Από το energia.gr
Τελευταία γίνεται πολύς λόγος στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα, για τα λεγόμενα "παγιδευμένα περιουσιακά στοιχεία" (stranded assets) τα οποία αναφέρονται κυρίως στα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και στα ορυκτά καύσιμα γενικότερα. Η κεντρική ιδέα είναι ότι καθώς έχουμε εισέλθει σε μια πορεία ενεργειακής μετάβασης, όπου κατά τα επόμενα 20-30 χρόνια θα επιχειρηθεί μια μεγάλη αλλαγή του παγκόσμιου..
ενεργειακού μίγματος, με στόχο τη μείωση της συμμετοχής των ορυκτών καυσίμων (δηλ. πετρέλαιο, φ. αέριο και άνθρακα) πολλά από τα ανακαλυφθέντα σήμερα κοιτάσματα, εάν όχι όλα, θα μείνουν ανεκμετάλλευτα και τις εταιρείες παραγωγής να εισέρχονται σε πορεία ραγδαίας απαξίωσης.
Άρα, υποστηρίζουν οι οπαδοί της θεωρίας των "stranded assets", δεν θα είχε κανένα νόημα να συνεχιστούν από εδώ και στο εξής οι έρευνες για την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων αφού σε λίγα χρόνια ο πλανήτης θα έχει στραφεί αποκλειστικά στην αξιοποίηση των ΑΠΕ, του υδρογόνου και ενδεχομένως στην πυρηνική σύντηξη. Με όλες αυτές τις πηγές να έχουν μηδενικές εκπομπές ενώ το σύνολο σχεδόν των ενεργειακών εφαρμογών θα βασίζονται όλο και περισσότερο στον ηλεκτρισμό. Ενώ με τα ορυκτά καύσιμα είναι ορατός ο κίνδυνος, ιδίως στην περίπτωση νεοανακαλυφθέντων κοιτασμάτων πετρελαίου η φυσικού αερίου, να μην αξιοποιηθούν καθόλου ή πολύ λίγο, καθώς οι καταναλωτές αναμένεται να στραφούν μαζικά προς τον ηλεκτρισμό είτε για την αυτοκίνηση, είτε για την ενεργειακή τροφοδοσία των κατοικιών και των κτιρίων γενικότερα, είτε για την κάλυψη εμπορικών και βιομηχανικών αναγκών.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) τα "Stranded Assets" αντιπροσωπεύουν επενδύσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από επιχειρήσεις ορυκτών καυσίμων και αφορούν είτε δικαιώματα για εξόρυξη είτε πραγματοποιηθείσες έρευνες ή εγκαταστάσεις εξόρυξης και παραγωγής. Χαρακτηρίζονται δε ως "παγιδευμένες" ως επενδύσεις επειδή κατά την περίοδο διάρκειας των σχετικών αδειών εκμετάλλευσης, οι εταιρείες δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν την προβλεπόμενη επιστροφή κεφαλαίου, αφού εικάζεται ότι το παραγόμενο προϊόν (δηλ. άνθρακας, πετρέλαιο, φ. αέριο) δεν θα μπορεί να απορροφηθεί από τις αγορές λόγω έλλειψης ζήτησης. Παράλληλα, επίσης εικάζεται, ότι οι εταιρείες θα έχουν καταρρεύσει οικονομικά και άρα δεν θα μπορούν να υποστηρίξουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες.
Ο ίδιος ο ΙΕΑ σε πολλές μελέτες του και δηλώσεις ανώτερων στελεχών του έχει παραδεχθεί ότι η πλήρης στροφή σε ενεργειακές πηγές χαμηλών εκπομπών δεν θα είναι μια εύκολη διαδικασία και η απαιτούμενη Ενεργειακή Μετάβαση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σταδιακά και με την Συμφωνία των Παρισίων (2015) να προβλέπει την συνέχιση για αρκετά χρόνια ακόμα περιορισμένων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο ώστε να μην υπάρξει μια βίαια αλλαγή του ενεργειακού παραγωγικού μοντέλου που θα είχε ανυπολόγιστες οικονομικές επιπτώσεις σε ολόκληρα κράτη και εταιρείες. Για αυτό μία από τις προτεραιότητες του ΙΕΑ είναι ο περιορισμός των εκπομπών (κυρίως μεθάνιο) από τις βιομηχανία του Oil & Gas μέσα από τον αυστηρό έλεγχο του παραγωγικού μηχανισμού των, καθώς και την κατάργηση της χρήσης άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις εταιρειών του κλάδου των ορυκτών καυσίμων αυτές κατέχουν αποθέματα της τάξης των 2,910 gigatonnes (GT) αντιστοιχούντων εκπομπών CO2, εγκλωβισμένα στα ελεγχόμενα από αυτές αποθέματα. Τα δύο τρίτα από αυτά αντιστοιχούν σε άνθρακα και τα υπόλοιπα σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το ερώτημα που σήμερα θέτουν εύλογα αρκετοί επενδυτές, ευτυχώς όχι όλοι, είναι για πόσο διάστημα ακόμα τα αποθέματα αυτά θα μπορέσουν να διατηρήσουν την αξία τους. Η ανησυχία πολλών επενδυτών δεν εστιάζεται μόνο στην προοπτική των αγορών να απορροφήσουν τα παραγόμενα ορυκτά προϊόντα (κυρίως άνθρακα και πετρέλαιο) αλλά και στο υψηλό κόστος χρήματος που πιθανολογείται ότι σύντομα θα έχει διαμορφωθεί και άρα θα εμποδίσει τα επενδυτικά σχέδια των εταιρειών.
Παράλληλα, σημειώνουν παράγοντες της διεθνούς ενεργειακής αγοράς, ήδη παρατηρούμε μείωση της αξίας των μετοχών αρκετών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στα ορυκτά καύσιμα. Πράγματι αυτό ισχύει για τις περισσότερες από τις εταιρείες παραγωγής άνθρακα (λόγω στροφής των ηλεκτροπαραγωγών στο φ. αέριο και στις ΑΠΕ) ενώ στην περίπτωση του Oil & Gas η αξία των μετοχών έχει επηρεαστεί τα τελευταία χρόνια κυρίως από τις επικρατούσες χαμηλές τιμές των διαφόρων ποικιλιών αργού στα διεθνή χρηματιστήρια. Εάν μάλιστα εξετάσουμε τα στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ετών θα δούμε μια συνεχή αύξηση της παραγωγής και κατανάλωσης πετρελαίου και φ. αερίου, που το 2019 κινήθηκαν σε ιστορικά υψηλά, λόγω της ισχυρής ζήτησης. Να σημειώσουμε ότι το 2019 η παγκόσμια ζήτηση για αργό πετρέλαιο ξεπέρασε για πρώτη φορά τα 100 εκατ. βαρέλια την ημέρα!
Με τη ζήτηση για πετρέλαιο και φ. αέριο ,σύμφωνα με τους υπολογισμούς των περισσότερων μεγάλων οργανισμών (ΙΕΑ, EIA,OPEC) να συνεχίσει να αυξάνεται κατά τα επόμενα 20 χρόνια τουλάχιστον, με τις εκτιμήσεις περί peak demand να διίστανται με ορισμένους να το τοποθετούν για το 2030, άλλους το 2030 και ορισμένους για το 2040. Αλλά και μετά το 2040 πετρέλαιο και φ. αέριο θα εξακολουθήσουν να έχουν κυρίαρχο ρόλο στο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα εξυπηρετώντας βασικές ανάγκες στις μεταφορές και στην βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στα τρία βασικά του σενάρια για την εξέλιξη του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος ο ΙΕΑ προβλέπει κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων μέχρι το 2040 τουλάχιστον (74% μερίδιο στο σενάριο stated policies, 58% στην περίπτωση της βιώσιμης ανάπτυξης και 78% στο business as usual).
Συμπερασματικά, οι επενδυτές ορθώς πράττουν και θέτουν το θέμα των stranded assets στον κλάδο των ορυκτών καυσίμων καθότι αυτό βοηθά τις εταιρείες παραγωγούς (τις IOCs και τις ΝΟCs) να αντιληφθούν τους νέους πολιτικό- οικονομικούς συσχετισμούς και αντιλήψεις και άρα να επαναχαράξουν την στρατηγική τους διευρύνοντας εν ανάγκη το επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο. Όμως η λογική και τα επιχειρήματα των stranded assets δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως φόβητρο στην περίπτωση χωρών όπως η Ελλάδα, που αποβλέπει στην ανάπτυξη των κοιτασμάτων της, ιδιαίτερα του φυσικού αερίου, με στόχο την προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων (βάσει εκτιμήσεων του ΙΕΝΕ αυτές μπορούν να ανέλθουν στα $ 5-8 δισ. μέχρι το 2030) και την ενίσχυση των οικονομικών της. Παράλληλα και όχι αμελητέα είναι η συμβολή της αξιοποίησης του υδρογονανθρακικού μας δυναμικού στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, ιδίως αυτή την περίοδο που είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε ταχεία απολιγνιτοποίηση στερούμενοι έτσι ενός πολύτιμου εγχώριου ενεργειακού πόρου
Τελευταία γίνεται πολύς λόγος στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα, για τα λεγόμενα "παγιδευμένα περιουσιακά στοιχεία" (stranded assets) τα οποία αναφέρονται κυρίως στα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και στα ορυκτά καύσιμα γενικότερα. Η κεντρική ιδέα είναι ότι καθώς έχουμε εισέλθει σε μια πορεία ενεργειακής μετάβασης, όπου κατά τα επόμενα 20-30 χρόνια θα επιχειρηθεί μια μεγάλη αλλαγή του παγκόσμιου..
ενεργειακού μίγματος, με στόχο τη μείωση της συμμετοχής των ορυκτών καυσίμων (δηλ. πετρέλαιο, φ. αέριο και άνθρακα) πολλά από τα ανακαλυφθέντα σήμερα κοιτάσματα, εάν όχι όλα, θα μείνουν ανεκμετάλλευτα και τις εταιρείες παραγωγής να εισέρχονται σε πορεία ραγδαίας απαξίωσης.
Άρα, υποστηρίζουν οι οπαδοί της θεωρίας των "stranded assets", δεν θα είχε κανένα νόημα να συνεχιστούν από εδώ και στο εξής οι έρευνες για την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων αφού σε λίγα χρόνια ο πλανήτης θα έχει στραφεί αποκλειστικά στην αξιοποίηση των ΑΠΕ, του υδρογόνου και ενδεχομένως στην πυρηνική σύντηξη. Με όλες αυτές τις πηγές να έχουν μηδενικές εκπομπές ενώ το σύνολο σχεδόν των ενεργειακών εφαρμογών θα βασίζονται όλο και περισσότερο στον ηλεκτρισμό. Ενώ με τα ορυκτά καύσιμα είναι ορατός ο κίνδυνος, ιδίως στην περίπτωση νεοανακαλυφθέντων κοιτασμάτων πετρελαίου η φυσικού αερίου, να μην αξιοποιηθούν καθόλου ή πολύ λίγο, καθώς οι καταναλωτές αναμένεται να στραφούν μαζικά προς τον ηλεκτρισμό είτε για την αυτοκίνηση, είτε για την ενεργειακή τροφοδοσία των κατοικιών και των κτιρίων γενικότερα, είτε για την κάλυψη εμπορικών και βιομηχανικών αναγκών.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) τα "Stranded Assets" αντιπροσωπεύουν επενδύσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από επιχειρήσεις ορυκτών καυσίμων και αφορούν είτε δικαιώματα για εξόρυξη είτε πραγματοποιηθείσες έρευνες ή εγκαταστάσεις εξόρυξης και παραγωγής. Χαρακτηρίζονται δε ως "παγιδευμένες" ως επενδύσεις επειδή κατά την περίοδο διάρκειας των σχετικών αδειών εκμετάλλευσης, οι εταιρείες δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν την προβλεπόμενη επιστροφή κεφαλαίου, αφού εικάζεται ότι το παραγόμενο προϊόν (δηλ. άνθρακας, πετρέλαιο, φ. αέριο) δεν θα μπορεί να απορροφηθεί από τις αγορές λόγω έλλειψης ζήτησης. Παράλληλα, επίσης εικάζεται, ότι οι εταιρείες θα έχουν καταρρεύσει οικονομικά και άρα δεν θα μπορούν να υποστηρίξουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες.
Ο ίδιος ο ΙΕΑ σε πολλές μελέτες του και δηλώσεις ανώτερων στελεχών του έχει παραδεχθεί ότι η πλήρης στροφή σε ενεργειακές πηγές χαμηλών εκπομπών δεν θα είναι μια εύκολη διαδικασία και η απαιτούμενη Ενεργειακή Μετάβαση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σταδιακά και με την Συμφωνία των Παρισίων (2015) να προβλέπει την συνέχιση για αρκετά χρόνια ακόμα περιορισμένων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο ώστε να μην υπάρξει μια βίαια αλλαγή του ενεργειακού παραγωγικού μοντέλου που θα είχε ανυπολόγιστες οικονομικές επιπτώσεις σε ολόκληρα κράτη και εταιρείες. Για αυτό μία από τις προτεραιότητες του ΙΕΑ είναι ο περιορισμός των εκπομπών (κυρίως μεθάνιο) από τις βιομηχανία του Oil & Gas μέσα από τον αυστηρό έλεγχο του παραγωγικού μηχανισμού των, καθώς και την κατάργηση της χρήσης άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις εταιρειών του κλάδου των ορυκτών καυσίμων αυτές κατέχουν αποθέματα της τάξης των 2,910 gigatonnes (GT) αντιστοιχούντων εκπομπών CO2, εγκλωβισμένα στα ελεγχόμενα από αυτές αποθέματα. Τα δύο τρίτα από αυτά αντιστοιχούν σε άνθρακα και τα υπόλοιπα σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το ερώτημα που σήμερα θέτουν εύλογα αρκετοί επενδυτές, ευτυχώς όχι όλοι, είναι για πόσο διάστημα ακόμα τα αποθέματα αυτά θα μπορέσουν να διατηρήσουν την αξία τους. Η ανησυχία πολλών επενδυτών δεν εστιάζεται μόνο στην προοπτική των αγορών να απορροφήσουν τα παραγόμενα ορυκτά προϊόντα (κυρίως άνθρακα και πετρέλαιο) αλλά και στο υψηλό κόστος χρήματος που πιθανολογείται ότι σύντομα θα έχει διαμορφωθεί και άρα θα εμποδίσει τα επενδυτικά σχέδια των εταιρειών.
Παράλληλα, σημειώνουν παράγοντες της διεθνούς ενεργειακής αγοράς, ήδη παρατηρούμε μείωση της αξίας των μετοχών αρκετών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στα ορυκτά καύσιμα. Πράγματι αυτό ισχύει για τις περισσότερες από τις εταιρείες παραγωγής άνθρακα (λόγω στροφής των ηλεκτροπαραγωγών στο φ. αέριο και στις ΑΠΕ) ενώ στην περίπτωση του Oil & Gas η αξία των μετοχών έχει επηρεαστεί τα τελευταία χρόνια κυρίως από τις επικρατούσες χαμηλές τιμές των διαφόρων ποικιλιών αργού στα διεθνή χρηματιστήρια. Εάν μάλιστα εξετάσουμε τα στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ετών θα δούμε μια συνεχή αύξηση της παραγωγής και κατανάλωσης πετρελαίου και φ. αερίου, που το 2019 κινήθηκαν σε ιστορικά υψηλά, λόγω της ισχυρής ζήτησης. Να σημειώσουμε ότι το 2019 η παγκόσμια ζήτηση για αργό πετρέλαιο ξεπέρασε για πρώτη φορά τα 100 εκατ. βαρέλια την ημέρα!
Με τη ζήτηση για πετρέλαιο και φ. αέριο ,σύμφωνα με τους υπολογισμούς των περισσότερων μεγάλων οργανισμών (ΙΕΑ, EIA,OPEC) να συνεχίσει να αυξάνεται κατά τα επόμενα 20 χρόνια τουλάχιστον, με τις εκτιμήσεις περί peak demand να διίστανται με ορισμένους να το τοποθετούν για το 2030, άλλους το 2030 και ορισμένους για το 2040. Αλλά και μετά το 2040 πετρέλαιο και φ. αέριο θα εξακολουθήσουν να έχουν κυρίαρχο ρόλο στο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα εξυπηρετώντας βασικές ανάγκες στις μεταφορές και στην βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στα τρία βασικά του σενάρια για την εξέλιξη του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος ο ΙΕΑ προβλέπει κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων μέχρι το 2040 τουλάχιστον (74% μερίδιο στο σενάριο stated policies, 58% στην περίπτωση της βιώσιμης ανάπτυξης και 78% στο business as usual).
Συμπερασματικά, οι επενδυτές ορθώς πράττουν και θέτουν το θέμα των stranded assets στον κλάδο των ορυκτών καυσίμων καθότι αυτό βοηθά τις εταιρείες παραγωγούς (τις IOCs και τις ΝΟCs) να αντιληφθούν τους νέους πολιτικό- οικονομικούς συσχετισμούς και αντιλήψεις και άρα να επαναχαράξουν την στρατηγική τους διευρύνοντας εν ανάγκη το επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο. Όμως η λογική και τα επιχειρήματα των stranded assets δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως φόβητρο στην περίπτωση χωρών όπως η Ελλάδα, που αποβλέπει στην ανάπτυξη των κοιτασμάτων της, ιδιαίτερα του φυσικού αερίου, με στόχο την προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων (βάσει εκτιμήσεων του ΙΕΝΕ αυτές μπορούν να ανέλθουν στα $ 5-8 δισ. μέχρι το 2030) και την ενίσχυση των οικονομικών της. Παράλληλα και όχι αμελητέα είναι η συμβολή της αξιοποίησης του υδρογονανθρακικού μας δυναμικού στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, ιδίως αυτή την περίοδο που είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε ταχεία απολιγνιτοποίηση στερούμενοι έτσι ενός πολύτιμου εγχώριου ενεργειακού πόρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου