Από το energypress.gr
Περίπου το 53% του βιοντίζελ της ΕΕ παράγεται με εισαγόμενη πρώτη ύλη, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τη ΜΚΟ Transport & Environment (T&E), ενώ σχεδόν το ήμισυ του εισαγόμενου φοινικέλαιου χρησιμοποιείται σε κινητήρες αυτοκινήτων.
«Οι Ευρωπαίοι οδηγοί είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές φοινικέλαιου στην Ευρώπη και δεν το γνωρίζουν», δήλωσε την Τρίτη (17 Οκτωβρίου) η Διευθύντρια Καθαρών Καυσίμων της Transport and Environment’s, Laura Buffet.
Στην Ευρώπη, τα βιοκαύσιμα αντιπροσωπεύουν σήμερα..
το 4,9% των καυσίμων για τις μεταφορές, ενώ το βιοντίζελ αντιπροσωπεύει το 81% αυτού του αριθμού. Σύμφωνα με την ανάλυση της T & E, περίπου το 33% αυτού του βιοντίζελ προέρχεται από εισαγόμενο φοινικέλαιο, όπως αναφέρει η EurActiv.
«Υπάρχουν διαφορές στις επιπτώσεις των φυτικών ελαίων όσον αφορά στα αέρια του θερμοκηπίου, αλλά κατά μέσο όρο όλα τα βιοντίζελ με βάση τις καλλιέργειες είναι χειρότερα για το κλίμα συγκριτικά με το ορυκτό πετρέλαιο», αναφέρει η μελέτη της T&E. «Το φοινικέλαιο έχει τις υψηλότερες συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου – πάνω από τρεις φορές τις εκπομπές ορυκτών καυσίμων».
Οι επικριτές αναφέρουν ότι η παραγωγή βιοκαυσίμων στις γεωργικές εκτάσεις μετατοπίζει την παραγωγή τροφίμων και οδηγεί σε αυξημένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, καθώς οι γεωργικές περιοχές επεκτείνονται, για να συμβαδίζουν με την αυξανόμενη ζήτηση τροφίμων. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως έμμεση αλλαγή χρήσης γης (ILUC).
Η οδηγία της ΕΕ για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θέτει ως ανώτατο όριο 7% στο μερίδιο των βιοκαυσίμων (πρώτης γενιάς) με βάση την καλλιέργεια, συμπεριλαμβανομένης της βιοαιθανόλης και του βιοντίζελ.
Η πολιτική της ΕΕ για τα βιοκαύσιμα οδήγησε σε απότομη αύξηση της ζήτησης φυτικών ελαίων στην Ένωση. Αρχής γενομένης από το 2005, η κατανάλωση φυτικών ελαίων στον τομέα των τροφίμων μειώθηκε κατά 10%, ενώ στον τομέα των μεταφορών σχεδόν τετραπλασιάστηκε.
Από την πλευρά της, η Copa-Cogeca εκτιμά ότι η πρόσθετη ζήτηση που προκαλείται από το βιοντίζελ έχει αυξήσει την τιμή των παγκόσμιων καλλιεργειών ελαιολάδου κατά 4%. Η αύξηση αυτή επηρέασε τόσο τις αγορές πετρελαίου, όσο και τις ζωοτροφές.
Στην πρότασή της περί αναδιατύπωσης της οδηγίας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για το 2021-2030 (RED II), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε τη μείωση του ανώτατου ορίου για τα βιοκαύσιμα πρώτης γενιάς που προέρχονται από καλλιέργειες τροφίμων, οι οποίες χρησιμοποιούνται στον τομέα των μεταφορών από 7% το 2020 έως 3,8% το 2030.
Ωστόσο, οι αγρότες φοβούνται ότι αυτή η σταδιακή κατάργηση θα διακόψει μια σημαντική ροή εσόδων.
Περίπου το 53% του βιοντίζελ της ΕΕ παράγεται με εισαγόμενη πρώτη ύλη, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τη ΜΚΟ Transport & Environment (T&E), ενώ σχεδόν το ήμισυ του εισαγόμενου φοινικέλαιου χρησιμοποιείται σε κινητήρες αυτοκινήτων.
«Οι Ευρωπαίοι οδηγοί είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές φοινικέλαιου στην Ευρώπη και δεν το γνωρίζουν», δήλωσε την Τρίτη (17 Οκτωβρίου) η Διευθύντρια Καθαρών Καυσίμων της Transport and Environment’s, Laura Buffet.
Στην Ευρώπη, τα βιοκαύσιμα αντιπροσωπεύουν σήμερα..
το 4,9% των καυσίμων για τις μεταφορές, ενώ το βιοντίζελ αντιπροσωπεύει το 81% αυτού του αριθμού. Σύμφωνα με την ανάλυση της T & E, περίπου το 33% αυτού του βιοντίζελ προέρχεται από εισαγόμενο φοινικέλαιο, όπως αναφέρει η EurActiv.
«Υπάρχουν διαφορές στις επιπτώσεις των φυτικών ελαίων όσον αφορά στα αέρια του θερμοκηπίου, αλλά κατά μέσο όρο όλα τα βιοντίζελ με βάση τις καλλιέργειες είναι χειρότερα για το κλίμα συγκριτικά με το ορυκτό πετρέλαιο», αναφέρει η μελέτη της T&E. «Το φοινικέλαιο έχει τις υψηλότερες συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου – πάνω από τρεις φορές τις εκπομπές ορυκτών καυσίμων».
Οι επικριτές αναφέρουν ότι η παραγωγή βιοκαυσίμων στις γεωργικές εκτάσεις μετατοπίζει την παραγωγή τροφίμων και οδηγεί σε αυξημένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, καθώς οι γεωργικές περιοχές επεκτείνονται, για να συμβαδίζουν με την αυξανόμενη ζήτηση τροφίμων. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως έμμεση αλλαγή χρήσης γης (ILUC).
Η οδηγία της ΕΕ για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας θέτει ως ανώτατο όριο 7% στο μερίδιο των βιοκαυσίμων (πρώτης γενιάς) με βάση την καλλιέργεια, συμπεριλαμβανομένης της βιοαιθανόλης και του βιοντίζελ.
Η πολιτική της ΕΕ για τα βιοκαύσιμα οδήγησε σε απότομη αύξηση της ζήτησης φυτικών ελαίων στην Ένωση. Αρχής γενομένης από το 2005, η κατανάλωση φυτικών ελαίων στον τομέα των τροφίμων μειώθηκε κατά 10%, ενώ στον τομέα των μεταφορών σχεδόν τετραπλασιάστηκε.
Από την πλευρά της, η Copa-Cogeca εκτιμά ότι η πρόσθετη ζήτηση που προκαλείται από το βιοντίζελ έχει αυξήσει την τιμή των παγκόσμιων καλλιεργειών ελαιολάδου κατά 4%. Η αύξηση αυτή επηρέασε τόσο τις αγορές πετρελαίου, όσο και τις ζωοτροφές.
Στην πρότασή της περί αναδιατύπωσης της οδηγίας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για το 2021-2030 (RED II), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε τη μείωση του ανώτατου ορίου για τα βιοκαύσιμα πρώτης γενιάς που προέρχονται από καλλιέργειες τροφίμων, οι οποίες χρησιμοποιούνται στον τομέα των μεταφορών από 7% το 2020 έως 3,8% το 2030.
Ωστόσο, οι αγρότες φοβούνται ότι αυτή η σταδιακή κατάργηση θα διακόψει μια σημαντική ροή εσόδων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου