Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Προϋποθέσεις ομαλής μεταβολής του ενεργειακού μίγματος της Ελλάδος

Από το energypress.gr
Στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που εκπονήθηκε από το αρμόδιο Υπουργείο, προβλέπεται ότι έως το 2030, το ποσοστό συμμετοχής του εγχώριου λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα μειωθεί από 28% που είναι σήμερα σε 17%, αποσκοπώντας στην περαιτέρω μείωση των εκπομπών CO2 της χώρας μας. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι η παραγωγή λιγνίτη της Ελλάδος το 2017 ανήρχετο σε 37 εκατ. τόνους, όταν ενδεικτικά αναφέρεται ότι η παραγωγή ..
άνθρακα της Κίνας ήταν 3.520 εκατ. τον, των Η.Π.Α 715 εκατ. τον, της Ινδίας 712 εκατ.τον, της Αυστραλίας 567 εκατ.τον, της Ινδονησίας 477 εκατ. τον, της Ρωσίας 408 εκατ. τον κλπ. Μία αμελητέα ποσότητα συγκριτικά με το παγκόσμιο γίγνεσθαι αλλά με μεγάλη σημασία για την εθνική οικονομία και την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Προφανώς και δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η επίπτωση των εκπομπών CO2 στην κλιματική αλλαγή και η ανάγκη για άμεση δράση, ωστόσο η μετάβαση από την οικονομία των ορυκτών καυσίμων στην οικονομία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (Α.Π.Ε) πρέπει να γίνει με ασφαλή και κατά το δυνατόν βέλτιστο για την εθνική οικονομία τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ότι η ερχόμενη δεκαετία θα πρέπει να είναι για τη χώρα μας η δεκαετία της ανάπτυξης και της οικονομικής ανόρθωσης.  

Η βαθειά οικονομική ύφεση στην οποία βρισκόταν η χώρα την τελευταία δεκαετία είχε και επιπτώσεις στην κατανάλωση ενέργειας. Ως εκ τούτου 1,5 εκατομμύριο νοικοκυριά βρίσκονται σε «ενεργειακή ένδεια», δηλαδή σε κατάσταση  κατά την οποία αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στις πλέον βασικές υπηρεσίες ενέργειας για επαρκή θέρμανση, μαγείρεμα, φωτισμό και χρήση οικιακών συσκευών. Εν τούτοις, παρά τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 23,6% τη δεκαετία 2006-2016, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας βρίσκεται στο υψηλότερο ποσοστό της, περίπου 74%, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε βρίσκεται στο 54%. Αυτό οφείλεται στη ραγδαία πτώση (40%) της κατανάλωσης λιγνίτη για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το χρονικό διάστημα 2013-2016. Επομένως τα χρόνια έως το 2030 που αποτελεί έτος σταθμό για την ενεργειακή μετάβαση τα οποία χαρακτηρίζονται ως χρόνια ανάπτυξης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων, θα υπάρξει και αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας η οποία σε συνδυασμό με την προτεινόμενη μείωση συμμετοχής του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θα οδηγήσει σε αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας πέραν του 80% το 2030, ποσοστό ρεκόρ ακόμα και για τα ελληνικά δεδομένα. Σημειώνεται ότι τη δεκαετία 2006-2016 το 73% της μείωσης του λιγνίτη καλύφθηκε από εισαγόμενο φυσικό αέριο και εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας εκτινάσσοντας το δείκτη ενεργειακής εξάρτησης από το 62% το 2013 στο 74% το 2016, παρά τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.

Η ενεργειακή μετάβαση της χώρας μέσω της προτεινόμενης ανάπτυξης των Α.Π.Ε, δεδομένης και της αύξησης της κατανάλωσης ενέργειας, πρέπει να υποστηρίζεται από ασφαλή ηλεκτροπαραγωγή από συμβατικές πηγές. Ο λιγνίτης μπορεί να έχει σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση μετριάζοντας το κόστος της, μειώνοντας την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας και εξασφαλίζοντας την ασφάλεια εφοδιασμού για όσο χρονικό διάστημα χρειασθεί έως ότου αναπτυχθούν οι απαιτούμενες για την ανάπτυξη των Α.Π.Ε υποδομές (συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, ενίσχυση δικτύων κλπ). Η αντικατάσταση της θερμικής ισχύος που παρέχουν οι λιγνιτικοί ΑΗΣ δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί από Α.Π.Ε των οποίων η στοχαστική λειτουργία είναι σε θέση να αντικαταστήσει θερμική παραγωγή αλλά όχι θερμική ισχύ. Αυτό θα μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν θα έχουν αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό τα συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας έτσι ώστε να μπορούν να τεθούν σε μαζική, οικονομική και αξιόπιστη εμπορική λειτουργία. Είναι προφανές ότι μέχρι τότε η αντικατάσταση της προερχόμενης από λιγνίτη θερμικής ισχύος και παραγωγής θα γίνει από θερμική ισχύ και παραγωγή εισαγόμενου φυσικού αερίου και εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.

Πέραν τούτου, η ομαλή-σταδιακή μετάβαση της χώρας μας στην οικονομία των Α.Π.Ε θα έχει ως αποτέλεσμα την απορρόφηση των κραδασμών που η μετάβαση αυτή θα επιφέρει τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, σε εθνικό επίπεδο  η συνεισφορά της ηλεκτροπαραγωγής με λιγνίτη στην Εθνική Οικονομία για το 2016 ήταν:

1,6 δισεκατομμύρια ΕΥΡΩ ως ευρύτερη επίδραση στο ΑΕΠ (περίπου 1% του Α.Ε.Π)
400 εκατομμύρια ΕΥΡΩ  ως ευρύτερη επίδραση στα έσοδα του δημοσίου
2,6 δισεκατομμύρια ΕΥΡΩ στην ετήσια ακαθάριστη αξία παραγωγής της ελληνικής οικονομίας
κατέχοντας το 26,5% της αξίας πωλήσεων του συνόλου των ορυκτών πρώτων υλών της χώρας.

Σε τοπικό επίπεδο, έχει υπολογισθεί ότι για κάθε θέση άμεσης εργασίας στα λιγνιτωρυχεία και στους λιγνιτικούς ατμοηλεκτρικούς σταθμούς (ΑΗΣ), δημιουργούνται και συντηρούνται 3,28 θέσεις στην τοπική οικονομία. Σύμφωνα με μελέτη του Ι.Ο.Β.Ε για το 2016, η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη δημιουργεί 26.466 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης (0,7% της εγχώριας απασχόλησης).

Επίσης, η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη συνεισφέρει το 22% της απασχόλησης στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας σε όρους συνολικού αντικτύπου, ενώ ιδιαίτερη συνεισφορά καταγράφεται επίσης στην περιφέρεια Πελοποννήσου.

Στο ΕΣΕΚ αναφέρεται ότι μεταξύ των ετών 2016-2030 θα αποσυρθούν 1,6 GW εγκατεστημένης ισχύος λιγνιτικών ΑΗΣ. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με μελέτη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος/Τμ. Δ.Μακεδονίας, ότι θα χαθούν πλέον των 8.000 θέσεων εργασίας άμεσων και έμμεσων και ειδικότερα στην περιοχή με το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ. Επίσης θα στερηθούν από τις τοπικές οικονομίες περίπου 450 εκατομμύρια ΕΥΡΩ. Οι ειδικές πολιτικές μετάβασης των τοπικών κοινωνιών στη «μεταλιγνιτική» περίοδο, απαιτούν χρόνο υλοποίησης τέτοιον, ώστε τα αποτελέσματά τους να συμπίπτουν χρονικά με τη σταδιακή μείωση του ποσοστού της λιγνιτικής παραγωγής. Δεδομένου ότι τέτοιες πολιτικές δεν έχουν σχεδιασθεί ακόμα καθώς επίσης και οι απαραίτητες υποδομές και τεχνολογίες για την πλήρη μετάβαση στην οικονομία των Α.Π.Ε και την απανθρακοποίηση της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν αναπτυχθεί στον απαιτούμενο βαθμό, θεωρείται αναγκαία η διατήρηση της συμμετοχής του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή έως το 2030  στα σημερινά ποσοστά συμμετοχής (28%) προκειμένου να υπάρξει ομαλή και ασφαλής μετάβαση.


του Θεόδωρου Βλάχου

(Τα ανωτέρω αποτελούν προσωπικές απόψεις του γράφοντος)

- Ο Θ. Βλάχος είναι Μηχανικός Μεταλλείων-Μεταλλουργός Ε.Μ.Π, Βοηθός Διευθυντής/Διεύθυνση Κεντρικής Υποστήριξης Ορυχείων/ΔΕΗ Α.Ε 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου