Η τελευταία εβδομάδα χαρακτηρίζεται από όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ως η χειρότερη στην αγορά ενέργειας με την τιμή ανά MWh να εκτοξεύεται στα 200 δολάρια στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι επηρεάζει μόνον το 15% των πωλήσεων, από την στιγμή που οι υπόλοιπες πωλήσεις διεξάγονται..
με βάση δεσμευτικά στις τιμές δωδεκάμηνα συμβόλαια από την προηγούμενη χειμερινή περίοδο σε δραστικά χαμηλότερες τιμές, ελλοχεύουν τρομακτικοί κίνδυνοι.Ο πλέον ορατός κίνδυνος απορρέει από το ότι χιλιάδες συμβόλαια αγοράς πρόκειται να ανανεωθούν με τεράστιες αυξήσεις στο επόμενο τρίμηνο, με δεδομένη την λήξη των προηγούμενων. Η τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου για τις παραδόσεις Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου έχει απογειωθεί στα 34 δολάρια ανά MΜBtu ή 1 Mcf και συγκρινόμενη με βάση το ενεργειακό της ισοδύναμο με το αργό πετρέλαιο, η τιμή αντιστοιχίζεται με 197 δολ. ανά βαρέλι, ενώ η μέση τρέχουσα τιμή φυσικού αερίου έχει υπερδιπλασιασθεί κατά το 2021.
Από την άλλη πλευρά τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (CO2) έχουν αυξηθεί κατά 1.000% από το 2017 και μόνον κατά την διάρκεια του 2021η αύξηση φθάνει το 200%. Το έμμεσο αυτό φορολογικό μέτρο συνεπάγεται πως οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ΕΕ πρόκειται να συγκεντρώσουν συνολικά περισσότερα από 21 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021, επιβαρύνοντας το ενεργειακό κόστος και εντείνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις. Αυτά τα έκτακτα φορολογικά έσοδα επιβάλλεται να αξιοποιηθούν ώστε να αντισταθμισθεί η τεράστια αύξηση του κόστους των καταναλωτών και να αποφευχθεί η διάχυση της κρίσης στα μικρομεσαία στρώματα, τραυματίζοντας θανάσιμα τις προοπτικές ανάπτυξης.
Όμως και εντελώς παράδοξα, το κρίσιμο αυτό δεδομένο αγνοείται, ενώ παραβλέπονται εγκληματικά δύο ζωτικοί παράμετροι. Η πρώτη αφορά τους εγκλεισμούς λόγω πανδημίας που τελικά δεν αποδεικνύονται αποτελεσματικοί, αλλά από την άλλη πλευρά πλήττουν ίσως ανεπανόρθωτα τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Η δεύτερη εστιάζεται στην άτυπη απαγόρευση των επενδύσεων σε νέες πηγές φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας στην Γερμανία.
Προσφορά και ζήτηση
Στο περιβάλλον αυτό, έχει δημιουργηθεί πλέον ένα εξαιρετικά ευάλωτο στις μεταβολές ενεργειακό μείγμα, το οποίο παράλληλα εμφανίζει και ιδιαίτερα αυξημένο κόστος σε περιόδους μεγάλης ζήτησης και η πολιτική απόφαση του διευθυντηρίου των Βρυξελλών να το επιβάλει, οδηγεί συνεπακόλουθα την Ευρώπη σε ένα στάδιο μεγάλης εξάρτησης και έκθεσης στους κινδύνους μεγάλων μεταβολών στις τιμές του φυσικού αερίου.
Οι ανανεώσιμες πηγές λειτουργούν σε ετήσια βάση μόνον κατά το 20% του διαθέσιμου χρόνου, με συνέπεια όταν παραμένουν αδρανείς, η μοναδική εγγύηση ασφαλείας παρέχεται από το φυσικό αέριο. Ο παράγοντας αυτός εξωθεί την Ασία σε μεγάλες αγορές, πιέζοντας ανοδικά τις τιμές και στερώντας από την Ευρώπη σημαντικό μέρος αναγκαίων προμηθειών για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας.
Αναμφίβολα η ζήτηση αποτελεί ζωτικό παράγοντα, αλλά στην περίπτωση του φυσικού αερίου η αφθονία των πηγών του πλανήτη, όπως και στην ανάλογη του άνθρακα, δεν δημιουργεί κανένα απολύτως πρόβλημα προσφοράς και στην πραγματικότητα η παραγωγή υπερβαίνει πάντοτε την ζήτηση. Σε κανονικές συνθήκες η τιμή του φυσικού αερίου και τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κινούνται χωρίς ακραίες διακυμάνσεις, από την στιγμή που η διαφορά βάσης, δηλαδή, οι διαφορές των μεγεθών μεταξύ δωδεκαμήνων διαχέονται χωρίς επιπτώσεις τον Ιούνιο, αλλά παραβλέπονται οι καταστροφικές επιπτώσεις των νομισματικών και των κυβερνητικών παρεμβάσεων.
Αυτόχειρες οι Ευρωπαίοι
Το αυξανόμενο κόστος των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (CO2), αποτελεί άμεση συνέπεια της απληστίας των κυβερνήσεων ανά την Ευρώπη, που περιορίζουν μαζικά την διάθεσή τους για να αυξήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις τιμές τους. Επιπλέον, οι αυξήσεις τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στην τεράστια προσφορά χρήματος σε επίπεδα δραστικά υψηλότερα από την ζήτηση, με συνέπεια την ανάδυση ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων.
Η χρηματοοικονομική απληστία των κυβερνήσεων τις παρασύρει να εθελοτυφλούν σε δύο ορατούς ζωτικούς κινδύνους. Ο πρώτος πηγάζει από την ενεργειακή κρίση που πλήττει επιχειρήσεις και πολίτες, προκαλώντας κυριολεκτικά ασφυξία στις δραστηριότητές τους και προκαλείται από ανερμάτιστες πολιτικές αποφάσεις. Ο δεύτερος που αναμένεται να εκδηλωθεί, εδράζεται στην μαζική αντίδραση των πληθυσμών εναντίον της περιβαλλοντικής πολιτικής, λόγω της εκτόξευσης των τιμών που προκαλείται από απλώς λανθασμένους σχεδιασμούς και εκτιμήσεις, που καθιστούν ευμετάβλητο το ενεργειακό μείγμα, χωρίς αντιστάθμισμα φυσικού αερίου.
Επιπλέον και τα άστοχα νομοθετικά μέτρα που μεταφέρουν μέσω φόρων ολόκληρο το κόστος της περιβαλλοντικής πολιτικής στους πολίτες, προκαλούν δυσφορία και αντιδράσεις. Οι πλέον επιφυλακτικές προβλέψεις στην Ευρώπη εκτιμούν πως το 25% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πρόκειται να καταλήξει σε πτώχευση, από την στιγμή που το κόστος της ενέργειας συμμετέχει κατά 33% στο αντίστοιχο συνολικό, αφαιρώντας παράλληλα το 1,5% της ανάπτυξης της Ευρωζώνης.
Αποθέματα και καταναλώσεις
Με τις τιμές ενέργειας να καταγράφουν σε καθημερινή βάση δυσθεώρητα επίπεδα και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό, η αγορά επιχειρεί να καταστρέψει την ζήτηση στον βαθμό που θα επιτρέψει την προστασία των μειωμένων αποθεμάτων με επικείμενη την μακρά χειμερινή περίοδο του βορρά. Τα αποθέματα της Βρετανίας και της Ευρωζώνης έχουν υποχωρήσει στο 76% έναντι του μέσου όρου της τάξης του 90% της τελευταίας δεκαετίας, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκού Οργανισμού Υποδομών Φυσικού Αερίου (Gas Infrastructure Europe).
Κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας τα αποθέματα μειώνονται κατά 57% στην διάρκεια της χειμερινής περιόδου, αλλά η μείωση υπόκειται σε μεγάλες διακυμάνσεις που ποικίλλουν από το ελάχιστο του 38% (χειμερινή περίοδος 2013/2014), στο μέγιστο του 71% (χειμερινή περίοδος 2017/2018). Εάν η ανάλογη του 2021/2022 προκαλέσει μία ήπια κατανάλωση με μείωση κατά μόλις 19%, την δεύτερη χαμηλότερη της δεκαετίας, η είσοδος στην εαρινή περίοδο θα εμφανίσει χαμηλά ελλείμματα.
Εάν η κατανάλωση κινηθεί σε μέτρια επίπεδα της τάξης του 75% σε σχέση με την μέγιστη, τα αποθέματα θα μειωθούν κατά 75%, με συνέπεια με την είσοδο στην εαρινή περίοδο να σταθεροποιηθούν μόλις στο 8% των απαιτούμενων, αυξάνοντας τις πιθανότητες παντελούς έλλειψης ενέργειας σε ορισμένες περιοχές. Εάν όμως η κατανάλωση κινηθεί στο μέγιστο, όπως κατά την χειμερινή περίοδο 2017/2018, τότε η είσοδος στην εαρινή περίοδο θα συμπέσει με τον σχεδόν μηδενισμό τους, με αναπόφευκτες πλέον τις ελλείψεις παροχής ενέργειας σε διάφορες περιοχές της ηπείρου.
Η συμπεριφορά των προθεσμιακών συμβολαίων που κινούνται συνεχώς σε υψηλότερα επίπεδα, εξορθολογεί έμμεσα την ζήτηση, προστατεύοντας τα αποθέματα (που ο κύριος όγκος έχει σχηματισθεί με δωδεκάμηνα συμβόλαια λήξης στο τέλος του έτους) και μειώνει το κίνδυνο να εκμηδενισθούν κατά την διάρκεια της χειμερινής περιόδου.
Μία απόλυτα προβλέψιμη κρίση
Οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας δεν πρόκειται να αποκλιμακωθούν σύντομα και για να υποχωρήσουν απαιτείται μία σαφέστατη ένδειξη μείωσης της κατανάλωσης σε συνδυασμό με την προστασία των αποθεμάτων. Ζωτικό στοιχείο αποτελεί η τελική έγκριση λειτουργίας του αγωγού Nordstrem 2, που ήδη έχει αρχίσει η πλήρωσή του με φυσικό αέριο, παρά τις απαράδεκτες παλινωδίες των γραφειοκρατών των Βρυξελλών. Η κατάσταση πάντως των αποθεμάτων βελτιώνεται μετά τον Αύγουστο, λόγω κυρίως της ανόδου των τιμών που περιορίζουν τις καταναλώσεις, αλλά η αγορά απαιτεί δραστικά ισχυρότερα σήματα για να υποχωρήσουν οι τιμές.
Τα πρώτα σήματα περιορισμού της κατανάλωσης εμφανίζονται με τις προσωρινές αναστολές λειτουργίας μεγάλων βιομηχανικών μονάδων (ειδικά των ενεργοβόρων, όπως αλουμινίου, χάρτου, κεραμικών, χάλυβος, λιπασμάτων), τις μειώσεις κατανάλωσης σε δημόσια κτίρια και τις ανάλογες σε εμπορικές επιχειρήσεις και κατοικίες. Όμως, οι ενδείξεις από την υποχώρηση της κατανάλωσης δεν επαρκούν για να προκαλέσουν γενναίες πτώσεις των τιμών του φυσικού αερίου, με συνέπεια το πρόβλημα να επιμείνει τουλάχιστον έως την λήξη της εαρινής περιόδου του 2022.
Όταν οι τιμές του φυσικού αερίου τον Αύγουστο εμφανίζουν μία συνεχή άνοδο που επιταχύνεται κατά τον Σεπτέμβριο, η Ευρώπη προετοιμάζεται για την χειμερινή περίοδο, ανακαλύπτοντας παράλληλα και μάλλον αιφνιδιαστικά πως και άλλοι που δεν βιώνουν βαρείς χειμώνες, ενδιαφέρονται ακόμα περισσότερο, με συνέπεια να εντείνουν απότομα την ζήτηση στην αγορά.
Η κατάσταση αυτή οφείλει πολλά στο γεγονός ότι το φυσικό αέριο έχει εξαιρεθεί από τις ενεργειακές πηγές χαμηλών ρύπων, μετά και από τις δηλώσεις του Ευρωπαίου Επιτρόπου Μετάβασης στην Καθαρή Ενέργεια, Frans Timmermans, που ισχυρίζεται αφοριστικά πως το φυσικό αέριο δεν πρόκειται να αποτελέσει την γέφυρα για την ομαλή μετάβαση. Οι εξελίξεις όμως αποδεικνύουν πως ο Timmermans και οι συνάδελφοί του γραφειοκράτες των Βρυξελλών εμφανίζονται πλέον τουλάχιστον ανόητοι και ανεγκέφαλοι.
Η αντικατάσταση του άνθρακα από το φυσικό αέριο έχει μειώσει κατά 5,5 δισεκατομμύρια μετρικούς τόνους τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην περίοδο 2010-2019 και έως τα τέλη του 2019, η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από το φυσικό αέριο φθάνει το 38% του συνόλου, έναντι του 24% του 2010. Η καύση του παράγει λιγότερους ρύπους κατά 50% από τον άνθρακα και κατά 30% από το πετρέλαιο, αλλά προφανώς το κριτήριο αιφνιδιαστικά παύει να θεωρείται σημαντικό από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών.
Ισορροπημένο ενεργειακό μείγμα
Επί σειράν ετών η Ευρώπη απενεργοποιεί θερμικές μονάδες άνθρακα, επενδύοντας στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια (δύο μη ελεγχόμενες από τον άνθρωπο πηγές), στην προσπάθειά της να ηγηθεί της πορείας προς την ενεργειακή μετάβαση. Ο φόβος των αρνητικών κλιματολογικών συνθηκών συνδυάζεται με απότομη κάμψη των επενδύσεων στην παραγωγή φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου, που θεωρείται επί σειράν ετών η μοναδική διέξοδος, έως ότου η τραγική μείωση των αποθεμάτων, ειδικά στο φυσικό αέριο, αποδεικνύει πως πρόκειται για ολέθριο σφάλμα.
Η πολυετής συνεχής μείωση των επενδύσεων στα ορυκτά καύσιμα σε συνδυασμό με την δαιμονοποίησή τους αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα χειρότερα σφάλματα και μάλιστα σε μία περίοδο μετάβασης προς την καθαρή ενέργεια και την κυκλική οικονομία στην Ευρώπη που προϋποθέτει την ύπαρξη εφεδρικών πηγών, σε κατάσταση πλήρους ετοιμότητας σε περίπτωση αντίξοων συνθηκών. Κανείς από τους ιθύνοντες δεν φαίνεται να συνεκτιμά πως όταν δαιμονοποιείται ένα αγαθό και από την άλλη πλευρά προσφέρονται δισεκατομμύρια, ώστε να διασφαλισθεί η εξαφάνισή του, ελλοχεύουν ασύμμετροι κίνδυνοι, από την στιγμή που η εξέλιξη αυτή δεν συνδυάζεται με εφεδρικές λύσεις.
Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση απλώς πιστοποιεί με τρόπο αδιαμφισβήτητο πως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια λόγω της εξάρτησής τους από τις καιρικές συνθήκες δεν έχουν την δυνατότητα να λειτουργούν αυτοδύναμα χωρίς εφεδρικές πηγές, από την στιγμή που η απόδοσή τους χαρακτηρίζεται από τεράστιες διακυμάνσεις. Το δυστύχημα όμως, όπως σε κάθε κρίση, εδράζεται στο γεγονός ότι καλούνται οι πολίτες να πληρώσουν τις αστοχίες και τις αποτυχημένες κινήσεις των ηγεσιών τους.
Η Ευρώπη έχει απόλυτη ανάγκη από ένα ισορροπημένο ενεργειακό μείγμα ανεπηρέαστο από ιδεολογικές παρωπίδες και επικοινωνιακά τεχνάσματα, με ανταγωνιστικό χαρακτήρα μετάβασης στην καθαρή ενέργεια, που απαιτεί εφεδρείες σε μονάδες φυσικού αερίου και ανάλογες πυρηνικές. Επιπλέον η Ευρωζώνη δεν επιτρέπεται να προσφύγει σε μηχανισμούς που διαλύουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων των πολιτών της, όπως και των αποταμιεύσεών τους και κατόπιν να κατηγορεί κάποιους τρίτους για τα απερίγραπτα σφάλματά της.
Αυτό που έχει απόλυτη ανάγκη, εδράζεται σε περισσότερη ανταγωνιστικότητα, τεχνολογία, καινοτομία σε συνδυασμό με μειωμένο παρεμβατισμό. Για την ενεργειακή της κρίση δεν ευθύνεται η αγορά, αλλά οι ιδεολογικές παρωπίδες των πολιτικών της που εμφανίζονται να αγνοούν επιδεικτικά απλούς οικονομικούς υπολογισμούς. Από την άλλη πλευρά η γραφειοκρατία των Βρυξελλών αποδεικνύεται ανεπαρκής και εξαιρετικά επιρρεπής σε απίστευτες αστοχίες, ενώ και το πολιτικό προσωπικό που κατέχει την εξουσία κατόπιν επιλογών των πολιτών της Ευρώπης, εμφανίζεται απρόθυμο ή και ανίκανο να αντιπαρατεθεί μαζί της, με συνέπεια μία ολόκληρη ήπειρος να υφίσταται τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης.
Ηλιόπουλος Γιώργος
Από το slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου