Από το slpress.gr
Δυναμικό και όχι στατικό μέγεθος, σε αντίθεση με ό,τι γενικώς πιστεύεται, είναι το Δίκαιο της Θάλασσας: εξελίσσεται και αλλάζει αλληλεπιδρώντας με διάφορους παράγοντες. Ένας εξ αυτών είναι η διεθνής γεωγραφία της ισχύος. Η αλληλεπίδραση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη όσον αφορά στη διαμόρφωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε χώρας στις θαλάσσιες εκτάσεις γύρω από αυτήν.
Συγκεκριμένα, το αρχικό όριο των χωρικών υδάτων στα τρία ναυτικά μίλια διαμορφώθηκε εν πολλοίς από το μέγιστο βεληνεκές του χερσαίου πυροβολικού εκείνη την εποχή (cannon shot rule). Άρα, η δυνατότητα προβολής ισχύος από ..
τη στεριά στη θάλασσα υπήρξε ιστορικό θεμέλιο για τον προσδιορισμό του ορίου των χωρικών υδάτων. Η σχέση αυτή δεν έχει πάψει να υφίσταται. Εντελώς απλουστευτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα χωρικά ύδατα ήταν, σε γενικές γραμμές, ο θαλάσσιος χώρος όπου στην περίπτωση μονομαχίας της χερσαίας με τη ναυτική ισχύ, η πρώτη θα έβγαινε κατά κανόνα νικήτρια.
Σήμερα, λοιπόν, εμφανίζεται η πιθανότητα μιας τεράστιων διαστάσεων αλλαγής όσον αφορά αυτή τη διαχρονική μονομαχία χερσαίας και ναυτικής ισχύος, η οποία, αργά ή γρήγορα, αναμένεται να επιδράσει και στο Δίκαιο της Θάλασσας. Πιο συγκεκριμένα αναμένεται να επηρεάσει την έννοια της ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).
Η αλλαγή αυτή είναι η προσπάθεια ισχυρών ευρασιατικών δυνάμεων, με προεξάρχουσα την Κίνα, να αναπτύξουν αποτελεσματικά χερσαία πλέγματα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD), στόχος των οποίων είναι να μετατρέψουν τα παράκτια ευρασιατικά ύδατα, σε εύρος μεγαλύτερο των 500 χλμ., σε παγίδα θανάτου για τις αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις, διώχνοντάς τες μακριά από τις ακτές.
Νέα γεωστρατηγική πραγματικότητα
Διαμορφώνεται, κατά συνέπεια, μια νέα γεωστρατηγική πραγματικότητα όσον αφορά στη δυναμική ισορροπία μεταξύ χερσαίας και θαλάσσιας ισχύος σε μια παράκτια ζώνη τα μεγέθη της οποίας ξεπερνούν δραματικά τα 12 ναυτικά μίλια, που αποτελούν τα σημερινά όρια της εθνικής κυριαρχίας στη θάλασσα. Έτσι, πολλές χώρες του κόσμου, με προεξάρχουσα πάλι την Κίνα, έχουν αρχίσει να θεωρούν τα 200 ναυτικά μίλια της ΑΟΖ, ως χώρο όπου δικαιούνται να ασκούν πλήρη κυριαρχία και όχι απλώς να έχουν το δικαίωμα της αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης.
Παρόμοιες απόψεις, αν και όχι τόσο ακραίες όσο αυτές της Κίνας, έχουν αρχίσει να εκφράζουν χώρες, όπως η Ινδία και η Βραζιλία. Με πολύ δυναμικό τρόπο αναμένεται σε αυτήν την ομάδα να προσχωρήσει και η Ρωσία. Με τη διαφαινόμενη τήξη του στρώματος των αρκτικών πάγων, θεωρεί ως κρίσιμης σημασίας για την ασφάλειά της να έχει τον πλήρη έλεγχο του Αρκτικού σε βάθος πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων από τις ρωσικές ακτές.
Για να το πούμε απλά, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η Ρωσία να λειτουργήσει με βάση το γράμμα του ισχύοντος Δικαίου της Θάλασσας και να αποδεχθεί την παρουσία αμερικανικών (ή οιοδήποτε άλλων) ναυτικών δυνάμεων στα 12 ναυτικά μίλια από τις αχανείς βόρειες ακτές της. Άρα, ο «εμπλουτισμός» της έννοιας της ΑΟΖ ως χώρου άσκησης εθνικής κυριαρχίας και όχι απλώς αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης είναι κάτι που ενδέχεται ήδη να έχει αρχίσει και να μην είναι απλώς μια πιθανότητα για το μέλλον.
Η ευκαιρία και η παγίδα
Αυτή η διαμορφούμενη νέα γεωπολιτική –εν δυνάμει και νομική– πραγματικότητα ενδέχεται να έχει μεγάλες συνέπειες στο μέλλον στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ισορροπίες. Εντελώς απλουστευτικά, ας σκεφτούμε τι θα συμβεί σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν δικαίωμα στην ανακήρυξη AOZ και αυτή διαμορφωθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ του ηπειρωτικού εδάφους των δύο χωρών. Τότε, πολλά ελληνικά νησιά, μαζί με τα χωρικά τους ύδατα, θα βρεθούν να έχουν ενσωματωθεί μέσα σε έναν χώρο εθνικής κυριαρχίας της Τουρκίας, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το μέλλον τους.
Αντιθέτως, αν τα ελληνικά νησιά αποκτήσουν ΑΟΖ, τότε ολόκληρο το Αιγαίο και μεγάλο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου μετατρέπεται σε χώρο συμπαγούς ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Η ενοποίηση των αρχιπελαγικών χερσαίων δομών του Αιγαίου με τις θαλάσσιες εκτάσεις γύρω και μέσα από αυτές δημιουργεί ένα είδος «μεγάλης Ελλάδας» και η γεωπολιτική αξία της χώρας μας αυξάνεται κατακόρυφα.
Άρα, αν πράγματι, λόγω μεταλλάξεων στο διεθνές σύστημα ισχύος, η ΑΟΖ εξελιχθεί –τυπικά ή άτυπα, εν μέρει ή εν συνόλω– σε χώρο εθνικής κυριαρχίας, τότε η Ελλάδα ενδέχεται να βρεθεί ενώπιον ενός ακραίου διλήμματος: Ή θα κινηθεί προς τη δραστική της γεωπολιτική αναβάθμιση, ή θα κινδυνεύσει να απολέσει μέρος της εδαφικής της επικράτειας, μιας και αυτό θα βρεθεί να έχει ενσωματωθεί μέσα σε έναν χώρο τουρκικής εθνικής κυριαρχίας.
Βέβαια, αυτό το δίπολο είναι υπερβολικά υπεραπλουστευμένο και δύσκολα θα προκύψουν τόσο απόλυτες καταστάσεις. Ωστόσο, δια της υπερβολής αποσκοπεί να καταδείξει ότι ενδέχεται να βρεθούμε ενώπιον μιας πρωτοφανούς κατάστασης. Την οποία δεν θα είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε αν συνεχίσουμε να ερμηνεύουμε το Δίκαιο της Θάλασσας ωσάν να ήταν ένα απόλυτο και στατικό μέγεθος. Είναι, όμως, μια δυναμική κατάσταση που διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων, με έναν εξ αυτών να είναι οι διεθνείς ισορροπίες ισχύος.
Γεωγραφία ισχύος
Με βάση όλα τα παραπάνω, η διαδικασία για την ανακήρυξη ΑΟΖ από πλευράς της Ελλάδας μάλλον θα πρέπει να επιταχυνθεί δραστικά για να μη βρεθούμε ενώπιον δυσάρεστων καταστάσεων στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Ωστόσο, κατά την άποψη του γράφοντος, το πιο σημαντικό είναι να διαμορφώσουμε μια γεωγραφία ισχύος που θα ενοποιεί τις αρχιπελαγικές δομές του Αιγαίου σε μια ενιαία γεωστρατηγική ενότητα, θα «απορροφά» τις θαλάσσιες εκτάσεις ανάμεσα στα νησιά και θα προσφέρει δραστικό πλεονέκτημα στη χώρα μας όσον αφορά την κυριαρχία στον συγκεκριμένο χώρο.
Με βάση τη λογική που περιγράψαμε πιο πάνω, η επίτευξη ενός τετελεσμένου στη γεωγραφία της ισχύος ενδέχεται να έχει σημαντική επίδραση, αργά ή γρήγορα, στη διαμόρφωση του διεθνούς δικαίου αναφορικά με το ποιος δικαιούται να κατέχει τη μια ή την άλλη θαλάσσια περιοχή.
Η επίτευξη αυτού του σκοπού μπορεί να ακούγεται ουτοπική για πολλούς, αλλά δεν είναι κατ’ ανάγκη έτσι. Αντιθέτως, οι σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις στην επιστήμη και τεχνολογία του πολέμου συνδυάζονται με το ότι η χώρα μας πλεονεκτεί στο ότι κατέχει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, κάτι που της προσφέρει μια βάση έδρασης επάνω στην οποία μπορεί να αναπτύξει ένα «πολυπλέγμα» (complex-of-complexes) αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD). Αυτό θα περιορίζει αποφασιστικά τις δυνατότητες δράσης των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων.
Ανάγκη για αντισυμβατική σκέψη
Για παράδειγμα, η προσαρμογή στις ελληνικές συνθήκες δογμάτων και μεθοδολογιών του Στρατού των ΗΠΑ, όπως είναι η «Πολυχωρική Μάχη» (Multi Domain Battle) και τα «Διαχωρικά Πυρά» (Cross Domain Fires), μπορούν να διευκολύνουν σημαντικά την ανάπτυξη αυτών των πλεγμάτων. Το αν και πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου. Εν τούτοις, μπορούμε να πούμε ότι τα σχετικά συστήματα και τεχνολογίες υπάρχουν στη διεθνή αγορά και σε κάποιον βαθμό θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και εγχωρίως.
Όσον δε αφορά τον κρίσιμο παράγοντα του κόστους, μια παρόμοια προσπάθεια μάλλον εντάσσεται στις εξαιρετικά περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της σημερινής Ελλάδας. Για την ακρίβεια, θα μπορούσε ακόμη και να συνεισφέρει στη δημιουργία ενός οικονομικότερου στρατεύματος, σε βάθος χρόνου, απ’ ό,τι το σημερινό. Αυτό που πρωτίστως απαιτείται είναι φαντασία, αντισυμβατική σκέψη και στενή παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων στον χώρο της στρατιωτικής επιστήμης και τεχνολογίας.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι, αν δεν προχωρήσει η Ελλάδα στην ανάπτυξη μιας αρχιτεκτονικής ισχύος που θα καθιστά το Αιγαίο «ελληνική λίμνη», είναι πολύ πιθανόν ότι θα το πράξει η Τουρκία. Για την ακρίβεια, ήδη το πράττει. Το τρίπτυχο των μαχητικών αεροσκαφών F-35 Lightning II, του συστήματος αεράμυνας μεγάλου βεληνεκούς S-400 και μιας οικογένειας βαλλιστικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, τουρκικής ανάπτυξης, στους οποίους στο μέλλον μπορεί να περιλαμβάνονται και κατευθυνόμενοι βαλλιστικοί πύραυλοι εναντίον πλοίων (ASBM), απειλεί να θέσει το Αιγαίο μέσα σε έναν θόλο άρνησης δράσης της ελληνικής αεροπορίας και του ελληνικού ναυτικού. Και αυτό, με ό,τι μπορεί να σημαίνει, σε βάθος χρόνου, για την εθνική κυριαρχία των δύο χωρών.
του Κωνσταντίνου Γρίβα
Δυναμικό και όχι στατικό μέγεθος, σε αντίθεση με ό,τι γενικώς πιστεύεται, είναι το Δίκαιο της Θάλασσας: εξελίσσεται και αλλάζει αλληλεπιδρώντας με διάφορους παράγοντες. Ένας εξ αυτών είναι η διεθνής γεωγραφία της ισχύος. Η αλληλεπίδραση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη όσον αφορά στη διαμόρφωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε χώρας στις θαλάσσιες εκτάσεις γύρω από αυτήν.
Συγκεκριμένα, το αρχικό όριο των χωρικών υδάτων στα τρία ναυτικά μίλια διαμορφώθηκε εν πολλοίς από το μέγιστο βεληνεκές του χερσαίου πυροβολικού εκείνη την εποχή (cannon shot rule). Άρα, η δυνατότητα προβολής ισχύος από ..
τη στεριά στη θάλασσα υπήρξε ιστορικό θεμέλιο για τον προσδιορισμό του ορίου των χωρικών υδάτων. Η σχέση αυτή δεν έχει πάψει να υφίσταται. Εντελώς απλουστευτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα χωρικά ύδατα ήταν, σε γενικές γραμμές, ο θαλάσσιος χώρος όπου στην περίπτωση μονομαχίας της χερσαίας με τη ναυτική ισχύ, η πρώτη θα έβγαινε κατά κανόνα νικήτρια.
Σήμερα, λοιπόν, εμφανίζεται η πιθανότητα μιας τεράστιων διαστάσεων αλλαγής όσον αφορά αυτή τη διαχρονική μονομαχία χερσαίας και ναυτικής ισχύος, η οποία, αργά ή γρήγορα, αναμένεται να επιδράσει και στο Δίκαιο της Θάλασσας. Πιο συγκεκριμένα αναμένεται να επηρεάσει την έννοια της ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).
Η αλλαγή αυτή είναι η προσπάθεια ισχυρών ευρασιατικών δυνάμεων, με προεξάρχουσα την Κίνα, να αναπτύξουν αποτελεσματικά χερσαία πλέγματα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD), στόχος των οποίων είναι να μετατρέψουν τα παράκτια ευρασιατικά ύδατα, σε εύρος μεγαλύτερο των 500 χλμ., σε παγίδα θανάτου για τις αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις, διώχνοντάς τες μακριά από τις ακτές.
Νέα γεωστρατηγική πραγματικότητα
Διαμορφώνεται, κατά συνέπεια, μια νέα γεωστρατηγική πραγματικότητα όσον αφορά στη δυναμική ισορροπία μεταξύ χερσαίας και θαλάσσιας ισχύος σε μια παράκτια ζώνη τα μεγέθη της οποίας ξεπερνούν δραματικά τα 12 ναυτικά μίλια, που αποτελούν τα σημερινά όρια της εθνικής κυριαρχίας στη θάλασσα. Έτσι, πολλές χώρες του κόσμου, με προεξάρχουσα πάλι την Κίνα, έχουν αρχίσει να θεωρούν τα 200 ναυτικά μίλια της ΑΟΖ, ως χώρο όπου δικαιούνται να ασκούν πλήρη κυριαρχία και όχι απλώς να έχουν το δικαίωμα της αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης.
Παρόμοιες απόψεις, αν και όχι τόσο ακραίες όσο αυτές της Κίνας, έχουν αρχίσει να εκφράζουν χώρες, όπως η Ινδία και η Βραζιλία. Με πολύ δυναμικό τρόπο αναμένεται σε αυτήν την ομάδα να προσχωρήσει και η Ρωσία. Με τη διαφαινόμενη τήξη του στρώματος των αρκτικών πάγων, θεωρεί ως κρίσιμης σημασίας για την ασφάλειά της να έχει τον πλήρη έλεγχο του Αρκτικού σε βάθος πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων από τις ρωσικές ακτές.
Για να το πούμε απλά, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η Ρωσία να λειτουργήσει με βάση το γράμμα του ισχύοντος Δικαίου της Θάλασσας και να αποδεχθεί την παρουσία αμερικανικών (ή οιοδήποτε άλλων) ναυτικών δυνάμεων στα 12 ναυτικά μίλια από τις αχανείς βόρειες ακτές της. Άρα, ο «εμπλουτισμός» της έννοιας της ΑΟΖ ως χώρου άσκησης εθνικής κυριαρχίας και όχι απλώς αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης είναι κάτι που ενδέχεται ήδη να έχει αρχίσει και να μην είναι απλώς μια πιθανότητα για το μέλλον.
Η ευκαιρία και η παγίδα
Αυτή η διαμορφούμενη νέα γεωπολιτική –εν δυνάμει και νομική– πραγματικότητα ενδέχεται να έχει μεγάλες συνέπειες στο μέλλον στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ισορροπίες. Εντελώς απλουστευτικά, ας σκεφτούμε τι θα συμβεί σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν δικαίωμα στην ανακήρυξη AOZ και αυτή διαμορφωθεί με βάση την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ του ηπειρωτικού εδάφους των δύο χωρών. Τότε, πολλά ελληνικά νησιά, μαζί με τα χωρικά τους ύδατα, θα βρεθούν να έχουν ενσωματωθεί μέσα σε έναν χώρο εθνικής κυριαρχίας της Τουρκίας, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το μέλλον τους.
Αντιθέτως, αν τα ελληνικά νησιά αποκτήσουν ΑΟΖ, τότε ολόκληρο το Αιγαίο και μεγάλο μέρος της Ανατολικής Μεσογείου μετατρέπεται σε χώρο συμπαγούς ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Η ενοποίηση των αρχιπελαγικών χερσαίων δομών του Αιγαίου με τις θαλάσσιες εκτάσεις γύρω και μέσα από αυτές δημιουργεί ένα είδος «μεγάλης Ελλάδας» και η γεωπολιτική αξία της χώρας μας αυξάνεται κατακόρυφα.
Άρα, αν πράγματι, λόγω μεταλλάξεων στο διεθνές σύστημα ισχύος, η ΑΟΖ εξελιχθεί –τυπικά ή άτυπα, εν μέρει ή εν συνόλω– σε χώρο εθνικής κυριαρχίας, τότε η Ελλάδα ενδέχεται να βρεθεί ενώπιον ενός ακραίου διλήμματος: Ή θα κινηθεί προς τη δραστική της γεωπολιτική αναβάθμιση, ή θα κινδυνεύσει να απολέσει μέρος της εδαφικής της επικράτειας, μιας και αυτό θα βρεθεί να έχει ενσωματωθεί μέσα σε έναν χώρο τουρκικής εθνικής κυριαρχίας.
Βέβαια, αυτό το δίπολο είναι υπερβολικά υπεραπλουστευμένο και δύσκολα θα προκύψουν τόσο απόλυτες καταστάσεις. Ωστόσο, δια της υπερβολής αποσκοπεί να καταδείξει ότι ενδέχεται να βρεθούμε ενώπιον μιας πρωτοφανούς κατάστασης. Την οποία δεν θα είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε αν συνεχίσουμε να ερμηνεύουμε το Δίκαιο της Θάλασσας ωσάν να ήταν ένα απόλυτο και στατικό μέγεθος. Είναι, όμως, μια δυναμική κατάσταση που διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων, με έναν εξ αυτών να είναι οι διεθνείς ισορροπίες ισχύος.
Γεωγραφία ισχύος
Με βάση όλα τα παραπάνω, η διαδικασία για την ανακήρυξη ΑΟΖ από πλευράς της Ελλάδας μάλλον θα πρέπει να επιταχυνθεί δραστικά για να μη βρεθούμε ενώπιον δυσάρεστων καταστάσεων στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Ωστόσο, κατά την άποψη του γράφοντος, το πιο σημαντικό είναι να διαμορφώσουμε μια γεωγραφία ισχύος που θα ενοποιεί τις αρχιπελαγικές δομές του Αιγαίου σε μια ενιαία γεωστρατηγική ενότητα, θα «απορροφά» τις θαλάσσιες εκτάσεις ανάμεσα στα νησιά και θα προσφέρει δραστικό πλεονέκτημα στη χώρα μας όσον αφορά την κυριαρχία στον συγκεκριμένο χώρο.
Με βάση τη λογική που περιγράψαμε πιο πάνω, η επίτευξη ενός τετελεσμένου στη γεωγραφία της ισχύος ενδέχεται να έχει σημαντική επίδραση, αργά ή γρήγορα, στη διαμόρφωση του διεθνούς δικαίου αναφορικά με το ποιος δικαιούται να κατέχει τη μια ή την άλλη θαλάσσια περιοχή.
Η επίτευξη αυτού του σκοπού μπορεί να ακούγεται ουτοπική για πολλούς, αλλά δεν είναι κατ’ ανάγκη έτσι. Αντιθέτως, οι σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις στην επιστήμη και τεχνολογία του πολέμου συνδυάζονται με το ότι η χώρα μας πλεονεκτεί στο ότι κατέχει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, κάτι που της προσφέρει μια βάση έδρασης επάνω στην οποία μπορεί να αναπτύξει ένα «πολυπλέγμα» (complex-of-complexes) αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD). Αυτό θα περιορίζει αποφασιστικά τις δυνατότητες δράσης των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων.
Ανάγκη για αντισυμβατική σκέψη
Για παράδειγμα, η προσαρμογή στις ελληνικές συνθήκες δογμάτων και μεθοδολογιών του Στρατού των ΗΠΑ, όπως είναι η «Πολυχωρική Μάχη» (Multi Domain Battle) και τα «Διαχωρικά Πυρά» (Cross Domain Fires), μπορούν να διευκολύνουν σημαντικά την ανάπτυξη αυτών των πλεγμάτων. Το αν και πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου. Εν τούτοις, μπορούμε να πούμε ότι τα σχετικά συστήματα και τεχνολογίες υπάρχουν στη διεθνή αγορά και σε κάποιον βαθμό θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και εγχωρίως.
Όσον δε αφορά τον κρίσιμο παράγοντα του κόστους, μια παρόμοια προσπάθεια μάλλον εντάσσεται στις εξαιρετικά περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της σημερινής Ελλάδας. Για την ακρίβεια, θα μπορούσε ακόμη και να συνεισφέρει στη δημιουργία ενός οικονομικότερου στρατεύματος, σε βάθος χρόνου, απ’ ό,τι το σημερινό. Αυτό που πρωτίστως απαιτείται είναι φαντασία, αντισυμβατική σκέψη και στενή παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων στον χώρο της στρατιωτικής επιστήμης και τεχνολογίας.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι, αν δεν προχωρήσει η Ελλάδα στην ανάπτυξη μιας αρχιτεκτονικής ισχύος που θα καθιστά το Αιγαίο «ελληνική λίμνη», είναι πολύ πιθανόν ότι θα το πράξει η Τουρκία. Για την ακρίβεια, ήδη το πράττει. Το τρίπτυχο των μαχητικών αεροσκαφών F-35 Lightning II, του συστήματος αεράμυνας μεγάλου βεληνεκούς S-400 και μιας οικογένειας βαλλιστικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, τουρκικής ανάπτυξης, στους οποίους στο μέλλον μπορεί να περιλαμβάνονται και κατευθυνόμενοι βαλλιστικοί πύραυλοι εναντίον πλοίων (ASBM), απειλεί να θέσει το Αιγαίο μέσα σε έναν θόλο άρνησης δράσης της ελληνικής αεροπορίας και του ελληνικού ναυτικού. Και αυτό, με ό,τι μπορεί να σημαίνει, σε βάθος χρόνου, για την εθνική κυριαρχία των δύο χωρών.
του Κωνσταντίνου Γρίβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου