Από το kathimerini.gr
Η διατήρηση σε υψηλά επίπεδα του επενδυτικού ρίσκου της Ελλάδας παρά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης τον φετινό Μάιο, σε συνδυασμό με τις παλινωδίες υπουργών της κυβέρνησης να ολοκληρώσουν στον χρόνο που απαιτείται τις μεταρρυθμίσεις για να προσελκυσθούν νέα κεφάλαια, έχει αρνητικές επιπτώσεις στις εισηγμένες που ελέγχονται από το ελληνικό Δημόσιο. Είναι αξιοσημείωτο ότι η απόδοση του εταιρικού ομολόγου των Ελληνικών Πετρελαίων στις αρχές του 2016 ανερχόταν στο 9,30% έναντι 5,70% που ήταν η αντίστοιχη απόδοση του εταιρικού ομολόγου της ανταγωνίστριας εταιρείας Μotor Oil. Ακριβώς έξι μήνες μετά η απόδοση του ομολόγου των ΕΛΠΕ έχει ..
υποχωρήσει στο 5,65%, χωρίς ωστόσο να πλησιάζει την απόδοση 3,90% του ανταγωνιστή της. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζεται και στο εταιρικό ομόλογο της ΔΕΗ, όπου η απόδοση έχει γίνει ακόμη χειρότερη με την ολοκλήρωση του α΄ εξαμήνου 2016, σε σύγκριση με την αρχή της χρονιάς. Ασφαλώς και αυτή η αρνητική εικόνα στην απόδοση του εταιρικού ομολόγου της ΔΕΗ ενσωματώνει το υψηλό ρίσκο της επιχείρησης που δημιουργούν οι κακοπληρωτές της επιχείρησης. Η εικόνα δεν είναι καλύτερη και στη μετοχική απόδοση των έξι εισηγμένων που ελέγχονται μετοχικά (έστω και με καταστατική πλειοψηφία 33,3% όπως συμβαίνει στον ΟΛΠ).
Εάν εξαιρεθούν οι θετικές αποδόσεις των δύο επιχειρήσεων ύδρευσης, το πρώτο εξάμηνο του 2016 στις υπόλοιπες εταιρείες σημειώνονται αρνητικές αποδόσεις. Τα ξένα funds, τόσο στην πρόσφατη μαζική έξοδο που προκάλεσαν την κατάρρευση του Χ.Α. λόγω Brexit όσο και το πρώτο δίμηνο του 2016, οπότε είχαν αρνητικό ρεκόρ συνεδριάσεων (21 πτωτικές σε σύνολο 30 συνεδριάσεων), εκτός του τραπεζικού κλάδου είχαν και τις ΔΕΚΟ στο στόχαστρο των πωλήσεων. Ο προβληματισμός των ξένων επενδυτών είναι σε ποιο βαθμό οι σημερινοί μάνατζερ των εισηγμένων ΔΕΚΟ, που έχουν επιλεγεί από την κυβέρνηση, έχουν τον απαιτούμενο βαθμό ελευθερίας αλλά και την εμπειρία και την ευελιξία που απαιτούν αυτές οι θέσεις ευθύνης, ώστε να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης και να προασπίσουν, αλλά κυρίως να συντηρήσουν και γιατί όχι και να αυξήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Με άλλα λόγια, το βασικό ερώτημα που θέτουν οι οίκοι αξιολόγησης είναι εάν υπάρχει από το παρελθόν διεθνής εμπειρία για τους σημερινούς μάνατζερ των ΔΕΚΟ πώς να διαχειρίζονται τόσο μεγάλες σε εύρος κρίσεις ή αν κινούνται περισσότερο με εμπειρικές γνώσεις λόγω πολυετούς θητείας σε άλλες θέσεις στις εταιρείες που σήμερα βρίσκονται στο τιμόνι τους. Ουσιαστικά, οι ξένοι επενδυτές λαμβάνουν υπόψη τα εξής κριτήρια για να κρίνουν τις αποτιμήσεις των εισηγμένων ΔΕΚΟ. Το πρώτο κριτήριο είναι το country risk της χώρας, όπου δεν φαίνεται να αποκλιμακώνεται παρά την πρόσφατη θετική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.
Το δεύτερο κριτήριο είναι η ποιότητα του μάνατζμεντ που ασκείται, και μάλιστα για την Ελλάδα οι διοικήσεις των ΔΕΚΟ έχουν επιλέγει από τη σημερινή κυβέρνηση. Οπωσδήποτε αυτή η εικόνα δημιουργεί επιφυλακτικότητα στα ξένα χαρτοφυλάκια. Το τρίτο και τελευταίο κριτήριο είναι η δομή της επιχείρησης και ο δείκτης εξωστρέφειας της επιχείρησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου