Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Ταμείο Ορυκτού Πλούτου;


«Ταμείο Εθνικού Πλούτου και Κοινωνικής Ασφάλισης» θα ιδρυθεί σύμφωνα με τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης με προφανή σκοπό να εξασφαλίσει πόρους για την χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων και την ενίσχυση της πολύπαθης κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με κάποιες σκέψεις θα αντλήσει  σε πρώτη φάση ένα μέρος των εσόδων από την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας  (μεταλλεία, ορυχεία, χρυσός κα) ενώ σε λίγα χρόνια στον «κουμπαρά» αναμένεται  να εισέλθουν πόροι από την αξιοποίηση των ακινήτων του δημοσίου και από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων.

Πρόκειται προφανώς για μια μετεξέλιξη του ήδη υπάρχοντος Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών» (ΕΤΚΑΓ) που συνεστήθη με τον  Ν. 4162/2013 και  αφορά τα έσοδα του Δημοσίου (μερίσματα, δικαιώματα, φορολογία) από την έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.  Μάλιστα στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου καθορίζεται περαιτέρω ότι ένα ποσοστό (μέχρι και 75%)  θα κατευθύνεται στο ασφαλιστικό σύστημα, ένα ποσοστό 20% στην προστασία του περιβάλλοντος και στην ακαδημαϊκή έρευνα τη σχετική με τους ορυκτούς πόρους και ένα υπόλοιπο  5% στις τοπικές κοινωνίες. Ακολουθείται δηλαδή μια πρακτική που έχει ήδη προκριθεί και από άλλα κράτη εντός και εκτός της ΕΕ (Νορβηγία, Ολλανδία, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Καναδάς και Ιρλανδία) και η οποία απαντά στις δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα τα εθνικά ασφαλιστικά συστήματα διεθνώς.

Μάλιστα ορισμένοι έχουμε προτείνει ένα μικρό μέρος από τα έσοδα αυτά, σε περίπτωση επέκτασης του ταμείου και στους υπόλοιπους ορυκτούς πόρους (πχ. τις σπάνιες γαίες που σχετίζονται με θέματα Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας), να κατατίθεται σε Ειδικό Ταμείο για την Ενίσχυση της Εθνικής Άμυνας [1].

Εννοείται ότι το ανωτέρω ταμείο σήμερα είναι άδειο και θα έχει κάποια τύχη με την  αυστηρή προϋπόθεση ότι  θα επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες και η Ελλάδα μπορεί σε βάθος 25-30 χρόνων να έχει δημόσια έσοδα της τάξεως των 150 δισ. ευρώ, κατά τις προσδοκίες του πρώην ΥΠΕΚΑ. Εννοείται επίσης ότι πρόκειται για μια πρόβλεψη εξαιρετικά επισφαλή, δεδομένης της αβεβαιότητας τόσο σε σχέση με τα κοιτάσματα όσο και σε σχέση με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον όπως αυτό αποτυπώνεται στις πολύ χαμηλές -απαγορευτικές σε μεγάλο βαθμό για τα δικά μας κοιτάσματα- τιμές του πετρελαίου.  Συγκριτικά αναφέρουμε ότι το Νορβηγικό Κρατικό Επενδυτικό Ταμείο (GPFG) που επενδύει (από το 1996) τα έσοδα της Χώρας από την παραγωγή υδρογονανθράκων και αερίου στη Β. Θάλασσα, διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους άνω των 800 δισ. δολαρίων.

Μέχρι σήμερα λοιπόν τα λιγοστά δυστυχώς έσοδα του δημοσίου από την εκμετάλλευση του ορυκτού μας πλούτου (λατομεία, ορυχεία, μεταλλεία, γεωθερμία, πετρέλαια κλπ) διασκορπίζονται δεξιά κι αριστερά (λογαριασμός γενικών εσόδων, ταμεία δήμων και περιφερειών, Πράσινο ταμείο κλπ) χωρίς καμία  πρόβλεψη για την επί της ουσίας περιβαλλοντική αποκατάσταση των χώρων που έχουν διαταραχθεί. Ακόμη κι αν στο παρελθόν αυτή είχε προβλεφτεί ρητά (πχ. τα ΕΤΕΡΠΣ παλιότερα) ουδέποτε είδαμε μια τέτοια ανταποδοτική εφαρμογή.

Αλλά ας δούμε τί προοπτικές υπάρχουν και ποιές θα μπορούσαν να είναι δυνητικά οι πηγές του νέου ταμείου αναφορικά με τον τομέα του ορυκτού πλούτου:

1. Μισθώματα. Μισθώματα (πάγια και αναλογικά) από δημόσια λατομεία, δημόσια μεταλλεία, γεωθερμία, υδρογονάνθρακες. Πόσα είναι αυτά ετησίως; Το άθροισμα παγίων και αναλογικών μισθωμάτων για τα δημόσια λατομεία αδρανών και μαρμάρων που βεβαιώνονται ετησίως από τις αρμόδιες Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της Χώρας,  τα τελευταία χρόνια της κρίσης, δεν υπερβαίνουν τα 5-6 εκατ. ευρω. Επίσης βεβαιώνονται από το ελληνικό δημόσιο περίπου 2 εκατ. € ετησίως που αφορούν συνολικά τα έσοδα από μισθώματα των δημοσίων μεταλλείων και 2,5 εκατ. € που αφορούν τα λιγνιτωρυχεία που έχουν εκμισθωθεί σε ιδιώτες καθώς και 1,6 εκατ. € προερχόμενα από τα δημόσια ορυχεία βιομηχανικών ορυκτών. Αρα, η εκτίμηση για τα ετήσια έσοδα της Πολιτείας από μισθώματα που αφορούν λατομεία και μεταλλευτικές παραχωρήσεις (πλην υδρογονανθράκων και γεωθερμίας), είναι ετησίως  περίπου 12 εκατ. ευρω. Τα έσοδα από την γεωθερμία είναι για την υψηλή ενθαλπία περίπου 35 χιλ. ευρω ετησίως από τα μισθωμένα πεδία στην Λέσβο και Μέθανα ενώ για την χαμηλή ενθαλπία (θερμοκήπια  κλπ) δεν υπάρχουν συγκεντρωτικά στοιχεία  για τα ποσά που βεβαιώνονται από τις Απ. Διοικήσεις της Χώρας, ειδικά στην Β. Ελλάδα όπου έχουν μισθωθεί ορισμένα πεδία. Δυστυχώς, τα έσοδα από μισθώματα πάσης φύσεως είναι μικρά (αν όχι ελάχιστα) επειδή α) οι παραγωγές οι οποίες συναρτώνται με τα αναλογικά μισθώματα είναι επίσης μικρές, πολύ μικρότερες των δυνατοτήτων εκμετάλλευσης των ορυκτών πόρων του τόπου μας και β) ένα μέρος των δημοσίων εσόδων αποδίδεται στα ταμεία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πχ. το 50% των μισθωμάτων για τα λατομεία μαρμάρων (ΦΕΚ 211 Β 1994).  Τέλος, μόνο ένα μέρος των χρημάτων που βεβαιώνονται ως δημόσια έσοδα εισπράττονται τελικά από το ελληνικό δημόσιο, ακριβώς επειδή οι εξορυκτικές επιχειρήσεις λόγω της οικονομικής κρίσης έχουν προβεί σε διακανονισμούς οφειλών και είτε αδυνατούν να πληρώσουν είτε πληρώνουν σε δόσεις τις οφειλές τους προς το δημόσιο[2].

2.Τέλη (royalties). Τα τέλη υπέρ του Δημοσίου από τα καλούμενα ιδιωτικά μεταλλεία (royalties) τα οποία θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά με τον Ν 4042/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 4203/2013 και την Κ.Υ.Α. ΥΠΕΚΑ/Δ8/Δ/Φ1/ οικ.10697/2714/23.6.2014 που εξειδικεύει τον τρόπο και τα κριτήρια υπολογισμού, παρότι   η είσπραξή τους έχει αναδρομικό χαρακτήρα από 1/1/2013, δεν έχουν μέχρι σήμερα καταλογισθεί ώστε να αποφέρουν έσοδα[3].

3. Διοικητικές Κυρώσεις /Πρόστιμα.  Αφορούν παραβάσεις των διατάξεων (ΚΜΛΕ, ΚΓΕ κλπ)  ή παράνομη εκμετάλλευση-χωρίς την κατά τον νόμο άδεια. Ετησίως επιβάλλονται  από τις Επιθεωρήσεις Μεταλλείων διοικητικές  κυρώσεις ύψους περίπου 2-3 εκατ. €, ποινές που αντιστοιχούν σε όλες τις κατηγορίες των ορυκτών. Μέχρι σήμερα πιστώνονται στα ταμεία των κατά τόπους ΟΤΑ. 

Στα παραπάνω θα μπορούσαν να προστεθούν και τα έσοδα από το ειδικό τέλος υπέρ των ΟΤΑ  (5% επί της αξίας των πωλούμενων προϊόντων για τα αδρανή υλικά, άρθρο 15 Ν.2115/93 και 2% για τα βιομηχανικά ορυκτά, Ν.2130/93, άρθρο 27 παρ. 8) τα οποία πιστώνονται στα ταμεία των ΟΤΑ στην περιοχή των οποίων δραστηριοποιούνται οι εξορυκτικές επιχειρήσεις [4]. Επίσης το «λιγνιτικό τέλος»  που προβλέπεται στο άρθρο 20 του Ν. 2446/1996 και έχει οριστεί στο 0,5% του Ετήσιου Κύκλου Εργασιών της Δ.Ε.Η. Α.Ε. και το οποίο κατανέμεται στις Περιφερειακές Ενότητες Φλώρινας, Κοζάνης και Αρκαδίας και στους λεγόμενους «ενεργειακούς» Δήμους αναλογικά προς την παραχθείσα ηλεκτρική ενέργεια από τους θερμικούς λιγνιτικούς σταθμούς των ανωτέρω περιοχών. Ενδεικτικά, το συνολικό ποσό του λιγνιτικού τέλους  που κατανεμήθηκε για το 2013 ήταν περίπου 30 εκατ. €. Τέλος, θα μπορούσαν  να συνυπολογισθούν τα έσοδα υπέρ του πράσινου ταμείου (1% επί της αξίας των πωλούμενων προϊόντων) που αφορά την ένταξη λατομείων στον Ν.4001/2011. Εντούτοις, τόσο τα ανωτέρω ποσά τελών υπέρ ΟΤΑ και Περιφερειών όσο και τα ποσά που σχετίζονται με το Περιβάλλον (τυχόν κατάπτωση εγγυητικών, τέλη υπέρ του πράσινου ταμείου κλπ) προτείνεται να συνεχίσουν να αποδίδονται στους ανωτέρω αποδέκτες και όχι στο κοινό Ταμείο, διότι εξυπηρετούν την αποκατάσταση του περιβάλλοντος αλλά και την ανταπόδοση πόρων προς τους πρωτοβάθμιους και δευτεροβάθμιους ΟΤΑ. 

Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι η αποτίμηση των ενδεχομένων εσόδων ενός Ταμείου Ορυκτού Πλούτου σε αριθμούς για τη σημερινή περίοδο είναι μάλλον απογοητευτική, και θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα  αν δεν μεγαλώσει η «πίτα» με τους υδρογονάνθρακες, ενδεχομένως το χρυσό, τις σπάνιες γαίες και τη γεωθερμία.  Μολαταύτα, η συγκέντρωση των εσόδων του ορυκτού πλούτου σε ένα ενιαίο ταμείο είναι καταρχήν προς την ορθή κατεύθυνση αρκεί φυσικά ο στόχος να περιορίζεται στα πάσης φύσεως έσοδα από την εκμίσθωση  και γενικότερα αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου και όχι από την τυχόν εκποίηση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων, όπως ανερυθρίαστα είχε προταθεί παλιότερα από τον μνημονιακό  Ν. 3986/2011 με την τη δημιουργία εταιρείας ειδικού σκοπού (ΕΕΣ)[5]

Τα μεταλλευτικά δικαιώματα (μεταλλεία, γεωθερμία, υδρογονάνθρακες κλπ) του δημοσίου ανήκουν στην ελληνική πολιτεία και τον ελληνικό λαό, ΔΕΝ πωλούνται και ΔΕΝ μεταβιβάζονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, παρά μόνο εκμισθώνονται σε ιδιώτες για έρευνα και εκμετάλλευση με συγκεκριμένο μίσθωμα που συνομολογείται υπέρ του δημοσίου.               

Όμως για να έχουμε μισθώματα και να φτάσουμε στο σημείο να ασκούμε κοινωνική πολιτική με αυτά, όπως πχ. οι Νορβηγοί, απαιτείται πρώτα το αυτονόητο: να αναπτύξουμε τον ορυκτό μας πλούτο, να τον ερευνήσουμε πρώτα, να υπολογίσουμε το «τίμημα» της εκμετάλλευσης, να εκτιμήσουμε αν και πόσο από το «τίμημα» μπορούμε να αποδεχτούμε, να μάθουμε να μην λέμε διαρκώς είτε «ναι σε όλα» είτε  «όχι σε όλα». Να εφαρμόσουμε επιτέλους στρατηγική για τον ορυκτό μας πλούτο, μια στρατηγική  που οφείλει να είναι σταθερή και διαφανής, αλλά και με δυνατότητα αναπροσαρμογής, σύμφωνα με τις εκάστοτε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ή για λόγους προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος[6].                  

* Ο Δρ. Πέτρος Τζεφέρης είναι διδάκτωρ ΕΜΠ-συγγραφέας, διευθυντής ΥΠΑΠΕΝ



ΠΗΓΗ.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου