Η βιομηχανία πετρελαίου γνώριζε εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση από την καύση των ορυκτών καυσίμων ενέχει σημαντικούς κινδύνους στην ανθρώπινη υγεία, κι όμως πέρασε όλα αυτά τα χρόνια μαχόμενη επιθετικά κατά των κανονισμών για καθαρισμό της ατμόσφαιρας.
Τα αποκαλυπτικά έγγραφα φέρνει στη δημοσιότητα..
ο Guardian και σε αυτά συμπεριλαμβάνονται εσωτερικά σημειώματα και εκθέσεις, που δείχνουν ότι η βιομηχανία ήξερε πως οι ρύποι μπορούν να «εγκατασταθούν» στα πνευμόνια και πως ακόμη και τα παιδιά των εργαζομένων κινδυνεύουν να γεννηθούν με σοβαρά προβλήματα.Αυτές οι ανησυχίες, όμως, δεν σταμάτησαν τις εταιρείες πετρελαίου και αερίου από το να αντιμάχονται το συνεχώς αυξανόμενο αριθμό επιστημόνων που συνέδεαν την καύση με μια σειρά από προβλήματα υγείας που σκοτώνουν εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο παγκοσμίως.
«Η αντίδραση όλων των εταιρειών και των συμμάχων τους ήταν η ίδια. Πρώτα γνωρίζουν, μετά μηχανορραφούν, στη συνέχεια αρνούνται και στο τέλος καθυστερούν» δηλώνει ο Τζέφρι Σουπράν, ερευνητής στο Χάρβαρντ που έχει μελετήσει την ιστορία των επιχειρήσεων αυτών σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.
Ήξεραν εδώ και εξήντα χρόνια
Από τη δεκαετία του 1960 μια σειρά από ιστορικής σημασίας έγγραφα από αρχεία εταιρειών και βιβλιοθήκες σε ΗΠΑ και Καναδά, ή από επιστημονικές εργασίες καταγράφουν τη γνώση που είχε η βιομηχανία. Σε εσωτερικά σημειώματα η Imperial Oil, θυγατρική της Exxon, αναγνώριζε το 1967 ότι «η βιομηχανία πετρελαίου έχει μεγάλη συμβολή σε πολλές μορφής ρύπανσης» και πραγματοποιούσε έρευνες «για μητέρες που ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις του νέφους».
Σε εσωτερική τεχνική έκθεση του 1968 η Shell πήγε ένα βήμα παραπέρα προειδοποιώντας ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση «μπορεί να ακραίες καταστάσεις να είναι επιβλαβής για την υγεία» και αναγνώρισε ότι η βιομηχανία πετρελαίου θα πρέπει διστακτικά να αποδεχθεί ότι «τα αυτοκίνητα είναι οι μεγαλύτερες πηγές ρύπανσης». Στην έκθεση γίνεται λόγος για προβλήματα αναπνοής και επιβάρυνση των πνευμόνων, ενώ επισημαίνεται ότι θα υπάρξει κατακραυγή και απαίτηση για μείωση των εκπομπών ρύπων. Επίσης αναγνωρίζει ότι τα μικροσωματίδια είναι οι πραγματικοί ένοχοι, καθώς μπορούν να μεταφέρουν τοξίνες, ακόμη και καρκινογόνα, βαθιά στα πνευμόνια των ανθρώπων.
Το 1971 η Esso πραγματοποίησε έρευνες στα μικροσωματίδια στη Νέα Υόρκη για να διαπιστώσει ότι η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη με μικροσκοπικά θραύσματα αλουμινίου, μαγνησίου και άλλων μετάλλων. Οι επιστήμονες, επίσης, κατέγραψαν ότι τα αέρια από τις βιομηχανικές καμινάδες ήταν «κατά, βρώμικα και περιείχαν ρυπογόνα σε μεγάλη συγκέντρωση», προτείνοντας περαιτέρω μελέτη για συμπτώματα όπως φαγούρα στα μάτια, επίμονος βήχας ή βροχικά.
Μέχρι το 1980 η Imperial Oil είχε ετοιμάσει σχέδια για να ερευνήσει περιστατικά καρκίνο και ανωμαλιών σε γεννήσεις παιδιών την υπαλλήλων της. Μετά από δέκα χρόνια σε έρευνα της Exxon αναφέρεται ότι «έχουμε κατανοήσει τις πιθανές επιπτώσεις των εργασιών μας στην ασφάλεια και την υγεία», ενώ μέχρι εκείνο το σημείο είχαν ήδη καταγραφεί τεράστιες ποσότητες στοιχείων από ανεξάρτητους επιστήμονες και ακαδημαϊκούς.
Οι εκθέσεις-κόλαφος
«Το σώμα μας είναι φτιαγμένο ώστε να απορρίπτει τα σωματίδια, όμως αυτά είναι πάρα πολύ μικρά, περιλαμβάνουν τοξίνες και παρακάμπτουν τις άμυνες του οργανισμού μας φθάνοντας μέχρι τα πνευμόνια» έγραφε το 1987 ο Τζορτζ Θέρστον, ειδικός σε περιβαλλοντικά ζητήματα στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Είναι ένας από τους συγγραφείς της σημαντικής μελέτης της ίδιας χρονιάς, η οποία κατέγραφε ότι τα μικροσωματίδια αποδεικνύεται πως είναι πολύ πιο επικίνδυνα.
Ο Θέρστον και άλλοι είχαν καταγράψει ότι οι εκπομπές από τις εξατμίσεις αυτοκινήτων ή εργοστασίων παράγουν πολύ περισσότερες τοξίνες από άλλες πηγές, όπως το κάψιμο ξύλου ή η σκόνη.
Μετά από μια επίσης μεγάλη έρευνα του Χάρβαρντ, το 1993 σε έξι πόλεις, η πίεση στην Αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος άρχισε να γίνεται πολύ μεγάλη ώστε να μπουν περιορισμοί για τα μικρότερα σωματίδια, γνωστά ως PM2.5.
Αντιμέτωπη με την επιβολή κανόνων σε ομοσπονδιακό επίπεδο η βιομηχανία ανέλαβε δράση. «Το ζήτημα της υγείας είναι μεγάλης σημασίας. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε σε αυτό φέτος» ανέφερε εσωτερικό μήνυμα της ομάδας λόμπι Global Climate Coalition (GCC) το 1997
Επιστήμονας τον οποίο είχε προσλάβει το Ινστιτούτο Αμερικανικού Πετρελαίου, μια αμερικανική εταιρεία πετρελαίου και αερίου, είχε δηλώσει σε επιτροπή του Κογκρέσου το 1997 ότι η σύνδεση μεταξύ ατμοσφαιρικής ρύπανσης και θνησιμότητας ήταν «αδύναμη», ενώ η Exxon έδωσε στη δημοσιότητα δική της έρευνα ισχυριζόμενη ότι δεν υπάρχει καμία βάση στη σύνδεση μικροσωματιδίων με περισσότερους θανάτους.
Αυτή η οργανωμένη προσπάθεια υπονόμευσης των επιστημονικών ευρημάτων έχει άμεσες ομοιότητες με τις προσπάθειες της καπνοβιομηχανίας να θολώσουν τη σύνδεση του καπνίσματος με τον καρκίνο.
Η Αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος, πάντως, επέβαλε τους πρώτους αυστηρούς κανονισμούς για την εκπομπή μικροσωματιδίων PM2,5 το 1997 και οι επιστήμονες από τότε έχουν αποκαλύψει όλο και περισσότερα στοιχεία για την ατμοσφαιρική ρύπανση. Τα σωματίδια αυτά, μόλις βρεθούν στο αίμα μπορούν να προκαλέσουν τεράστια προβλήματα στο ανοσοποιητικό μας σύστημα, να επηρεάσουν την γονιμότητα των γυναικών, να αυξήσουν τον κίνδυνο εγκεφαλικού και τις ανακοπές, το Αλτσχάιμερ, την πνευμονία, αλλά και να επιβαρύνουν την όραση.
Συνεχίζουν στο ίδιο μοτίβο παρά τα αδιάσειστα στοιχεία
Τον περασμένο μήνα ομάδα Αμερικανών και Βρετανών ερευνητών προέβη σε μια σημαντική ανακάλυψη, υπολογίζοντας ότι σχεδόν ένας στους πέντε θανάτους κάθε χρόνο παγκοσμίως οφείλεται στη ρύπανση από τα μικροσωματίδια, ποσοστό μεγαλύτερο από τους θανάτους από HIV/AIDS, ελονοσία και φυματίωση μαζί.
Περίπου 350.000 από αυτούς τους θανάτους καταγράφονται στις ΗΠΑ, όπου, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις σε θέματα ατμοσφαιρικής ρύπανσης τα τελευταία χρόνια, οι συγκεντρώσεις μικροσωματιδίων είναι πολύ μεγαλύτερες σε φτωχότερες κοινότητες ή σε περιοχές όπου μένουν μειονότητες.
Παρά τα αδιάσειστα στοιχεία οι εταιρείες αερίου και πετρελαίου συνεχίζουν να αντιμάχονται την ρυθμίσεων για τις εκπομπές αερίων προσπαθώντας να θολώσουν τα ευρήματα των επιστημονικών ερευνών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνέδριο του συντηρητικού think tank, του Heartland Institute, το 2006, όπου στο πάνελ των ομιλητών συμπεριλαμβάνονταν δύο στελέχη της Exxon, ενώ ο τίτλος μιας θεματικής ήταν «Η αβεβαιότητα των Εθνικών Ρυθμίσεων για την Ποιότητα της Ατμόσφαιρας».
Την ίδια στιγμή σύμβουλοι που πληρώνονται από την βιομηχανία δημοσιεύουν εκθέσεις στις οποίες εκφράζουν αμφιβολίες για τη σύνδεση μεταξύ των εκπομπών ρύπων και τη δημόσια υγεία ή απλά δυσφημούν τη δουλειά άλλων ερευνητών.
Ακόμη και όταν οι μεγάλες εταιρείες αποδέχθηκαν την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής, συνεχίζουν να αρνούνται τον μεγάλο όγκο στοιχείων των βλαβών που προκαλεί η ατμοσφαιρική ρύπανση
Από το efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου