Από το naftemporiki.gr
Τα διαστημόπλοια Voyager 1 και 2 της NASA είναι μεταξύ των εμβληματικότερων της αμερικανικής διαστημικής υπηρεσίας: Οι δύο αυτοί εξερευνητές πετούν εδώ και περίπου 42 χρόνια, περισσότερο από κάθε άλλο σκάφος στην ιστορία, και προκειμένου να συνεχίσουν να αποστέλλουν τα καλύτερα δυνατά επιστημονικά δεδομένα από τα πέρατα του διαστήματος, μηχανικοί της NASA ετοιμάζουν ένα νέο σχέδιο διαχείρισής τους, που περιλαμβάνει κάποιες «δύσκολες» επιλογές.
Ένα βασικό ζήτημα είναι..
πως και τα δύο Voyager, που εκτοξεύτηκαν το 1977, έχουν όλο και λιγότερη ενέργεια για τα επιστημονικά τους όργανα και τις συσκευές θέρμανσης που διαθέτουν. Κατά καιρούς οι μηχανικοί που επιβλέπουν την αποστολή έπρεπε να αποφασίσουν ποια τμήματα θα δέχονταν ενέργεια και ποια θα έπρεπε να απενεργοποιηθούν και στα δύο σκάφη. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται ταχύτερα για το Voyager 2 από ό,τι για το Voyager 1, επειδή το Voyager 2 έχει ένα επιπλέον επιστημονικό όργανο.
Μετά από εκτενείς συζητήσεις με την επιστημονική ομάδα, οι διαχειριστές της αποστολής πρόσφατα απενεργοποίησαν μία συσκευή θέρμανσης για το όργανο CRS (cosmic ray subsystem instrument) στο Voyager 2, στο πλαίσιο νέου σχεδίου διαχείρισης ενέργειας. Το όργανο αυτό είχε παίξει σημαντικό ρόλο τον Νοέμβριο ως προς την επιβεβαίωση πως το σκάφος είχε βγει από την ηλιόσφαιρα, τη «φούσκα» που δημιουργείται από τη συνεχή ροή (ή «άνεμο») ιονισμένων σωματιδίων από τον ήλιο. Έκτοτε τα δύο Voyager στέλνουν πίσω στοιχεία σχετικά με το πώς η ηλιόσφαιρα αλληλεπιδρά με τον ηλιακό άνεμο στο διαστρικό κενό- τον χώρο ανάμεσα στα άστρα.
Σε αυτή τη φάση, οι διαχειριστές της αποστολής είναι σε θέση να επιβεβαιώσουν σε προκαταρκτικό στάδιο πως το όργανο κοσμικής ακτινοβολίας του Voyager 2 συνεχίζει να στέλνει δεδομένα, παρά την πτώση σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες- πολύ πιο χαμηλά από αυτές για τις οποίες είχε δοκιμαστεί. Όπως υπογραμμίζουν μέλη της ομάδας που επιβλέπει την αποστολή, τα σκάφη έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά ανθεκτικά, αντέχοντας τη δοκιμασία του χρόνου.
Το Voyager 2 συνεχίζει να επιστρέφει δεδομένα από πέντε όργανα καθώς ταξιδεύει στο διαστρικό κενό: Πέρα από το όργανο κοσμικής ακτινοβολίας, που εντοπίζει σωματίδια υψηλών ταχυτήτων τα οποία προέρχονται από τον ήλιο ή από πηγές εκτός του ηλιακού μας συστήματος, το σκάφος έχει δύο όργανα για τη μελέτη του πλάσματος και ένα μαγνητόμετρο. Από πλευράς του, το Voyager 1, που πέρασε στο διαστρικό κενό τον Αύγουστο του 2012, συνεχίζει να συλλέγει δεδομένα επίσης από το όργανο κοσμικής ακτινοβολίας, καθώς και από ένα όργανο πλάσματος, ένα μαγνητόμετρο και το όργανο φορτισμένων σωματιδίων χαμηλής ενέργειας.
Τα δύο διαστημόπλοια, που εκτοξεύτηκαν το 1977, είναι πάνω από 18 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από τον ήλιο. Τροφοδοτούνται με ενέργεια από τρεις θερμοηλεκτρικές γεννήτριες ραδιοϊσοτόπων (RTG), που παράγουν πλέον περίπου 40% λιγότερη ενέργεια από ό,τι 42 χρόνια πριν. Το νέο σχέδιο διαχείρισης ενέργειας διερευνά διάφορες επιλογές ως προς τη μείωση της διαθέσιμης ενέργειας στα σκάφη, περιλαμβανομένου του κλεισίματος επιπρόσθετων συσκευών θέρμανσης οργάνων μέσα στα επόμενα χρόνια. Γενικότερα, ο σχεδιασμός ως προς τη διαχείριση της ενέργειας και της γήρανσης των εξαρτημάτων των σκαφών αναμένεται να δώσει αρκετά ακόμα χρόνια «ζωής» στα δύο σκάφη, προκειμένου να συνεχίσουν να αποστέλλουν πολύτιμα δεδομένα για πολύ ακόμα.
Τα διαστημόπλοια Voyager 1 και 2 της NASA είναι μεταξύ των εμβληματικότερων της αμερικανικής διαστημικής υπηρεσίας: Οι δύο αυτοί εξερευνητές πετούν εδώ και περίπου 42 χρόνια, περισσότερο από κάθε άλλο σκάφος στην ιστορία, και προκειμένου να συνεχίσουν να αποστέλλουν τα καλύτερα δυνατά επιστημονικά δεδομένα από τα πέρατα του διαστήματος, μηχανικοί της NASA ετοιμάζουν ένα νέο σχέδιο διαχείρισής τους, που περιλαμβάνει κάποιες «δύσκολες» επιλογές.
Ένα βασικό ζήτημα είναι..
πως και τα δύο Voyager, που εκτοξεύτηκαν το 1977, έχουν όλο και λιγότερη ενέργεια για τα επιστημονικά τους όργανα και τις συσκευές θέρμανσης που διαθέτουν. Κατά καιρούς οι μηχανικοί που επιβλέπουν την αποστολή έπρεπε να αποφασίσουν ποια τμήματα θα δέχονταν ενέργεια και ποια θα έπρεπε να απενεργοποιηθούν και στα δύο σκάφη. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται ταχύτερα για το Voyager 2 από ό,τι για το Voyager 1, επειδή το Voyager 2 έχει ένα επιπλέον επιστημονικό όργανο.
Μετά από εκτενείς συζητήσεις με την επιστημονική ομάδα, οι διαχειριστές της αποστολής πρόσφατα απενεργοποίησαν μία συσκευή θέρμανσης για το όργανο CRS (cosmic ray subsystem instrument) στο Voyager 2, στο πλαίσιο νέου σχεδίου διαχείρισης ενέργειας. Το όργανο αυτό είχε παίξει σημαντικό ρόλο τον Νοέμβριο ως προς την επιβεβαίωση πως το σκάφος είχε βγει από την ηλιόσφαιρα, τη «φούσκα» που δημιουργείται από τη συνεχή ροή (ή «άνεμο») ιονισμένων σωματιδίων από τον ήλιο. Έκτοτε τα δύο Voyager στέλνουν πίσω στοιχεία σχετικά με το πώς η ηλιόσφαιρα αλληλεπιδρά με τον ηλιακό άνεμο στο διαστρικό κενό- τον χώρο ανάμεσα στα άστρα.
Σε αυτή τη φάση, οι διαχειριστές της αποστολής είναι σε θέση να επιβεβαιώσουν σε προκαταρκτικό στάδιο πως το όργανο κοσμικής ακτινοβολίας του Voyager 2 συνεχίζει να στέλνει δεδομένα, παρά την πτώση σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες- πολύ πιο χαμηλά από αυτές για τις οποίες είχε δοκιμαστεί. Όπως υπογραμμίζουν μέλη της ομάδας που επιβλέπει την αποστολή, τα σκάφη έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά ανθεκτικά, αντέχοντας τη δοκιμασία του χρόνου.
Το Voyager 2 συνεχίζει να επιστρέφει δεδομένα από πέντε όργανα καθώς ταξιδεύει στο διαστρικό κενό: Πέρα από το όργανο κοσμικής ακτινοβολίας, που εντοπίζει σωματίδια υψηλών ταχυτήτων τα οποία προέρχονται από τον ήλιο ή από πηγές εκτός του ηλιακού μας συστήματος, το σκάφος έχει δύο όργανα για τη μελέτη του πλάσματος και ένα μαγνητόμετρο. Από πλευράς του, το Voyager 1, που πέρασε στο διαστρικό κενό τον Αύγουστο του 2012, συνεχίζει να συλλέγει δεδομένα επίσης από το όργανο κοσμικής ακτινοβολίας, καθώς και από ένα όργανο πλάσματος, ένα μαγνητόμετρο και το όργανο φορτισμένων σωματιδίων χαμηλής ενέργειας.
Τα δύο διαστημόπλοια, που εκτοξεύτηκαν το 1977, είναι πάνω από 18 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από τον ήλιο. Τροφοδοτούνται με ενέργεια από τρεις θερμοηλεκτρικές γεννήτριες ραδιοϊσοτόπων (RTG), που παράγουν πλέον περίπου 40% λιγότερη ενέργεια από ό,τι 42 χρόνια πριν. Το νέο σχέδιο διαχείρισης ενέργειας διερευνά διάφορες επιλογές ως προς τη μείωση της διαθέσιμης ενέργειας στα σκάφη, περιλαμβανομένου του κλεισίματος επιπρόσθετων συσκευών θέρμανσης οργάνων μέσα στα επόμενα χρόνια. Γενικότερα, ο σχεδιασμός ως προς τη διαχείριση της ενέργειας και της γήρανσης των εξαρτημάτων των σκαφών αναμένεται να δώσει αρκετά ακόμα χρόνια «ζωής» στα δύο σκάφη, προκειμένου να συνεχίσουν να αποστέλλουν πολύτιμα δεδομένα για πολύ ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου