εταιρείες στο χρηματιστήριο.
Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης που δοκιμάζεται συνεχώς από ακραίες καιρικές συνθήκες οι οποίες σύμφωνα με επιστήμονες αποδίδονται στην υπερθέρμανση του πλανήτη, συνέκρινε την περίπτωση των μηνύσεων εναντίον των πετρελαϊκών εταιρειών με τις εταιρείες τσιγάρων που αναγκάστηκαν το 1997 να πληρώσουν το τεράστιο τότε ποσό των 246 δισ. δολαρίων σε 50 πολιτείες των ΗΠΑ, ως αποζημίωση για τις δαπάνες σχετικά με τον καρκίνο και τις άλλες ασθένειες που προκαλεί το κάπνισμα.
Λομπίστες των εταιρειών πετρελαίου υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Οι καπνοβιομηχανίες, λένε, ερεύνησαν επιστημονικά και παραδέχτηκαν ότι τα προϊόντα τους βλάπτουν σοβαρά την υγεία, ενώ στην περίπτωση των εταιρειών ενέργειας το διακύβευμα είναι ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός που ξεκίνησε από την Βιομηχανική Επανάσταση και έφερε την ανθρωπότητα στο εξελιγμένο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Ήδη, υποστηρίζουν, οι περισσότερες δυτικές εταιρείες τρέχουν προγράμματα ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών ενέργειας που δεν μολύνουν το περιβάλλον και σύντομα θα επέλθει η επιθυμητή ισορροπία. Η έμφαση, υπογραμμίζουν, πρέπει να δοθεί στην Κίνα όπου γίνονται σοβαρότατες περιβαλλοντολογικές καταχρήσεις, στη Ρωσία, στη Μέση Ανατολή, στη Βενεζουέλα, το Μεξικό και αλλού.
Σημαντική για τον σκληρό διάλογο που διεξάγεται στις ΗΠΑ και διεθνώς για το θέμα, είναι η ανακοίνωση τον περασμένο Δεκέμβριο εκ μέρους της Παγκόσμιας Τράπεζας ότι δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει προγράμματα εξερεύνησης πετρελαίου και αερίου. Η θέση αυτή δημιουργεί όπως είναι εύλογο, ερωτηματικά για το μέλλον της αξιοποίησης πολλών μεγάλων ανεκμετάλλευτων κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου σε διάφορα σημεία του κόσμου.
Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και η Κεντρική Τράπεζα της Νορβηγίας τον Νοέμβριο του 2017, όταν ζήτησε από την κυβέρνηση της χώρας να στρέψει μετοχές πετρελαίου και αερίου από το κρατικό ταμείο ύψους ενός τρισ. προς άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Μέχρι σήμερα πάντως το κλαδικό ίδρυμα American Petroleum Institute απέφυγε να σχολιάσει την πρωτοβουλία του δημάρχου της Νέας Υόρκης εναντίον των πέντε μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου