Από το energia.gr
Η παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου, από τα επιχειρηματικά μοντέλα που παρουσιάζει έως τους μηχανισμούς ρύθμισης των τιμών, χαρακτηρίζεται σήμερα από έντονη ρευστότητα, υπογραμμίζουν οι αναλυτές του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA).
Στην αγορά φυσικού αερίου παρατηρείται ισχυρή δυναμική -τόσο στη ζήτηση, όσο και στην προσφορά- αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά ερωτηματικά σχετικά με το τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον και πώς ενδέχεται να είναι μια νέα τάξη πραγμάτων στη διεθνή αγορά φυσικού αερίου. Η έκθεση World Energy Outlook του IEA δεν περιέχει προβλέψεις για το πώς θα είναι οι αγορές αερίου το 2030 ή το 2040, αλλά τα σενάρια και οι αναλύσεις της έκθεσης παρέχουν..
κάποια στοιχεία για τους παράγοντες που θα διαμορφώσουν εφεξής το τοπίο.
Ο αντίκτυπος της Κίνας στις αγορές φυσικού αερίου
Το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει σήμερα το 7% του ενεργειακού μίγματος της Κίνας, πολύ χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο του 22%. Ωστόσο, η Κίνα στρέφεται στο φυσικό αέριο, προκαλώντας τέτοια αύξηση της κατανάλωσης που έχει σε μεγάλο βαθμό εκμηδενίσει τις συζητήσεις περί μίας ενδεχόμενης υπερπροσφοράς φυσικού αερίου.
Η ζήτηση για φυσικό αέριο εκ μέρους της Κίνας αυξήθηκε θεαματικά κατά 15% το 2017, υποστηριζόμενη από μια ισχυρή πολιτική ώθηση για τη μετάβαση από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο -τόσο στη βιομηχανία, όσο και στα κτίρια- ως μέρος της προσπάθειας της κινεζικής κυβέρνησης «να γίνει ξανά ο ουρανός της Κίνας γαλάζιος» και να βελτιωθεί η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα. Οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) αυξήθηκαν σημαντικότητα, με την Κίνα να ξεπερνά την Κορέα και να καθίσταται ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG στον κόσμο. Τα προκαταρκτικά στοιχεία για το 2018 δείχνουν παρόμοια ισχυρή διψήφια ανάπτυξη της ζήτησης φυσικού αερίου, θέτοντας την Κίνα σε τροχιά να καταστεί η μεγαλύτερη χώρα εισαγωγής φυσικού αερίου στον κόσμο.
Σύμφωνα με το σενάριο υιοθέτησης ‘Νέων Πολιτικών’ που περιλαμβάνεται στο World Energy Outlook του IEA, το μερίδιο του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της Κίνας αναμένεται να διπλασιαστεί στο 14% μέχρι το 2040, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης καλύπτεται από εισαγωγές που φθάνουν στα επίπεδα αυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ζήτηση για LNG αναμένεται να τετραπλασιαστεί κατά την ίδια περίοδο, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 30% των παγκόσμιων εμπορικών ροών LNG. Η Κίνα εδώ και πολύ καιρό είναι η χώρα που διαμορφώνει τις παγκόσμιες τάσεις για το πετρέλαιο, τον άνθρακα και, πιο πρόσφατα, για πολλές ανανεώσιμες τεχνολογίες. Ο αντίκτυπος της Κίνας στις αγορές φυσικού αερίου καθίσταται τώρα ένα βασικό στοιχείο για όλους τους παράγοντες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό, ενώ η Κίνα αναδεικνύει και ως αιτία που το φυσικό αέριο κινείται σε θετική τροχιά σε όλα τα σενάρια που περιλαμβάνονται στο World Energy Outlook του IEA.
Δεν υπάρχει η λεγόμενη «αναδυόμενη ζήτηση από την Ασία»
Ενώ η Κίνα έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον με την άνευ προηγουμένου αύξηση της ζήτησης, άλλες αναδυόμενες ασιατικές αγορές -κυρίως η Ινδία, η Νοτιοανατολική και η Νότια Ασία- αυξάνουν επίσης την παρουσία τους στην παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου. Οι αναδυόμενες οικονομίες στην Ασία αντιπροσωπεύουν αθροιστικά περίπου το 50% της συνολικής παγκόσμιας αύξησης της ζήτησης φυσικού αερίου στο σενάριο υιοθέτησης ‘Νέων Πολιτικών’ του World Energy Outlook, με το μερίδιό τους στις παγκόσμιες εισαγωγές LNG να διπλασιάζεται στο 60% μέχρι το 2040.
Ωστόσο, αν και η περιοχή συχνά αποκαλείται "αναδυόμενη Ασία" ως σύνολο, είναι δύσκολο να γίνει μία γενίκευση για τις προοπτικές του φυσικού αερίου στην περιοχή αυτή. Το φυσικό αέριο υπήρξε ένα μάλλον εξεζητημένο καύσιμο σε ορισμένες αγορές (όπως η Ινδία), ενώ έχει καθιερωθεί σε ορισμένες άλλες (τμήματα της Νοτιοανατολικής Ασίας, Πακιστάν και Μπαγκλαντές). Παρόλο που φαίνεται ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο για περαιτέρω ανάπτυξη, με το μερίδιο του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της περιοχής να κινείται κάτω από το 10%, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι όλες οι αναδυόμενες ασιατικές αγορές είναι έτοιμες να ακολουθήσουν την πορεία που ακολουθεί η Κίνα. Η μεγάλη διαφοροποίηση των σημείων εκκίνησης των οικονομιών αυτών, οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθούνται, η ασφάλεια του εφοδιασμού και οι υποδομές καθιστούν κάθε αναδυόμενη ασιατική αγορά διακριτή, γεγονός που επιβάλλει πολύ πιο λεπτομερή προσέγγιση για να κατανοηθούν οι προοπτικές του φυσικού αερίου στην περιοχή.
Απαραίτητη η εναρμόνιση οικονομίας και πολιτικής για την ανάπτυξη του φυσικού αερίου
Το φυσικό αέριο μπορεί να είναι η αναπόφευκτη επιλογή για χώρες που διαθέτουν σχετικά εύκολη πρόσβαση σε σημαντικά κοιτάσματα, όπως οι χώρες της Μέσης Ανατολής ή της Βόρειας Αμερικής. Στις χώρες αυτές υπάρχει το περιθώριο το φυσικό αέριο να εκτοπίσει ή και να αποκλείσει πλήρως από το ενεργειακό μίγμα άλλα καύσιμα, αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους.
Ωστόσο, οι προοπτικές αξιοποίησης του φυσικού αερίου φαίνονται πιο αδύναμες σε πολλά μέρη της ‘αναδυόμενης Ασίας’, περιοχή που, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί για τον IEA βασική πηγή αύξησης της ζήτησης στις προβλέψεις του ως το 2040. Για τις χώρες αυτές είναι απαραίτητες οι εισαγωγές φυσικού αερίου και το κόστος μεταφοράς είναι σημαντικό. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός από τον ευρέως διαθέσιμο άνθρακα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι οξύτατος, ενώ οι υποδομές φυσικού αερίου συχνά δεν έχουν ακόμη κατασκευαστεί ή τεθεί σε λειτουργία. Τέλος, καταναλωτές και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνεται να θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα της οικονομικής προσιτότητας.
Το φυσικό αέριο μπορεί να είναι μία καλή εναλλακτική για τις ταχέως αναπτυσσόμενες αστικές περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου, παράγοντας θερμότητα, ηλεκτρική ενέργεια και τροφοδοτώντας τις μεταφορές με λιγότερες εκπομπές CO2 και άλλων ρύπων σε σύγκριση με τον άνθρακα ή το πετρέλαιο. Σε συστήματα ή τομείς με υψηλή ένταση άνθρακα, το φυσικό αέριο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνση των ενεργειακών μεταβάσεων. Αλλά -όπως δείχνει η Κίνα- τα οικονομικά κίνητρα πρέπει να ενισχυθούν από ένα ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον προκειμένου να ευνοηθεί η ανάπτυξη του φυσικού αερίου. Χωρίς μια τέτοια στρατηγική επιλογή υπέρ του φυσικού αερίου, το καύσιμο αυτό ενδέχεται να παραγκωνιστεί από άλλες, φθηνότερες εναλλακτικές.
Ο κύριος τομέας ανάπτυξης του φυσικού αερίου παύει να είναι η ηλεκτροπαραγωγή
Επί του παρόντος, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι ο τομέας που καταναλώνει τις μεγαλύτερες ποσότητες φυσικού αερίου. Το αέριο έχει μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα για την ηλεκτροπαραγωγή, κυρίως το σχετικά χαμηλό κεφαλαιακό κόστος που απαιτούν οι νέες μονάδες και η ικανότητα ταχύτατης αυξομείωσης της παραγωγής -ένα σημαντικό χαρακτηριστικό σε συστήματα στα οποία αυξάνεται ολοένα η συμμετοχή της ηλιακής και αιολικής ενέργειας.
Ωστόσο, ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής είναι, παράλληλα, ο τομέας στον οποίο ο ανταγωνισμός είναι ο ισχυρότερος. Η μείωση του κόστους των ΑΠΕ και η ανάπτυξη άλλων τεχνολογιών για βραχυπρόθεσμη εξισορρόπηση της αγοράς -συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης ενέργειας- μειώνουν τις προοπτικές αύξησης του φυσικού αερίου στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, ιδίως στο σενάριο ‘Βιώσιμης Ανάπτυξης’ του World Energy Outlook του IEA. Παρόμοια δυναμική διαφαίνεται και σε ότι αφορά τη χρήση του φυσικού αερίου για την παροχή θερμότητας στα κτίρια, όπου οι προοπτικές του αερίου περιορίζονται από τον εξηλεκτρισμό και την ενεργειακή απόδοση.
Η μεγαλύτερη αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου σύμφωνα με το σενάριο υιοθέτησης ‘Νέων Πολιτικών’ προβλέπεται να προέλθει από τη βιομηχανία. Όπου υπάρχει διαθέσιμο φυσικό αέριο, αναδεικνύεται ως κατάλληλο για την κάλυψη της βιομηχανικής ζήτησης. Στη βιομηχανία, ο ανταγωνισμός από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι πιο περιορισμένος, ειδικά για την παροχή θερμικής ενέργειας υψηλών θερμοκρασιών. Το φυσικό αέριο συνήθως υπερισχύει του πετρελαίου λόγω τιμής και προτιμάται έναντι του άνθρακα για λόγους ευκολίας (από τη στιγμή που υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές), αλλά και για περιβαλλοντικούς λόγους. Σύμφωνα με το σενάριο ‘Βιώσιμης Ανάπτυξης’, η ζήτηση για φυσικό αέριο στη βιομηχανία προβλέπεται, παράλληλα, να εμφανίζει υψηλότερη ανθεκτικότητα έναντι της αντίστοιχης στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, όπου η ζήτηση για φυσικό αέριο είναι πολύ πιο ευαίσθητη λόγω ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου από τη βιομηχανία στις χώρες εισαγωγής φυσικού αερίου μπορεί να προσφέρει ένα αξιόπιστο ‘κατώτατο όριο’ ζήτησης που θα στηρίξει τις νέες επενδύσεις στον τομέα του upstream και των υποδομών σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η αύξηση αυτή σημαίνει, επίσης, μικρότερη ευελιξία για να αντιμετωπιστούν οι διακυμάνσεις της τιμής, καθώς οι βιομηχανικοί καταναλωτές σπάνια μπορούν να στραφούν σε άλλα καύσιμα εάν αυξηθούν οι τιμές του φυσικού αερίου, ενώ τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας είναι συνήθως περισσότερο ευέλικτα στη διαμόρφωση του μίγματος καυσίμων τους.
Μειωμένος ο κίνδυνος περιορισμού της αγοράς λόγω αύξησης του ανταγωνισμού
Από το 2015 και για τρία χρόνια, επικράτησε μια ιδιαίτερη ‘περίοδος άπνοιας’ στις εγκρίσεις νέων έργων LNG, αλλά ένα κύμα αδειοδοτήσεων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2018, με σημαντικότερη αυτή ενός μεγάλου νέου έργου στις δυτικές ακτές του Καναδά, αμβλύνει τον κίνδυνο ενός απότομου περιορισμού στις αγορές φυσικού αερίου γύρω στα μέσα του 2020.
Το Κατάρ είναι από τους πρωτοπόρους που αναπτύσσουν νέες μονάδες εξαγωγών χαμηλού κόστους, με βάση τις τεράστιες δυνατότητές του σχετικά με την αξιοποίηση φυσικού αερίου πλούσιου σε υγρά και έχοντας το σημαντικότατο υπόβαθρο το εκτεταμένου συγκροτήματος φυσικού αερίου στο Ras Laffan. Ωστόσο, υπάρχει ένας μεγάλος κατάλογος άλλων πιθανών εξαγωγικών μονάδων σε όλο τον κόσμο, από τη ρωσική Αρκτική έως την Ανατολική Αφρική.
Η πρωτόγνωρη αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικού φυσικού αερίου σημαίνει ότι, μέχρι το 2025, ένα στα τέσσερα κυβικά μέτρα φυσικού αερίου που παράγεται παγκοσμίως αναμένεται να προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με μεγάλο αριθμό προτεινόμενων έργων εξαγωγής LNG, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να αποτελέσουν σημείο αναφοράς σε ότι αφορά το κόστος για ένα σύνολο χωρών που επιθυμούν να επεκτείνουν ή να εγκαινιάσουν την παρουσία τους στις διεθνείς αγορές φυσικού αερίου. Ο διεθνής εφοδιασμός με φυσικό αέριο στο παρελθόν ήταν αρκετά εντοπισμένος, κυριαρχούμενος από ένα σημαντικό εξαγωγέα μέσω αγωγών (Ρωσία) και από έναν και μοναδικό κολοσσό στο χώρο του LNG (Κατάρ). Η προσφορά φαίνεται να διαφοροποιείται και να γίνεται ανταγωνιστικότερη ολοένα και περισσότερο στο μέλλον, καθώς το LNG λαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των συναλλαγών σε μεγάλες αποστάσεις.
Το LNG αλλάζει το εμπόριο του φυσικού αερίου...
Η ‘έκρηξη’ των νέων, ευέλικτων ως προς τον προορισμό και τιμολογούμενων στον κόμβο εμπορίας, συμβολαίων προμήθειας LNG από τις ΗΠΑ αποτελεί καταλύτη για την αλλαγή της παγκόσμιας αγοράς φυσικού αερίου. Για δεκαετίες, το διεθνές εμπόριο φυσικού αερίου -τόσο του αερίου που διακινούταν μέσω αγωγών, όσο και του LNG- κυριαρχούταν από παραδόσεις αερίου point-to-point μεταξύ ολοκληρωμένων προμηθευτών φυσικού αερίου και αγοραστών - μονοπωλίων στον κλάδο της ενέργειας, οι οποίες ρυθμίζονταν από μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας, τιμολογημένα βάσει πετρελαίου.
Εδώ και αρκετό καιρό, το μοντέλο δέχεται πιέσεις και πλέον αλλάζει γρήγορα, με πλήθος νέων παραγόντων της αγοράς που παρεμβάλλονται μεταξύ αγοραστών και πωλητών. Ειδικότερα, αυξάνεται η σπουδαιότητα των μεγαλύτερων εταιρειών χαρτοφυλακίου, καθώς προχωρούν σε δέσμευση ποσοτήτων αερίου μέσω συμβολαίων σε τερματικούς σταθμούς υγροποίησης και επαναεριοποίησης σε όλο τον κόσμο, προκειμένου, στη συνέχεια, να εξυπηρετήσουν ποικιλία συμβάσεων σε πολλαπλές αγορές. Παράλληλα, εμφανίζονται μικρότερες ανεξάρτητες εταιρείες και εμπορικοί οίκοι, καλύπτοντας τα όποια κενά στην αγορά, αγοράζοντας και πωλώντας μεμονωμένα φορτία για να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες αρμπιτράζ.
Οι ευρωπαϊκές και ασιατικές επιχειρήσεις κοινής ωφελείας έχουν εν τω μεταξύ αναπτύξει τις δικές τους υποδομές εμπορίας, απομακρυνόμενες από τον παραδοσιακό τους ρόλο ως παθητικοί αντισυμβαλλόμενοι στις διάφορες συμβάσεις. Αυτό το αναπτυσσόμενο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ αγοραστών και πωλητών βοήθησε στην ενίσχυση της αύξησης των spot πωλήσεων LNG, επιτρέποντας την επαναπώληση, την ανταλλαγή ή την ανακατεύθυνση των φορτίων, χρησιμοποιώντας μια μεγάλη ποικιλία βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συμβάσεων.
...αλλά δεν έχει έρθει ακόμη το τέλος των παραδοσιακών μακροπρόθεσμων συμβολαίων
Οι νέες αυτές τάσεις δεν συνεπάγονται αναγκαστικά το τέλος των μακροπρόθεσμων συμβάσεων για νέες προμήθειες. Τα νέα έργα παραμένουν τεράστιες επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούν σημαντικές δεσμεύσεις και υπάρχουν αγοραστές που είναι έτοιμοι να συμφωνήσουν σε εγγυημένες μακροπρόθεσμες παραδόσεις. Το 2018, μόνο οι Κινέζοι αγοραστές υπέγραψαν μακροπρόθεσμες συμβάσεις για περίπου 10 εκατ. τόνους φυσικού αερίου ετησίως. Άλλοι εύρωστοι αγοραστές όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν είναι πιθανό να συνεχίσουν να προμηθεύονται φυσικό αέριο μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων.
Για τους αγοραστές των αναδυόμενων οικονομιών, η σχετική ελκυστικότητα της αγοράς LNG στην αγορά άμεσης παράδοσης (spot ) ή μέσω βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων συμβάσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εκτιμώμενη εξέλιξη της ζήτησης φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά και από τη επακόλουθη διάθεση για ανάληψη του ρίσκου που σχετίζεται με την προσφορά και τις τιμές. Υψηλό επίπεδο εξάρτησης από την αγορά spot ή από βραχυπρόθεσμες συμφωνίες συνεπάγεται μεγαλύτερη έκθεση στην αστάθεια των τιμών, καθώς και αυξημένο ανταγωνισμό με απομακρυσμένες αγορές που ενδέχεται να είναι διατεθειμένες να πληρώσουν περισσότερα για φυσικό αέριο. Επομένως, τα χαρτοφυλάκια εισαγωγής στις αναδυόμενες αγορές είναι πιθανό να παρουσιάζουν ισορροπία μεταξύ σταθερών, ευέλικτων και μη συμβολαιοποιημένων προμηθειών αερίου, προκειμένου να συμβαδίζουν με τη μεταβλητότητα τιμών και όγκου που χαρακτηρίζει ένα σχετικά αβέβαιο προφίλ ζήτησης.
Τα προφίλ του παραγόμενου φυσικού αερίου δεν είναι ταυτόσημα
Οι παραγωγοί φυσικού αερίου θα μπορούσαν να συμβάλουν πολύ περισσότερο στο ‘πράσινο’ αποτύπωμα του καυσίμου αυτού, μειώνοντας τις έμμεσες εκπομπές που σχετίζονται με την εξαγωγή, την επεξεργασία και τη μεταφορά του στους καταναλωτές.
Μια πρώτη ολοκληρωμένη ανάλυση αυτών των έμμεσων εκπομπών που περιλαμβάνεται στο World Energy Outlook του IEA δείχνει ότι, κατά μέσο όρο, αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο των συνολικών εκπομπών που παράγονται σε όλο τον κύκλο ζωής του φυσικού αερίου. Υπάρχει, επίσης, πολύ μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των πηγών που παρουσιάζουν τις χαμηλότερες και τις υψηλότερες εκπομπές. Η μετάβαση από την κατανάλωση αερίου με το μεγαλύτερο ποσοστό εκπομπών στην κατανάλωση αερίου με τις λιγότερες εκπομπές θα μείωνε τις εκπομπές από την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά σχεδόν 30%.
Η ανάλυση αυτή δε μεταβάλλει το γενικότερο συμπέρασμα της έκθεσης του IEA ότι, σε όλες τις περιπτώσεις πλην των πλέον αρνητικών για το φυσικό αέριο σεναρίων που εξετάστηκαν, η χρήση αερίου συνεπάγεται σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη σε σύγκριση με τον άνθρακα. Υπάρχουν, ωστόσο, τρόποι ενίσχυσης των ευνοϊκών αυτών αποτελεσμάτων της χρήσης φυσικού αερίου και, σύμφωνα με τους αναλυτές του ΙΕΑ, οι παραγωγοί που θα καταφέρουν να αποδείξουν ότι έχουν ελαχιστοποιήσει αυτές τις έμμεσες εκπομπές είναι πιθανό να αποκτήσουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην αγορά.
Η εξάλειψη των διαρροών μεθανίου -ιδιαίτερα μέσω τακτικών προγραμμάτων ανίχνευσης και επισκευής διαρροών- και η μείωση της καύσης αερίου που διαφεύγει κατά την παραγωγή (routine flaring) είναι μερικά από τα πιο αποδοτικά -από οικονομικής άποψης- μέτρα. Στην πραγματικότητα, πολλές πρακτικές μείωσης του μεθανίου θα μπορούσαν να καταλήξουν σε εξοικονόμηση κεφαλαίου για τους παραγωγούς φυσικού αερίου. Οι φορείς εκμετάλλευσης μονάδων φυσικού αερίου αρχίζουν, επίσης, να εξετάζουν την προοπτική εξηλεκτρισμού των δραστηριοτήτων upstream και υγροποίησης του αερίου, χρησιμοποιώντας ηλεκτρική ενέργεια με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα. Τέλος, οι επενδύσεις στο υδρογόνο και το βιομεθάνιο θα μπορούσαν να μειώσουν ή να παρακάμψουν τις εκπομπές και να καταστήσουν τις υφιστάμενες υποδομές φυσικού αερίου περισσότερο συμβατές με ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Η αντιπαράθεση περί ασφάλειας του εφοδιασμού με φυσικό αέριο αλλάζει
Ήδη είναι ορατές οι πρώτες ενδείξεις μιας νέας, περισσότερο παγκοσμιοποιημένης αγοράς φυσικού αερίου, στην οποία το αέριο αποκτά περισσότερα από τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός βασικού εμπορεύματος. Αυτό το περιβάλλον δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο για την αξιολόγηση της ασφάλειας του εφοδιασμού.
Ενώ η αξιοπιστία ενός διασυνοριακού αγωγού φυσικού αερίου εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στοιχείο στην εξίσωση της ενεργειακής ασφάλειας, η ευελιξία και η άμεση ανταπόκριση των παγκόσμιων προμηθειών LNG καθίστανται όλο και πιο σημαντικοί παράγοντες.
Καθώς η προμήθεια LNG οδηγεί σε περισσότερο διασυνδεδεμένες αγορές, οι τοπικές διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης είναι δυνατό να έχουν αυξημένο αντίκτυπο σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως συμβαίνει στις αγορές πετρελαίου. Ο βαθμός στον οποίο το LNG θα μπορέσει να ανταποκριθεί επαρκώς σε τέτοιους κραδασμούς καθίσταται ευθύνη που εκτείνεται πέραν των κυβερνήσεων και των μονοπωλιακών προμηθευτών ενέργειας, στους διαχειριστές χαρτοφυλακίων, τις εταιρείες εμπορίας και διαμετακόμισης φυσικού αερίου.
Παράλληλα, η εξέλιξη των συμβολαίων στην κατεύθυνση της προσφοράς μεγαλύτερης ευελιξίας -αν και από ορισμένες απόψεις είναι θετική για την ασφάλεια- συμβάλλει, επίσης, στην όξυνση της αντίθεσης μεταξύ της προτίμησης των αγοραστών για βραχυπρόθεσμες συμβάσεις και των απαιτήσεων των πωλητών για μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις κεφαλαίων, ικανών να υποστηρίξουν την ανάπτυξη σημαντικών νέων έργων υποδομών φυσικού αερίου. Η αντίθεση αυτή είναι πιθανό να εγείρει ερωτήματα σχετικά με τα χρονοδιαγράμματα και την επάρκεια των μελλοντικών επενδύσεων στον τομέα του φυσικού αερίου.
Συμπερασματικά, η έκθεση του IEA επισημαίνει ότι η αγορά του φυσικού αερίου αλλάζει, ορισμένοι κίνδυνοι που υφίστανται σήμερα ενδέχεται να υποχωρήσουν, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι αναλυτές θα πρέπει να είναι συνεχώς σε θέση να προβλέπουν και να αντιλαμβάνονται σε βάθος τους νέους κινδύνους που ενδέχεται να εμφανιστούν
Η παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου, από τα επιχειρηματικά μοντέλα που παρουσιάζει έως τους μηχανισμούς ρύθμισης των τιμών, χαρακτηρίζεται σήμερα από έντονη ρευστότητα, υπογραμμίζουν οι αναλυτές του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA).
Στην αγορά φυσικού αερίου παρατηρείται ισχυρή δυναμική -τόσο στη ζήτηση, όσο και στην προσφορά- αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά ερωτηματικά σχετικά με το τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον και πώς ενδέχεται να είναι μια νέα τάξη πραγμάτων στη διεθνή αγορά φυσικού αερίου. Η έκθεση World Energy Outlook του IEA δεν περιέχει προβλέψεις για το πώς θα είναι οι αγορές αερίου το 2030 ή το 2040, αλλά τα σενάρια και οι αναλύσεις της έκθεσης παρέχουν..
κάποια στοιχεία για τους παράγοντες που θα διαμορφώσουν εφεξής το τοπίο.
Ο αντίκτυπος της Κίνας στις αγορές φυσικού αερίου
Το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει σήμερα το 7% του ενεργειακού μίγματος της Κίνας, πολύ χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο του 22%. Ωστόσο, η Κίνα στρέφεται στο φυσικό αέριο, προκαλώντας τέτοια αύξηση της κατανάλωσης που έχει σε μεγάλο βαθμό εκμηδενίσει τις συζητήσεις περί μίας ενδεχόμενης υπερπροσφοράς φυσικού αερίου.
Η ζήτηση για φυσικό αέριο εκ μέρους της Κίνας αυξήθηκε θεαματικά κατά 15% το 2017, υποστηριζόμενη από μια ισχυρή πολιτική ώθηση για τη μετάβαση από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο -τόσο στη βιομηχανία, όσο και στα κτίρια- ως μέρος της προσπάθειας της κινεζικής κυβέρνησης «να γίνει ξανά ο ουρανός της Κίνας γαλάζιος» και να βελτιωθεί η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα. Οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) αυξήθηκαν σημαντικότητα, με την Κίνα να ξεπερνά την Κορέα και να καθίσταται ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG στον κόσμο. Τα προκαταρκτικά στοιχεία για το 2018 δείχνουν παρόμοια ισχυρή διψήφια ανάπτυξη της ζήτησης φυσικού αερίου, θέτοντας την Κίνα σε τροχιά να καταστεί η μεγαλύτερη χώρα εισαγωγής φυσικού αερίου στον κόσμο.
Σύμφωνα με το σενάριο υιοθέτησης ‘Νέων Πολιτικών’ που περιλαμβάνεται στο World Energy Outlook του IEA, το μερίδιο του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της Κίνας αναμένεται να διπλασιαστεί στο 14% μέχρι το 2040, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης καλύπτεται από εισαγωγές που φθάνουν στα επίπεδα αυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ζήτηση για LNG αναμένεται να τετραπλασιαστεί κατά την ίδια περίοδο, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 30% των παγκόσμιων εμπορικών ροών LNG. Η Κίνα εδώ και πολύ καιρό είναι η χώρα που διαμορφώνει τις παγκόσμιες τάσεις για το πετρέλαιο, τον άνθρακα και, πιο πρόσφατα, για πολλές ανανεώσιμες τεχνολογίες. Ο αντίκτυπος της Κίνας στις αγορές φυσικού αερίου καθίσταται τώρα ένα βασικό στοιχείο για όλους τους παράγοντες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό, ενώ η Κίνα αναδεικνύει και ως αιτία που το φυσικό αέριο κινείται σε θετική τροχιά σε όλα τα σενάρια που περιλαμβάνονται στο World Energy Outlook του IEA.
Δεν υπάρχει η λεγόμενη «αναδυόμενη ζήτηση από την Ασία»
Ενώ η Κίνα έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον με την άνευ προηγουμένου αύξηση της ζήτησης, άλλες αναδυόμενες ασιατικές αγορές -κυρίως η Ινδία, η Νοτιοανατολική και η Νότια Ασία- αυξάνουν επίσης την παρουσία τους στην παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου. Οι αναδυόμενες οικονομίες στην Ασία αντιπροσωπεύουν αθροιστικά περίπου το 50% της συνολικής παγκόσμιας αύξησης της ζήτησης φυσικού αερίου στο σενάριο υιοθέτησης ‘Νέων Πολιτικών’ του World Energy Outlook, με το μερίδιό τους στις παγκόσμιες εισαγωγές LNG να διπλασιάζεται στο 60% μέχρι το 2040.
Ωστόσο, αν και η περιοχή συχνά αποκαλείται "αναδυόμενη Ασία" ως σύνολο, είναι δύσκολο να γίνει μία γενίκευση για τις προοπτικές του φυσικού αερίου στην περιοχή αυτή. Το φυσικό αέριο υπήρξε ένα μάλλον εξεζητημένο καύσιμο σε ορισμένες αγορές (όπως η Ινδία), ενώ έχει καθιερωθεί σε ορισμένες άλλες (τμήματα της Νοτιοανατολικής Ασίας, Πακιστάν και Μπαγκλαντές). Παρόλο που φαίνεται ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο για περαιτέρω ανάπτυξη, με το μερίδιο του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της περιοχής να κινείται κάτω από το 10%, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι όλες οι αναδυόμενες ασιατικές αγορές είναι έτοιμες να ακολουθήσουν την πορεία που ακολουθεί η Κίνα. Η μεγάλη διαφοροποίηση των σημείων εκκίνησης των οικονομιών αυτών, οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθούνται, η ασφάλεια του εφοδιασμού και οι υποδομές καθιστούν κάθε αναδυόμενη ασιατική αγορά διακριτή, γεγονός που επιβάλλει πολύ πιο λεπτομερή προσέγγιση για να κατανοηθούν οι προοπτικές του φυσικού αερίου στην περιοχή.
Απαραίτητη η εναρμόνιση οικονομίας και πολιτικής για την ανάπτυξη του φυσικού αερίου
Το φυσικό αέριο μπορεί να είναι η αναπόφευκτη επιλογή για χώρες που διαθέτουν σχετικά εύκολη πρόσβαση σε σημαντικά κοιτάσματα, όπως οι χώρες της Μέσης Ανατολής ή της Βόρειας Αμερικής. Στις χώρες αυτές υπάρχει το περιθώριο το φυσικό αέριο να εκτοπίσει ή και να αποκλείσει πλήρως από το ενεργειακό μίγμα άλλα καύσιμα, αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους.
Ωστόσο, οι προοπτικές αξιοποίησης του φυσικού αερίου φαίνονται πιο αδύναμες σε πολλά μέρη της ‘αναδυόμενης Ασίας’, περιοχή που, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί για τον IEA βασική πηγή αύξησης της ζήτησης στις προβλέψεις του ως το 2040. Για τις χώρες αυτές είναι απαραίτητες οι εισαγωγές φυσικού αερίου και το κόστος μεταφοράς είναι σημαντικό. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός από τον ευρέως διαθέσιμο άνθρακα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι οξύτατος, ενώ οι υποδομές φυσικού αερίου συχνά δεν έχουν ακόμη κατασκευαστεί ή τεθεί σε λειτουργία. Τέλος, καταναλωτές και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνεται να θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα της οικονομικής προσιτότητας.
Το φυσικό αέριο μπορεί να είναι μία καλή εναλλακτική για τις ταχέως αναπτυσσόμενες αστικές περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου, παράγοντας θερμότητα, ηλεκτρική ενέργεια και τροφοδοτώντας τις μεταφορές με λιγότερες εκπομπές CO2 και άλλων ρύπων σε σύγκριση με τον άνθρακα ή το πετρέλαιο. Σε συστήματα ή τομείς με υψηλή ένταση άνθρακα, το φυσικό αέριο μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνση των ενεργειακών μεταβάσεων. Αλλά -όπως δείχνει η Κίνα- τα οικονομικά κίνητρα πρέπει να ενισχυθούν από ένα ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον προκειμένου να ευνοηθεί η ανάπτυξη του φυσικού αερίου. Χωρίς μια τέτοια στρατηγική επιλογή υπέρ του φυσικού αερίου, το καύσιμο αυτό ενδέχεται να παραγκωνιστεί από άλλες, φθηνότερες εναλλακτικές.
Ο κύριος τομέας ανάπτυξης του φυσικού αερίου παύει να είναι η ηλεκτροπαραγωγή
Επί του παρόντος, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι ο τομέας που καταναλώνει τις μεγαλύτερες ποσότητες φυσικού αερίου. Το αέριο έχει μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα για την ηλεκτροπαραγωγή, κυρίως το σχετικά χαμηλό κεφαλαιακό κόστος που απαιτούν οι νέες μονάδες και η ικανότητα ταχύτατης αυξομείωσης της παραγωγής -ένα σημαντικό χαρακτηριστικό σε συστήματα στα οποία αυξάνεται ολοένα η συμμετοχή της ηλιακής και αιολικής ενέργειας.
Ωστόσο, ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής είναι, παράλληλα, ο τομέας στον οποίο ο ανταγωνισμός είναι ο ισχυρότερος. Η μείωση του κόστους των ΑΠΕ και η ανάπτυξη άλλων τεχνολογιών για βραχυπρόθεσμη εξισορρόπηση της αγοράς -συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης ενέργειας- μειώνουν τις προοπτικές αύξησης του φυσικού αερίου στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, ιδίως στο σενάριο ‘Βιώσιμης Ανάπτυξης’ του World Energy Outlook του IEA. Παρόμοια δυναμική διαφαίνεται και σε ότι αφορά τη χρήση του φυσικού αερίου για την παροχή θερμότητας στα κτίρια, όπου οι προοπτικές του αερίου περιορίζονται από τον εξηλεκτρισμό και την ενεργειακή απόδοση.
Η μεγαλύτερη αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου σύμφωνα με το σενάριο υιοθέτησης ‘Νέων Πολιτικών’ προβλέπεται να προέλθει από τη βιομηχανία. Όπου υπάρχει διαθέσιμο φυσικό αέριο, αναδεικνύεται ως κατάλληλο για την κάλυψη της βιομηχανικής ζήτησης. Στη βιομηχανία, ο ανταγωνισμός από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι πιο περιορισμένος, ειδικά για την παροχή θερμικής ενέργειας υψηλών θερμοκρασιών. Το φυσικό αέριο συνήθως υπερισχύει του πετρελαίου λόγω τιμής και προτιμάται έναντι του άνθρακα για λόγους ευκολίας (από τη στιγμή που υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές), αλλά και για περιβαλλοντικούς λόγους. Σύμφωνα με το σενάριο ‘Βιώσιμης Ανάπτυξης’, η ζήτηση για φυσικό αέριο στη βιομηχανία προβλέπεται, παράλληλα, να εμφανίζει υψηλότερη ανθεκτικότητα έναντι της αντίστοιχης στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, όπου η ζήτηση για φυσικό αέριο είναι πολύ πιο ευαίσθητη λόγω ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου από τη βιομηχανία στις χώρες εισαγωγής φυσικού αερίου μπορεί να προσφέρει ένα αξιόπιστο ‘κατώτατο όριο’ ζήτησης που θα στηρίξει τις νέες επενδύσεις στον τομέα του upstream και των υποδομών σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η αύξηση αυτή σημαίνει, επίσης, μικρότερη ευελιξία για να αντιμετωπιστούν οι διακυμάνσεις της τιμής, καθώς οι βιομηχανικοί καταναλωτές σπάνια μπορούν να στραφούν σε άλλα καύσιμα εάν αυξηθούν οι τιμές του φυσικού αερίου, ενώ τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας είναι συνήθως περισσότερο ευέλικτα στη διαμόρφωση του μίγματος καυσίμων τους.
Μειωμένος ο κίνδυνος περιορισμού της αγοράς λόγω αύξησης του ανταγωνισμού
Από το 2015 και για τρία χρόνια, επικράτησε μια ιδιαίτερη ‘περίοδος άπνοιας’ στις εγκρίσεις νέων έργων LNG, αλλά ένα κύμα αδειοδοτήσεων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2018, με σημαντικότερη αυτή ενός μεγάλου νέου έργου στις δυτικές ακτές του Καναδά, αμβλύνει τον κίνδυνο ενός απότομου περιορισμού στις αγορές φυσικού αερίου γύρω στα μέσα του 2020.
Το Κατάρ είναι από τους πρωτοπόρους που αναπτύσσουν νέες μονάδες εξαγωγών χαμηλού κόστους, με βάση τις τεράστιες δυνατότητές του σχετικά με την αξιοποίηση φυσικού αερίου πλούσιου σε υγρά και έχοντας το σημαντικότατο υπόβαθρο το εκτεταμένου συγκροτήματος φυσικού αερίου στο Ras Laffan. Ωστόσο, υπάρχει ένας μεγάλος κατάλογος άλλων πιθανών εξαγωγικών μονάδων σε όλο τον κόσμο, από τη ρωσική Αρκτική έως την Ανατολική Αφρική.
Η πρωτόγνωρη αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικού φυσικού αερίου σημαίνει ότι, μέχρι το 2025, ένα στα τέσσερα κυβικά μέτρα φυσικού αερίου που παράγεται παγκοσμίως αναμένεται να προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με μεγάλο αριθμό προτεινόμενων έργων εξαγωγής LNG, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιθανό να αποτελέσουν σημείο αναφοράς σε ότι αφορά το κόστος για ένα σύνολο χωρών που επιθυμούν να επεκτείνουν ή να εγκαινιάσουν την παρουσία τους στις διεθνείς αγορές φυσικού αερίου. Ο διεθνής εφοδιασμός με φυσικό αέριο στο παρελθόν ήταν αρκετά εντοπισμένος, κυριαρχούμενος από ένα σημαντικό εξαγωγέα μέσω αγωγών (Ρωσία) και από έναν και μοναδικό κολοσσό στο χώρο του LNG (Κατάρ). Η προσφορά φαίνεται να διαφοροποιείται και να γίνεται ανταγωνιστικότερη ολοένα και περισσότερο στο μέλλον, καθώς το LNG λαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των συναλλαγών σε μεγάλες αποστάσεις.
Το LNG αλλάζει το εμπόριο του φυσικού αερίου...
Η ‘έκρηξη’ των νέων, ευέλικτων ως προς τον προορισμό και τιμολογούμενων στον κόμβο εμπορίας, συμβολαίων προμήθειας LNG από τις ΗΠΑ αποτελεί καταλύτη για την αλλαγή της παγκόσμιας αγοράς φυσικού αερίου. Για δεκαετίες, το διεθνές εμπόριο φυσικού αερίου -τόσο του αερίου που διακινούταν μέσω αγωγών, όσο και του LNG- κυριαρχούταν από παραδόσεις αερίου point-to-point μεταξύ ολοκληρωμένων προμηθευτών φυσικού αερίου και αγοραστών - μονοπωλίων στον κλάδο της ενέργειας, οι οποίες ρυθμίζονταν από μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας, τιμολογημένα βάσει πετρελαίου.
Εδώ και αρκετό καιρό, το μοντέλο δέχεται πιέσεις και πλέον αλλάζει γρήγορα, με πλήθος νέων παραγόντων της αγοράς που παρεμβάλλονται μεταξύ αγοραστών και πωλητών. Ειδικότερα, αυξάνεται η σπουδαιότητα των μεγαλύτερων εταιρειών χαρτοφυλακίου, καθώς προχωρούν σε δέσμευση ποσοτήτων αερίου μέσω συμβολαίων σε τερματικούς σταθμούς υγροποίησης και επαναεριοποίησης σε όλο τον κόσμο, προκειμένου, στη συνέχεια, να εξυπηρετήσουν ποικιλία συμβάσεων σε πολλαπλές αγορές. Παράλληλα, εμφανίζονται μικρότερες ανεξάρτητες εταιρείες και εμπορικοί οίκοι, καλύπτοντας τα όποια κενά στην αγορά, αγοράζοντας και πωλώντας μεμονωμένα φορτία για να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες αρμπιτράζ.
Οι ευρωπαϊκές και ασιατικές επιχειρήσεις κοινής ωφελείας έχουν εν τω μεταξύ αναπτύξει τις δικές τους υποδομές εμπορίας, απομακρυνόμενες από τον παραδοσιακό τους ρόλο ως παθητικοί αντισυμβαλλόμενοι στις διάφορες συμβάσεις. Αυτό το αναπτυσσόμενο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ αγοραστών και πωλητών βοήθησε στην ενίσχυση της αύξησης των spot πωλήσεων LNG, επιτρέποντας την επαναπώληση, την ανταλλαγή ή την ανακατεύθυνση των φορτίων, χρησιμοποιώντας μια μεγάλη ποικιλία βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συμβάσεων.
...αλλά δεν έχει έρθει ακόμη το τέλος των παραδοσιακών μακροπρόθεσμων συμβολαίων
Οι νέες αυτές τάσεις δεν συνεπάγονται αναγκαστικά το τέλος των μακροπρόθεσμων συμβάσεων για νέες προμήθειες. Τα νέα έργα παραμένουν τεράστιες επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούν σημαντικές δεσμεύσεις και υπάρχουν αγοραστές που είναι έτοιμοι να συμφωνήσουν σε εγγυημένες μακροπρόθεσμες παραδόσεις. Το 2018, μόνο οι Κινέζοι αγοραστές υπέγραψαν μακροπρόθεσμες συμβάσεις για περίπου 10 εκατ. τόνους φυσικού αερίου ετησίως. Άλλοι εύρωστοι αγοραστές όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν είναι πιθανό να συνεχίσουν να προμηθεύονται φυσικό αέριο μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων.
Για τους αγοραστές των αναδυόμενων οικονομιών, η σχετική ελκυστικότητα της αγοράς LNG στην αγορά άμεσης παράδοσης (spot ) ή μέσω βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων συμβάσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εκτιμώμενη εξέλιξη της ζήτησης φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά και από τη επακόλουθη διάθεση για ανάληψη του ρίσκου που σχετίζεται με την προσφορά και τις τιμές. Υψηλό επίπεδο εξάρτησης από την αγορά spot ή από βραχυπρόθεσμες συμφωνίες συνεπάγεται μεγαλύτερη έκθεση στην αστάθεια των τιμών, καθώς και αυξημένο ανταγωνισμό με απομακρυσμένες αγορές που ενδέχεται να είναι διατεθειμένες να πληρώσουν περισσότερα για φυσικό αέριο. Επομένως, τα χαρτοφυλάκια εισαγωγής στις αναδυόμενες αγορές είναι πιθανό να παρουσιάζουν ισορροπία μεταξύ σταθερών, ευέλικτων και μη συμβολαιοποιημένων προμηθειών αερίου, προκειμένου να συμβαδίζουν με τη μεταβλητότητα τιμών και όγκου που χαρακτηρίζει ένα σχετικά αβέβαιο προφίλ ζήτησης.
Τα προφίλ του παραγόμενου φυσικού αερίου δεν είναι ταυτόσημα
Οι παραγωγοί φυσικού αερίου θα μπορούσαν να συμβάλουν πολύ περισσότερο στο ‘πράσινο’ αποτύπωμα του καυσίμου αυτού, μειώνοντας τις έμμεσες εκπομπές που σχετίζονται με την εξαγωγή, την επεξεργασία και τη μεταφορά του στους καταναλωτές.
Μια πρώτη ολοκληρωμένη ανάλυση αυτών των έμμεσων εκπομπών που περιλαμβάνεται στο World Energy Outlook του IEA δείχνει ότι, κατά μέσο όρο, αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο των συνολικών εκπομπών που παράγονται σε όλο τον κύκλο ζωής του φυσικού αερίου. Υπάρχει, επίσης, πολύ μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των πηγών που παρουσιάζουν τις χαμηλότερες και τις υψηλότερες εκπομπές. Η μετάβαση από την κατανάλωση αερίου με το μεγαλύτερο ποσοστό εκπομπών στην κατανάλωση αερίου με τις λιγότερες εκπομπές θα μείωνε τις εκπομπές από την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά σχεδόν 30%.
Η ανάλυση αυτή δε μεταβάλλει το γενικότερο συμπέρασμα της έκθεσης του IEA ότι, σε όλες τις περιπτώσεις πλην των πλέον αρνητικών για το φυσικό αέριο σεναρίων που εξετάστηκαν, η χρήση αερίου συνεπάγεται σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη σε σύγκριση με τον άνθρακα. Υπάρχουν, ωστόσο, τρόποι ενίσχυσης των ευνοϊκών αυτών αποτελεσμάτων της χρήσης φυσικού αερίου και, σύμφωνα με τους αναλυτές του ΙΕΑ, οι παραγωγοί που θα καταφέρουν να αποδείξουν ότι έχουν ελαχιστοποιήσει αυτές τις έμμεσες εκπομπές είναι πιθανό να αποκτήσουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην αγορά.
Η εξάλειψη των διαρροών μεθανίου -ιδιαίτερα μέσω τακτικών προγραμμάτων ανίχνευσης και επισκευής διαρροών- και η μείωση της καύσης αερίου που διαφεύγει κατά την παραγωγή (routine flaring) είναι μερικά από τα πιο αποδοτικά -από οικονομικής άποψης- μέτρα. Στην πραγματικότητα, πολλές πρακτικές μείωσης του μεθανίου θα μπορούσαν να καταλήξουν σε εξοικονόμηση κεφαλαίου για τους παραγωγούς φυσικού αερίου. Οι φορείς εκμετάλλευσης μονάδων φυσικού αερίου αρχίζουν, επίσης, να εξετάζουν την προοπτική εξηλεκτρισμού των δραστηριοτήτων upstream και υγροποίησης του αερίου, χρησιμοποιώντας ηλεκτρική ενέργεια με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα. Τέλος, οι επενδύσεις στο υδρογόνο και το βιομεθάνιο θα μπορούσαν να μειώσουν ή να παρακάμψουν τις εκπομπές και να καταστήσουν τις υφιστάμενες υποδομές φυσικού αερίου περισσότερο συμβατές με ένα μέλλον χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Η αντιπαράθεση περί ασφάλειας του εφοδιασμού με φυσικό αέριο αλλάζει
Ήδη είναι ορατές οι πρώτες ενδείξεις μιας νέας, περισσότερο παγκοσμιοποιημένης αγοράς φυσικού αερίου, στην οποία το αέριο αποκτά περισσότερα από τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός βασικού εμπορεύματος. Αυτό το περιβάλλον δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο για την αξιολόγηση της ασφάλειας του εφοδιασμού.
Ενώ η αξιοπιστία ενός διασυνοριακού αγωγού φυσικού αερίου εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στοιχείο στην εξίσωση της ενεργειακής ασφάλειας, η ευελιξία και η άμεση ανταπόκριση των παγκόσμιων προμηθειών LNG καθίστανται όλο και πιο σημαντικοί παράγοντες.
Καθώς η προμήθεια LNG οδηγεί σε περισσότερο διασυνδεδεμένες αγορές, οι τοπικές διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης είναι δυνατό να έχουν αυξημένο αντίκτυπο σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως συμβαίνει στις αγορές πετρελαίου. Ο βαθμός στον οποίο το LNG θα μπορέσει να ανταποκριθεί επαρκώς σε τέτοιους κραδασμούς καθίσταται ευθύνη που εκτείνεται πέραν των κυβερνήσεων και των μονοπωλιακών προμηθευτών ενέργειας, στους διαχειριστές χαρτοφυλακίων, τις εταιρείες εμπορίας και διαμετακόμισης φυσικού αερίου.
Παράλληλα, η εξέλιξη των συμβολαίων στην κατεύθυνση της προσφοράς μεγαλύτερης ευελιξίας -αν και από ορισμένες απόψεις είναι θετική για την ασφάλεια- συμβάλλει, επίσης, στην όξυνση της αντίθεσης μεταξύ της προτίμησης των αγοραστών για βραχυπρόθεσμες συμβάσεις και των απαιτήσεων των πωλητών για μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις κεφαλαίων, ικανών να υποστηρίξουν την ανάπτυξη σημαντικών νέων έργων υποδομών φυσικού αερίου. Η αντίθεση αυτή είναι πιθανό να εγείρει ερωτήματα σχετικά με τα χρονοδιαγράμματα και την επάρκεια των μελλοντικών επενδύσεων στον τομέα του φυσικού αερίου.
Συμπερασματικά, η έκθεση του IEA επισημαίνει ότι η αγορά του φυσικού αερίου αλλάζει, ορισμένοι κίνδυνοι που υφίστανται σήμερα ενδέχεται να υποχωρήσουν, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι αναλυτές θα πρέπει να είναι συνεχώς σε θέση να προβλέπουν και να αντιλαμβάνονται σε βάθος τους νέους κινδύνους που ενδέχεται να εμφανιστούν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου