Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Η υπερθέρμανση του πλανήτη οξύνει τις οικονομικές ανισότητες

Από το efsyn.gr
Η «κλιματική αλλαγή», επειδή είναι σε μεγάλο βαθμό ανθρωπογενής, αποτελεί πρωτίστως ένα πλανητικών διαστάσεων πολιτικό πρόβλημα. Και είναι όντως ένα δυσεπίλυτο πολιτικό πρόβλημα αφού σε αυτό εμπλέκονται σχεδόν όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες: από τη νέα διαφορετική και οικολογική διαχείριση της φύσης μέχρι την οικονομική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

Πρόσφατη διεθνής έρευνα έδειξε..
ότι ακόμη και μια μικρή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη οδηγεί αναπόδραστα σε μεγάλη όξυνση τις ήδη υπαρκτές οικονομικές διαφορές ανάμεσα στις πλουσιότερες χώρες του Βορρά και τις φτωχότερες χώρες του Νότου.

Στο σημερινό άρθρο θα εξετάσουμε το πώς η προοδευτική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και τα ακραία μετεωρολογικά φαινόμενα που αυτή συνεπάγεται αυξάνουν, χρόνο με τον χρόνο, όχι μόνο τις οικολογικές καταστροφές στη φύση αλλά και τις οικονομικές ανισότητες, οι οποίες συνδέονται πλέον ρητά και άρα εξαρτώνται από τις τρέχουσες κλιματικές αλλαγές.

Όμως η τρέχουσα διαδικασία αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη δεν επηρεάζει ούτε πλήττει εξίσου όλες τις χώρες: υπάρχουν μάλιστα κάποιες πλούσιες χώρες που επωφελούνται, επειδή η υπερθέρμανση του πλανήτη οξύνει τις οικονομικές ανισότητες και οι θερμότερες χώρες είναι τα πρώτα θύματα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ήδη από το 2012, μας είχε προειδοποιήσει επίσημα και κατ’ επανάληψη για τις ολέθριες συνέπειες της υπερθέρμανσης της Γης τόσο για το φυσικό περιβάλλον όσο και για τους έμβιους οργανισμούς που φιλοξενεί.

Πράγματι, όλες ανεξαιρέτως οι κλιματολογικές έρευνες καταγράφουν τον τελευταίο αιώνα πλανητική αύξηση της θερμοκρασίας κατά 0,6 βαθμούς Κελσίου και τουλάχιστον κατά 1,5°C σε σχέση με τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής.

Επομένως, προβλέπουν ότι ακόμη κι αν ληφθούν διεθνώς τα κατάλληλα μέτρα, όπως π.χ. η δραστική μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και η ριζική αλλαγή της ανθρώπινης καταναλωτικής νοοτροπίας, η μέση θερμοκρασία της Γης θα αυξηθεί από 0,9 έως 2 βαθμούς μέχρι το έτος 2050.

Αν, μάλιστα, συνεχίσουμε χωρίς περιορισμούς τις εκλύσεις ρυπογόνων ουσιών μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα, τότε η πλανητική θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί κατά 4 βαθμούς περίπου!

Μολονότι ένας ομολογουμένως πολύ μικρός αριθμός επιστημόνων εξακολουθεί να κρατά επιφυλακτική ή υπεραισιόδοξη στάση απέναντι σε τέτοιες καταστροφικές προβλέψεις, κανένας ειδικός δεν αμφισβητεί πλέον το γεγονός ότι η συνεχιζόμενη ανθρωπογενής ρύπανση του περιβάλλοντος και οι εντυπωσιακές αλλαγές των κλιματικών συνθηκών οδηγούν αναπόδραστα σε εξαιρετικά ανησυχητικές αλλαγές της ανθρώπινης ζωής, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

Ο πλανητικός πυρετός δεν είναι... fake news

Μολονότι οι καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη ορατές, το «κλίμα» ως επιστημονική έννοια παραμένει ασαφής και μάλλον αφηρημένη για τους μη ειδικούς και γι’ αυτό, εξάλλου, πολύ συχνά συγχέουμε το κλίμα με τον «καιρό» που κάνει κάθε μέρα στον τόπο μας.

Αντίθετα, όμως, με τις καθημερινές καιρικές μεταβολές, η «κλιματική αλλαγή» είναι η πολύ πιο σταθερή και πανταχού παρούσα τάση να αλλάζουν όλες οι φυσικές εκδηλώσεις του κλίματος σε βάθος χρόνου και όχι απαραίτητα από μέρα σε μέρα, όπως συμβαίνει με τις καιρικές αλλαγές.

Γι’ αυτό εξάλλου όλες οι σχετικές προβλέψεις για τις μελλοντικές κλιματικές καταστροφές είναι μάλλον ασαφείς, αφού ακόμη κι αν μειώναμε άμεσα και δραστικά την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα ή άλλων ρυπογόνων ουσιών, οι μολυσματικές ουσίες που ήδη υπάρχουν θα παρέμεναν στη γήινη ατμόσφαιρα για άλλα 200 χρόνια!

Το γεγονός ότι σήμερα πάνω από 10.000 ζωικά είδη απειλούνται άμεσα με εξαφάνιση, ενώ έως το 2050 το ένα τέταρτο των έμβιων ειδών απειλείται με οριστική εξάλειψη λόγω της ταχύτατα αυξανόμενης θερμοκρασίας της Γης δεν φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα τους περισσότερους ανθρώπους και ακόμη περισσότερο τους πολιτικούς που αποφασίζουν για το μέλλον της ζωής στον πλανήτη μας.

Υπό αυτήν ακριβώς την έννοια, η «κλιματική αλλαγή», επειδή είναι σε μεγάλο βαθμό ανθρωπογενής, αποτελεί πρωτίστως ένα πλανητικών διαστάσεων πολιτικό πρόβλημα. Και είναι όντως ένα δυσεπίλυτο πολιτικό πρόβλημα αφού σε αυτό εμπλέκονται σχεδόν όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες: από τη νέα διαφορετική και οικολογική διαχείριση της φύσης μέχρι την οικονομική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

Η ορατή πλέον απειλή για την επιβίωση του είδους μας στο μέλλον θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποτελέσει ένα αποτελεσματικότερο επιχείρημα ενάντια στην πανθομολογούμενη καταστροφή του πλανήτη και την καταλήστευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο;

Παρά τις ήδη ορατές απειλές, είναι εξαιρετικά δύσκολο οι σημερινές δυτικές κοινωνίες των αγορών να καταφέρουν να προσαρμόσουν εγκαίρως στις νέες οικολογικές-κλιματικές συνθήκες τους βασικούς τομείς της οικονομίας τους, όπως π.χ. η διαχείριση υδάτων, η ενέργεια, η γεωργία, η δασοπονία, η υγεία.

Πάντως, η προοδευτική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και τα ακραία μετεωρολογικά φαινόμενα που αυτή συνεπάγεται αυξάνουν, χρόνο με τον χρόνο, όχι μόνο τις οικολογικές καταστροφές αλλά και τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίες, χάρη σε μία πρόσφατη διεθνή έρευνα, συνδέονται πλέον άμεσα με τις τρέχουσες κλιματικές αλλαγές.

Ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν;


Ολοένα και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται όχι μόνο στα επιστημονικά περιοδικά αλλά και στα ΜΜΕ νέες και πιο τεκμηριωμένες έρευνες που επιβεβαιώνουν τη μεγάλη κλιματική και οικολογική καταστροφή που συντελείται μαζικά όχι μόνο σε τοπικό αλλά σε πλανητικό επίπεδο και εξελίσσεται πολύ ταχύτερα απ’ ό,τι προβλέπαμε ή, ακριβέστερα, απ’ ότι ελπίζαμε μέχρι τώρα.

Πρόκειται για ιδιαίτερα περίπλοκα και αλληλοδιαπλεκόμενα καταστροφικά φαινόμενα, τα οποία, εφόσον ξεκινήσουν, πολύ δύσκολα αναστρέφονται επειδή δημιουργούν ανατροφοδοτούμενους και αυτοενισχυτικούς «βρόχους ανάδρασης»: τα περίφημα «feedback loops», δηλαδή τους «κλειστούς βρόχους ανάδρασης» που όχι μόνο εκδηλώνονται αυθόρμητα σε όλα τα πολύπλοκα φυσικά συστήματα, αλλά, επιπλέον, τείνουν να υποβαθμίζουν τη δομική αυτονομία και την εύρυθμη λειτουργία αυτών των συστημάτων ακόμη κι όταν εκλείψουν οι παράγοντες που επέτρεψαν την εγκατάσταση τέτοιων υποτίθεται «φαύλων» κύκλων ανάδρασης.

Χάρη σ’ αυτόν τον «ύπουλο» και όχι αυστηρά ντετερμινιστικό τρόπο αλληλεπίδρασης των πολύπλοκων συστημάτων, κάποιες φαινομενικά «αθώες» τοπικές καταστροφές (οικολογικές, κλιματικές, επιδημιολογικές ή και οικονομικές) μπορούν κάλλιστα να πυροδοτήσουν απροσδόκητες αλλαγές που, με τη σειρά τους, οδηγούν σε πολύ ευρύτερες και μη αναστρέψιμες καταστροφές σε πλανητικό επίπεδο!

Επειδή τα παραπάνω ίσως να ακούγονται κάπως αόριστα ή υπερβολικά θεωρητικά, θα παρουσιάσουμε τα συμπεράσματα μιας πολύ πρόσφατης διεθνούς έρευνας που διαφωτίζει επαρκώς τις μέχρι τώρα αόρατες -αλλά υπαρκτές!- αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε δύο φαινομενικά ανεξάρτητα πολύπλοκα φαινόμενα: την πλανητική υπερθέρμανση και τις ανθρώπινες οικονομικές ανισότητες μεταξύ των εθνών.

Σύμφωνα με τη διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel of Climate Change) αλλά και τις επιμέρους κρατικές επιστημονικές επιτροπές, οι προβλέψεις για τις κλιματικές αλλαγές στον αιώνα που διανύουμε είναι εξαιρετικά δυσοίωνες. Ειδικότερα αυτές που αφορούν τις άμεσες οικολογικές, οικονομικές καταστροφές της ζωής των ανθρώπων λόγω της πλανητικής υπερθέρμανσης.

Πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση (τον 18ο αιώνα), οι μεγάλες κλιματικές αλλαγές οφείλονται αποκλειστικά σε φυσικά αίτια: μεταβολές στην ηλιακή ενέργεια που φτάνει στη Γη, αλλαγές στην ανακλαστικότητα της γήινης επιφάνειας, ηφαιστειακές εκρήξεις. Μετά την επικράτηση της Βιομηχανικής Επανάστασης, η απελευθέρωση και η συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων αερίων του θερμοκηπίου συνέβαλε αποφασιστικά στην υπερθέρμανση του πλανήτη.

Την ανάγκη για σαφή διάκριση της νέας γεωλογικής-πλανητικής εποχής, η οποία σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από τις δραστηριότητες του ανθρώπινου είδους, εισηγήθηκαν πρώτοι, το 2000, δύο διαπρεπείς επιστήμονες, οι Paul Crutzen και Eugene Stoermer.

Εκτοτε, ολοένα και περισσότερες μελέτες επιβεβαίωσαν την αρχική ιδέα ότι οι άνθρωποι δεν υφίστανται παθητικά τους οικολογικούς και γεωλογικούς περιορισμούς του πλανήτη μας, αλλά διαμορφώνουν οι ίδιοι τις συνθήκες ζωής τους: δεν προσαρμόζονται απλώς στα οικοσυστήματα όπου ζουν αλλά, από μια ορισμένη χρονική στιγμή και έπειτα, τα αλλάζουν ανάλογα με τις ανάγκες τους.

Απ’ ό,τι φαίνεται, λοιπόν, τόσο η μαζική παρουσία (ο ανθρώπινος πληθυσμός έφτασε τα 7,5 δισεκατομμύρια!) όσο και η πρωτοφανής οικολογική παρεμβατικότητα του είδους μας έχουν ήδη αφήσει το ανεξίτηλο αποτύπωμά τους όχι μόνο πάνω στο φυσικό-οικολογικό περιβάλλον «μας» αλλά και σε κάθε μορφή ζωής με την οποία ερχόμαστε σε επαφή.

Γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τη διεθνή έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο εγκυρότατο επιστημονικό περιοδικό «PNAS» της Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ.

Το άρθρο υπογράφουν οι ειδικοί κλιματολόγοι Νόα Ντίφενμποου (N. Diffenbaugh) και Μάρσαλ Μπερκ (M. Burke), οι οποίοι πραγματοποίησαν εκτενέστατη έρευνα για το πώς η πλανητική άνοδος της θερμοκρασίας από το 1960 μέχρι το 2010 έχει επηρεάσει αποφασιστικά και επιτείνει τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των χωρών του Βορρά, όπως π.χ. η Νορβηγία και ο Καναδάς, και εκείνων του Νότου όπως π.χ. η Ινδία και η Νιγηρία.

Η έρευνα αυτή εντάσσεται στο σχετικά νέο ερευνητικό πεδίο που διερευνά ποσοτικά τις οικονομικές συνέπειες της συντελούμενης κλιματικής αλλαγής και ειδικότερα της πλανητικής υπερθέρμανσης για τις πλουσιότερες και τις σαφώς φτωχότερες αναπτυσσόμενες χώρες.

Το συμπέρασμα αυτής της έρευνας είναι ότι, παραδόξως, οι πολίτες των πιο φτωχών χωρών του θερμού Νότου δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία άμυνας απέναντι στην κλιματική αλλαγή και συνεπώς ακόμα και η μικρή άνοδος της θερμοκρασίας δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα όχι μόνο στην αγροτική παραγωγή αλλά και ευρύτερα στην οικονομία αυτών των χωρών.

Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στις πιο πλούσιες χώρες του παγωμένου Βορρά που, λόγω της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, ευθύνονται τελικά για αυτήν την κλιματική αλλαγή.

Με αυτήν τη σημαντική έρευνά τους οι δύο ερευνητές έδειξαν ότι μόνο μέσα σε μισό αιώνα η μικρή αλλά σταθερή αύξηση της θερμοκρασίας στις χώρες του Νότου μείωσε από 17% έως 31% το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ή ΑΕΠ)! Το ακριβώς αντίθετο συνέβη στις χώρες του Βορρά, στις οποίες η μικρή αύξηση της θερμοκρασίας ευνόησε σαφώς την οικονομία τους. Μάλιστα όπως υπολόγισαν, ανάμεσα στις 160 χώρες που μελέτησαν οι οικονομικές διαφορές ανάμεσα στις πιο πλούσιες χώρες του Βορρά και τις πιο φτωχές χώρες του Νότου φτάνουν στις πιο ακραίες περιπτώσεις το 25% του ΑΕΠ!

«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι οι περισσότερες από τις πιο φτωχές χώρες της Γης είναι πολύ φτωχότερες σήμερα απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς την παγκόσμια υπερθέρμανση. Ταυτόχρονα, η πλειονότητα των πλούσιων χωρών είναι πλουσιότερες απ’ ό,τι θα είχαν υπάρξει χωρίς την κλιματική αλλαγή», όπως δήλωσε ο Ντίφενμποου.

Είναι λοιπόν προφανές ότι η τρέχουσα διαδικασία αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη δεν επηρεάζει εξίσου όλες τις χώρες. Υπάρχουν μάλιστα και κάποιες πλούσιες χώρες που θα επωφεληθούν, αφού η υπερθέρμανση του πλανήτη οξύνει τις ανισότητες και οι θερμότερες χώρες είναι τα πρώτα θύματα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Πάντως, το κέρδος των πιο ανεπτυγμένων χωρών θα είναι πρόσκαιρο, διότι οι καταστροφές από την υπερθέρμανση του πλανήτη θα πλήξουν τελικά τους πάντες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου