Από το energypress.gr
Από την πρώτη ημέρα του νέου έτους τέθηκε σε εφαρμογή η συμφωνία για την περιστολή της παραγωγής πετρελαίου, στην οποία κατέληξαν μετά από πολύμηνες και δύσκολες διαπραγματεύσεις οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες.
Θυμίζουμε ότι η συμφωνία των μελών του ΟΠΕΚ, με τη σύμπραξη και άλλων κρατών, προβλέπει την μείωση της παραγωγής κατά 1,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα (1,2 εκατ. βαρέλια από τα μέλη του ΟΠΕΚ και 600 εκατ. από 11 μη μέλη του). Το μεγαλύτερο μέρος αναλαμβάνει η Σαουδική Αραβία και οι υπόλοιπες χώρες του Κόλπου με τις οποίες έχει στενή συνεργασία, ενώ τα υπόλοιπα κράτη να συμβάλλουν αναλογικά, με ιδιαίτερη σημασία να έχει η συμμετοχή της Ρωσίας.
Η ιστορική συμφωνία..
έγινε αρχικά δεκτή με αισιοδοξία, αλλά και προβληματισμό ως προς τη βιωσιμότητα, αλλά και την αποτελεσματικότητά της.
Οι μεγάλες προσδοκίες διαφάνηκαν ήδη από τα τέλη του 2016, με τις τιμές να εκτοξεύονται, σε σχέση με τις αρχές του έτους, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η χρονιά να κλείσει τελικά με θετικό πρόσημο.
Όμως, ο προβληματισμός παραμένει και αρκετοί αναλυτές είναι διστακτικοί ως προς το αν θα εξακολουθήσει το ράλι των τιμών του πετρελαίου με τους ίδιους ρυθμούς, καθώς και το αν θα οδηγήσει σε επιστροφή των τιμών στα προ 2014 επίπεδα.
Θα τηρηθεί από όλους η συμφωνία;
Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που οδηγούν τους αναλυτές να διατηρούν επιφυλάξεις. Ο πρώτος έχει να κάνει με το αν και κατά πόσο τα κράτη θα διατηρήσουν πράγματι την παραγωγή τους στα συμφωνηθέντα επίπεδα ή αν τελικά, όπως άλλωστε έχει δείξει αρκετές φορές η ιστορία, θα υπάρξουν σε σχετικά σύντομο διάστημα αποκλίσεις και τελικά αστοχία.
Ως προς αυτό, αρκετοί είναι οι αναλυτές που στρέφουν το βλέμμα τους στη Ρωσία, θεωρώντας απίθανο να τηρήσει στο έπακρο τα συμφωνηθέντα. Προς επίρρωση των εκτιμήσεών τους αυτών, επισημαίνουν ότι σε όλες τις σχετικές δημόσιες τοποθετήσεις Ρώσων αξιωματούχων, δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αριθμούς, παρά μόνο γενικόλογες τοποθετήσεις περί διάθεσης συμβολής κ.λπ. Χρειάζεται να σημειώσουμε, βέβαια, ότι όσες φορές έχει ερωτηθεί σχετικά ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας έχει διαψεύσει ότι υπάρχει ενδεχόμενο μη συμμόρφωσης της χώρας του.
Εξίσου μεγάλος, όμως, αν όχι και μεγαλύτερος, είναι ο προβληματισμός και σε ό,τι αφορά τα ίδια τα μέλη του ΟΠΕΚ, δεδομένου ότι το καρτέλ έχει μεγάλο ιστορικό μη τήρησης των συμφωνηθέντων.
Ο σχετικός προβληματισμός επιτείνειται και από αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών επιτήρησης και διασφάλισης της τήρησης της συμφωνίας.
Είναι γνωστό ότι, ουσιαστικά, η Σαουδική Αραβία έχει αναλάβει ρόλο θεματοφύλακα της συμφωνίας και μάλιστα οι Σαουδάραβες έχουν δείξει διάθεση να προσαρμόσουν τη δική τους παραγωγή με στόχο τη διασφάλιση ικανοποιητικών τιμών διεθνώς.
Όμως, δεδομένου ότι η σαουδαραβική οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο, είναι προφανές ότι, σε περίπτωση που ασκηθούν μεγάλες πιέσεις, είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς ότι και οι Σαουδάραβες ενδέχεται να επανεξετάσουν τη στάση τους, ιδιαίτερα σε περίπτωση που οι υπόλοιπες χώρες φανούν ασυνεπείς ως προς τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν.
Αρκεί η συμφωνία για να σταματήσει η υπερπροσφορά;
Ο δεύτερος έχει να κάνει με το αν και κατά πόσο, ακόμα και σε περίπτωση πλήρους και συνεπούς υλοποίησης της συμφωνίας, κάτι τέτοιο είναι αρκετό για να περιοριστεί σημαντικά η υπερπροσφορά πετρελαίου.
Ως προς το σκέλος αυτό, οι αναλυτές εστιάζουν ιδιαίτερα στο ρόλο των ΗΠΑ και δη την εκμετάλλευση του σχιστολιθικού πετρελαίου, η οποία προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα στην εγχώρια πετρελαιοπαραγωγή, με αποτέλεσμα να διευρύνονται τα περιθώρια κερδοφορίας των αμερικανικών πετρελαϊκών ομίλων σε συνθήκες περιστολής της παραγωγής των υπολοίπων, καθώς μπορούν να αποσπάσουν μεγαλύτερα μερίδια της αγοράς. Έτσι, ο παράγοντας αυτός μπορεί να «τινάξει» την προσπάθεια στον αέρα.
Πέραν αυτού, όμως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι τη συμφωνία δεν έχουν προσυπογράψει και άλλες, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως η Κίνα, η Αυστραλία, η Βραζιλία, η Μεγ. Βρετανία και η Νορβηγία.
Σε συνθήκες που οι υπόλοιπες χώρες περιορίσουν την παραγωγή τους, είναι μεγάλη η πρόκληση για αυτές να ενισχύσουν το μερίδιό τους στις διεθνείς αγορές και να επωφεληθούν από τον όγκο της παραγωγής τους για να αντλήσους ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Κι αυτό γιατί, αφού δε δεσμεύονται από τη συμφωνία, έχουν μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας και προσαρμογής στις διακυμάνσεις της αγοράς.
Οι κίνδυνοι από το ισχυρό δολάριο
Ένας επιπρόσθετος παράγοντας που μπορεί δυνητικά να υποσκάψει τις προοπτικές επιτυχούς υλοποίησης της συμφωνίας, είναι το ισχυρό δολάριο. Κι αυτό γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, το χρέος αρκετών χωρών θα διογκωθεί, με αποτέλεσμα να στραφούν στην εντεινόμενη αξιοποίηση της πετρελαιοπαραγωγής τους ούτως ώστε να ανταποκριθούν στις πιέσεις.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βενεζουέλα, τα οικονομικά προβλήματα της οποίας είναι γνωστά και μάλιστα αρκετοί είχαν σημειώσει ότι υπάρχει ακόμα και κίνδυνος χρεωκοπίας της χώρας. Όμως, η εκμετάλλευση του πετρελαϊκού πλούτου της χώρας είναι παράγοντας που επιδρά ανασχετικά στην υλοποίηση ενός τέτοιου ενδεχομένου. Αυτό συμβαίνει τόσο γιατί τα συμβόλαια που έχει υπογράψει η χώρα θα πρέπει να υλοποιηθούν, με τα προβλήματα από ενδεχόμενη δυσκολία στην εξυπηρέτησή τους να επιφέρουν ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα στην πολύπαθη οικονομία της χώρας, αλλά και γιατί το πετρέλαιο αποτελεί την πιο πρόσφορη πηγή άντλησης εσόδων για την εξυπηρέτηση, μεταξύ άλλων, του μεγάλου χρέους.
Όμως, σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις περί ισχυροποίησης του αμερικανικού νομίσματος, τότε είναι σχεδόν μονόδρομος για τη Βενεζουέλα να εντείνει την εκμετάλλευση της πετρελαιοπαραγωγής της με στόχο να αντλήσει έσοδα για την απομείωση του χρέους της.
Επιφυλακτικοί οι αναλυτές
Δεν είναι, λοιπόν, αδικαιολόγητος ο επιφυλακτικός τόνος με τον οποίο υποδέχονται την έναρξη της εφαρμογής της συμφωνίας αρκετοί αναλυτές.
Για παράδειγμα, ο Alex Dryden, στρατηγικός αναλυτής της JP Morgan, αναμένει ότι η συμφωνία θα τηρηθεί μέχρι το πολύ 80%. Θεωρεί δε ότι ο Ιανουάριος θα αποτελέσει την «πρώτη μεγάλη δοκιμασία» . Στις ίδιες δηλώσεις του στο αμερικανικό δίκτυο CNBC, o αναλυτής επισημαίνει ότι «ένα ισχυρότερο δολάριο ασκεί πίεση (στους δημοσιονομικούς ισολογισμούς για ορισμένες χώρες, όπως η Βενεζουέλα)».
Στην ίδια γραμμή κινείται και η ανάλυση του Kevin Book, διευθύνοντος συμβούλου της ClearView Energy Partners, σύμφωνα με τον οποίο «είναι αναπόφευκτο. Κάποιος πρόκειται να εξαπατήσει». Μάλιστα, μιλώντας στο CNBC, εκτιμά κι αυτός ότι το τοπίο ίσως έχει διαφοροποιηθεί μετά τον Ιανουάριο: «Μπορείτε να έχετε μέχρι τις 21 Ιανουαρίου τα προσδοκώμενα αποτελέσματα στη συνέχεια όμως θα συγκλίνουν με την πραγματικότητα».
Από την πρώτη ημέρα του νέου έτους τέθηκε σε εφαρμογή η συμφωνία για την περιστολή της παραγωγής πετρελαίου, στην οποία κατέληξαν μετά από πολύμηνες και δύσκολες διαπραγματεύσεις οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες.
Θυμίζουμε ότι η συμφωνία των μελών του ΟΠΕΚ, με τη σύμπραξη και άλλων κρατών, προβλέπει την μείωση της παραγωγής κατά 1,8 εκατ. βαρέλια την ημέρα (1,2 εκατ. βαρέλια από τα μέλη του ΟΠΕΚ και 600 εκατ. από 11 μη μέλη του). Το μεγαλύτερο μέρος αναλαμβάνει η Σαουδική Αραβία και οι υπόλοιπες χώρες του Κόλπου με τις οποίες έχει στενή συνεργασία, ενώ τα υπόλοιπα κράτη να συμβάλλουν αναλογικά, με ιδιαίτερη σημασία να έχει η συμμετοχή της Ρωσίας.
Η ιστορική συμφωνία..
έγινε αρχικά δεκτή με αισιοδοξία, αλλά και προβληματισμό ως προς τη βιωσιμότητα, αλλά και την αποτελεσματικότητά της.
Οι μεγάλες προσδοκίες διαφάνηκαν ήδη από τα τέλη του 2016, με τις τιμές να εκτοξεύονται, σε σχέση με τις αρχές του έτους, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η χρονιά να κλείσει τελικά με θετικό πρόσημο.
Όμως, ο προβληματισμός παραμένει και αρκετοί αναλυτές είναι διστακτικοί ως προς το αν θα εξακολουθήσει το ράλι των τιμών του πετρελαίου με τους ίδιους ρυθμούς, καθώς και το αν θα οδηγήσει σε επιστροφή των τιμών στα προ 2014 επίπεδα.
Θα τηρηθεί από όλους η συμφωνία;
Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που οδηγούν τους αναλυτές να διατηρούν επιφυλάξεις. Ο πρώτος έχει να κάνει με το αν και κατά πόσο τα κράτη θα διατηρήσουν πράγματι την παραγωγή τους στα συμφωνηθέντα επίπεδα ή αν τελικά, όπως άλλωστε έχει δείξει αρκετές φορές η ιστορία, θα υπάρξουν σε σχετικά σύντομο διάστημα αποκλίσεις και τελικά αστοχία.
Ως προς αυτό, αρκετοί είναι οι αναλυτές που στρέφουν το βλέμμα τους στη Ρωσία, θεωρώντας απίθανο να τηρήσει στο έπακρο τα συμφωνηθέντα. Προς επίρρωση των εκτιμήσεών τους αυτών, επισημαίνουν ότι σε όλες τις σχετικές δημόσιες τοποθετήσεις Ρώσων αξιωματούχων, δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αριθμούς, παρά μόνο γενικόλογες τοποθετήσεις περί διάθεσης συμβολής κ.λπ. Χρειάζεται να σημειώσουμε, βέβαια, ότι όσες φορές έχει ερωτηθεί σχετικά ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας έχει διαψεύσει ότι υπάρχει ενδεχόμενο μη συμμόρφωσης της χώρας του.
Εξίσου μεγάλος, όμως, αν όχι και μεγαλύτερος, είναι ο προβληματισμός και σε ό,τι αφορά τα ίδια τα μέλη του ΟΠΕΚ, δεδομένου ότι το καρτέλ έχει μεγάλο ιστορικό μη τήρησης των συμφωνηθέντων.
Ο σχετικός προβληματισμός επιτείνειται και από αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών επιτήρησης και διασφάλισης της τήρησης της συμφωνίας.
Είναι γνωστό ότι, ουσιαστικά, η Σαουδική Αραβία έχει αναλάβει ρόλο θεματοφύλακα της συμφωνίας και μάλιστα οι Σαουδάραβες έχουν δείξει διάθεση να προσαρμόσουν τη δική τους παραγωγή με στόχο τη διασφάλιση ικανοποιητικών τιμών διεθνώς.
Όμως, δεδομένου ότι η σαουδαραβική οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο, είναι προφανές ότι, σε περίπτωση που ασκηθούν μεγάλες πιέσεις, είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς ότι και οι Σαουδάραβες ενδέχεται να επανεξετάσουν τη στάση τους, ιδιαίτερα σε περίπτωση που οι υπόλοιπες χώρες φανούν ασυνεπείς ως προς τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν.
Αρκεί η συμφωνία για να σταματήσει η υπερπροσφορά;
Ο δεύτερος έχει να κάνει με το αν και κατά πόσο, ακόμα και σε περίπτωση πλήρους και συνεπούς υλοποίησης της συμφωνίας, κάτι τέτοιο είναι αρκετό για να περιοριστεί σημαντικά η υπερπροσφορά πετρελαίου.
Ως προς το σκέλος αυτό, οι αναλυτές εστιάζουν ιδιαίτερα στο ρόλο των ΗΠΑ και δη την εκμετάλλευση του σχιστολιθικού πετρελαίου, η οποία προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα στην εγχώρια πετρελαιοπαραγωγή, με αποτέλεσμα να διευρύνονται τα περιθώρια κερδοφορίας των αμερικανικών πετρελαϊκών ομίλων σε συνθήκες περιστολής της παραγωγής των υπολοίπων, καθώς μπορούν να αποσπάσουν μεγαλύτερα μερίδια της αγοράς. Έτσι, ο παράγοντας αυτός μπορεί να «τινάξει» την προσπάθεια στον αέρα.
Πέραν αυτού, όμως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι τη συμφωνία δεν έχουν προσυπογράψει και άλλες, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως η Κίνα, η Αυστραλία, η Βραζιλία, η Μεγ. Βρετανία και η Νορβηγία.
Σε συνθήκες που οι υπόλοιπες χώρες περιορίσουν την παραγωγή τους, είναι μεγάλη η πρόκληση για αυτές να ενισχύσουν το μερίδιό τους στις διεθνείς αγορές και να επωφεληθούν από τον όγκο της παραγωγής τους για να αντλήσους ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Κι αυτό γιατί, αφού δε δεσμεύονται από τη συμφωνία, έχουν μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας και προσαρμογής στις διακυμάνσεις της αγοράς.
Οι κίνδυνοι από το ισχυρό δολάριο
Ένας επιπρόσθετος παράγοντας που μπορεί δυνητικά να υποσκάψει τις προοπτικές επιτυχούς υλοποίησης της συμφωνίας, είναι το ισχυρό δολάριο. Κι αυτό γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, το χρέος αρκετών χωρών θα διογκωθεί, με αποτέλεσμα να στραφούν στην εντεινόμενη αξιοποίηση της πετρελαιοπαραγωγής τους ούτως ώστε να ανταποκριθούν στις πιέσεις.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βενεζουέλα, τα οικονομικά προβλήματα της οποίας είναι γνωστά και μάλιστα αρκετοί είχαν σημειώσει ότι υπάρχει ακόμα και κίνδυνος χρεωκοπίας της χώρας. Όμως, η εκμετάλλευση του πετρελαϊκού πλούτου της χώρας είναι παράγοντας που επιδρά ανασχετικά στην υλοποίηση ενός τέτοιου ενδεχομένου. Αυτό συμβαίνει τόσο γιατί τα συμβόλαια που έχει υπογράψει η χώρα θα πρέπει να υλοποιηθούν, με τα προβλήματα από ενδεχόμενη δυσκολία στην εξυπηρέτησή τους να επιφέρουν ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα στην πολύπαθη οικονομία της χώρας, αλλά και γιατί το πετρέλαιο αποτελεί την πιο πρόσφορη πηγή άντλησης εσόδων για την εξυπηρέτηση, μεταξύ άλλων, του μεγάλου χρέους.
Όμως, σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις περί ισχυροποίησης του αμερικανικού νομίσματος, τότε είναι σχεδόν μονόδρομος για τη Βενεζουέλα να εντείνει την εκμετάλλευση της πετρελαιοπαραγωγής της με στόχο να αντλήσει έσοδα για την απομείωση του χρέους της.
Επιφυλακτικοί οι αναλυτές
Δεν είναι, λοιπόν, αδικαιολόγητος ο επιφυλακτικός τόνος με τον οποίο υποδέχονται την έναρξη της εφαρμογής της συμφωνίας αρκετοί αναλυτές.
Για παράδειγμα, ο Alex Dryden, στρατηγικός αναλυτής της JP Morgan, αναμένει ότι η συμφωνία θα τηρηθεί μέχρι το πολύ 80%. Θεωρεί δε ότι ο Ιανουάριος θα αποτελέσει την «πρώτη μεγάλη δοκιμασία» . Στις ίδιες δηλώσεις του στο αμερικανικό δίκτυο CNBC, o αναλυτής επισημαίνει ότι «ένα ισχυρότερο δολάριο ασκεί πίεση (στους δημοσιονομικούς ισολογισμούς για ορισμένες χώρες, όπως η Βενεζουέλα)».
Στην ίδια γραμμή κινείται και η ανάλυση του Kevin Book, διευθύνοντος συμβούλου της ClearView Energy Partners, σύμφωνα με τον οποίο «είναι αναπόφευκτο. Κάποιος πρόκειται να εξαπατήσει». Μάλιστα, μιλώντας στο CNBC, εκτιμά κι αυτός ότι το τοπίο ίσως έχει διαφοροποιηθεί μετά τον Ιανουάριο: «Μπορείτε να έχετε μέχρι τις 21 Ιανουαρίου τα προσδοκώμενα αποτελέσματα στη συνέχεια όμως θα συγκλίνουν με την πραγματικότητα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου