Από το capital.gr
Το 2014 η άρνηση της Σαουδικής Αραβίας να αποδεχθεί μειώσεις στην παραγωγή των κρατών-μελών του ΟΠΕΚ ήταν ο βασικότερος λόγος (μαζί, βεβαίως, με την υπερπροσφορά αργού στην παγκόσμια αγορά) που οδήγησε στην καταρράκωση των τιμών του "μαύρου χρυσού" τα προηγούμενα χρόνια, που έπεσαν ακόμα και κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι. Η τότε απόφαση των Σαουδαράβων έκρυβε..
σαφή οικονομική σκοπιμότητα και είχε ως στόχο τον εξοβελισμό του νεοεισερχόμενου στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου αμερικανικού ανταγωνισμού (shale oil). Πράγματι, η μείωση των τιμών οδήγησε σε περιορισμό της παραγωγής και των επενδύσεων στο αμερικανικό σχιστολιθικό πετρέλαιο.
Τέσσερα χρόνια μετά, οι όροι στο παιχνίδι πολιτικής, γεωστρατηγικής και οικονομικής ισορροπίας που διαμορφώνουν τις τιμές του πετρελαίου φαίνεται να έχουν αντιστραφεί πλήρως. Η αρχή έγινε πέρυσι, όταν το καρτέλ του ΟΠΕΚ αποφάσισε να περιορίσει την προσφορά πετρελαίου με στόχο την αύξηση των τιμών. Πριν από 8 ημέρες, ωστόσο, σε συνάντηση που έγινε στην Τζέντα, τα μέλη του Οργανισμού έθεσαν τις βάσεις για την ολοκληρωτική αλλαγή της στρατηγικής που χαράχτηκε το 2014. Στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, οι βασικότεροι παραγωγοί πετρελαίου αποτίμησαν τα αποτελέσματα των αποφάσεων του 2017. Και, όπως προκύπτει από τις λιγοστές και "φιλτραρισμένες" πληροφορίες, το συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι όχι μόνο θα συνεχιστούν, αλλά το επόμενο διάστημα θα ενταθούν οι συντονισμένες προσπάθειες του ΟΠΕΚ για αύξηση των τιμών του πετρελαίου.
Ενδεικτική του κλίματος είναι η διαρροή που έγινε μετά το πέρας της συνάντησης ότι ο μεγαλύτερος πετρελαιοπαραγωγός στον κόσμο, η Σαουδική Αραβία, "θα ήταν εξαιρετικά ικανοποιημένη σε ένα επίπεδο τιμών του πετρελαίου στα 80 ή ακόμα και στα 100 δολάρια το βαρέλι", η οποία ερμηνεύτηκε ως απόφαση για συνέχιση της πολιτικής "σφιχτής παραγωγής" από την πλευρά του ΟΠΕΚ.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιανουάριο του 2017, όταν ξεκίνησαν οι περικοπές στην παραγωγή του ΟΠΕΚ, οι τιμές του πετρελαίου ήταν στα επίπεδα των 54 δολαρίων το βαρέλι (WTI), ενώ η περυσινή χρονιά έκλεισε με τιμές πάνω από τα 60 δολάρια το βαρέλι. Όπως δείχνει, πάντως, η μέση τιμή του 2017 (54,57 δολάρια το βαρέλι για το Brent και στα 51,78 δολάρια για το WTI), η πολιτική των πετρελαιοπαραγωγών άρχισε να αποδίδει ουσιαστικούς καρπούς από τα τέλη του 2017 και τις αρχές του 2018. Έτσι, για παράδειγμα, χωρίς να υπάρχουν στο πρώτο τρίμηνο του έτους ουσιαστικές αλλαγές στην παραγωγή του ΟΠΕΚ, οι τιμές διαμορφώθηκαν στα επίπεδα των 66,72 δολαρίων για το Brent και στα 61,77 δολάρια για το αμερικανικό WTI. Αλλά και τον Απρίλιο, εν μέσω των πληροφοριών για τα αποτελέσματα της συνάντησης του Ριάντ, τρέχει νέο ράλι, με τις τιμές του Brent να ξεπερνούν τα 74 δολάρια το βαρέλι και του WTI τα 68 δολάρια το βαρέλι. Υπενθυμίζεται ότι από το 2014, μετά τη μεγάλη πτώση τιμών, το πετρέλαιο είχε φτάσει έως και στα 29 δολάρια το βαρέλι (Ιανουάριος 2016).
Εκτός, όμως, από τα "θέλω" της Σαουδικής Αραβίας, που αναμένεται να αποτυπωθούν επισήμως στην κρίσιμη συνέλευση του ΟΠΕΚ τον Ιούνιο, υπάρχουν και μια σειρά άλλοι παράγοντες γεωπολιτικής ανησυχίας και αβεβαιότητας που αναμένεται να επηρεάσουν την προσφορά και, επομένως, τις τιμές του αργού. Στον αντίποδα, μοναδικός εξισορροπητικός παράγοντας παραμένει η αμερικανική παραγωγή shale oil, που ήδη έχει ξεκινήσει δυναμικό rebound μετά τα προβλήματα της τριετίας 2014-2016.
Το ιδιαίτερο κίνητρο των Saudis
Εκτός από το προφανές όφελος που συνεπάγεται για τους πετρελαιοπαραγωγούς η αύξηση των τιμών του πετρελαίου, οι Σαουδάραβες έχουν έναν πρόσθετο λόγο να θέτουν ακόμα πιο ψηλά τον πήχη. Πηγές της βιομηχανίας συνδέουν τη σκληρή στάση του Ριάντ με την επικείμενη δημόσια προσφορά μετοχών ύψους 100 δισ. δολαρίων με τη διάθεση του 5% των μετοχών της μεγαλύτερης κρατικής εταιρείας πετρελαίου στον κόσμο, Saudi Aramco, που έχει αποτιμηθεί στα 2 τρισ. δολάρια. Αν και επισήμως ο διευθύνων σύμβουλος της Saudi Aramco, Amin Nasser, έχει δηλώσει ότι η δημόσια προσφορά δεν συνδέεται με τις εξελίξεις στην αγορά πετρελαίου, είναι σαφές ότι το εγχείρημα της μεγαλύτερης IPO στην ιστορία των αγορών μπορεί να βοηθηθεί καθοριστικά από ένα βελτιωμένο περιβάλλον τιμών για τον "μαύρο χρυσό". Γι' αυτό, άλλωστε, η δημόσια προσφορά έχει ήδη μετατεθεί για το 2019, έναντι αρχικού στόχου για εισαγωγή της Saudi Aramco στο χρηματιστήριο στα τέλη του 2018.
Για να γίνει αντιληπτή η σημασία των μεγεθών της δημόσιας προσφοράς, η Saudi Aramco, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2017, ήταν η πιο κερδοφόρος εταιρεία στον πλανήτη, με κέρδη 33,8 δισ. δολαρίων, περίπου 5 δισ. δολάρια πάνω από τα κέρδη της Apple.
Η επιστροφή των ταύρων;
Πώς αποτυπώνεται στις εκτιμήσεις των αναλυτών αυτή η διάθεση της Σαουδικής Αραβίας για ακόμα υψηλότερες τιμές του πετρελαίου; Ορισμένοι αναλυτές ποντάρουν στο σενάριο του bull market, αν και δεν λείπουν οι πιο συντηρητικές προβλέψεις για εξισορρόπηση της αγοράς.
Για παράδειγμα, η UBS εκτιμά ότι, μετά την υποχώρηση της προσφοράς το 2017, το 2018 αναμένεται να σηματοδοτήσει την επιστροφή του ευέλικτου σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ στις αγορές, ωθώντας εκ νέου την προσφορά, παρά τις μειώσεις του ΟΠΕΚ. Έτσι, ο οίκος στην τελευταία του έκθεση του Απριλίου βλέπει μια πιο ισορροπημένη αγορά φέτος, με το Brent στα 61 δολάρια το επόμενο τρίμηνο, ενώ σε ορίζοντα εξαμήνου βλέπει τις τιμές στα 57 δολάρια, με το θετικό σενάριο στα 75-80 δολάρια και το αρνητικό στα 40-50 δολάρια.
Στον αντίποδα, ο επικεφαλής αναλυτής του τμήματος εμπορευμάτων της Goldman Sachs εκτιμά ότι η αμερικανική παραγωγή έχει λιγοστές δυνατότητες για να περιορίσει την ανοδική τροχιά των τιμών του πετρελαίου. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Citi, στο εβδομαδιαίο report για την ενέργεια, εκτιμά ότι υπάρχει διαρκώς αυξανόμενος αριθμός αβεβαιοτήτων, που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο τις τελευταίες ημέρες, που δημιουργεί πιέσεις στις τιμές του πετρελαίου. Μεταξύ των προβλημάτων που βλέπουν οι αναλυτές της Citi περιλαμβάνεται το θέμα του Ιράν και τα ζητήματα με το αργό της Ν. Αμερικής (Βενεζουέλα).
Στο επενδυτικό σημείωμα Απριλίου προς τους πελάτες της η Fidelity σημειώνει σχετικά με το πετρέλαιο ότι η περίοδος των χαμηλών τιμών μετά την κατάρρευση του 2014 σύντομα μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Για τα επόμενα δύο χρόνια ίσως η προσφορά αμερικανικού shale oil να εξισορροπήσει την προσφορά με τη ζήτηση, ωστόσο η τάση εφεξής θα είναι ανοδική για τις τιμές, καθώς ο ρυθμός παραγωγής από τα μεγάλα ώριμα πεδία θα περιορίζεται.
Γεωπολιτική αστάθεια
Αυτό που επισημαίνει η Citi, δηλαδή οι ολοένα αυξανόμενοι γεωπολιτικοί παράγοντες ανησυχίας, αποτελεί την αποτύπωση των πρόσφατων εξελίξεων σε τρία κυρίως μέτωπα: τη Βενεζουέλα, το Ιράν και τη Λιβύη, τρεις χώρες-παραγωγούς μέλη του ΟΠΕΚ που αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα η καθεμία.
Για παράδειγμα, η Βενεζουέλα αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες που έχουν συντελέσει στη σημαντική απομείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου. Συγκεκριμένα, η παραγωγή αργού της χώρας έχει υποχωρήσει κατά 600.000 βαρέλια την ημέρα, όταν το 2017 το Καράκας είχε συμφωνήσει να περικόψει την παραγωγή του κατά μόλις 95.000 βαρέλια. Πλέον, με ημερήσια παραγωγή 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα, η Βενεζουέλα (που ήταν μακράν ο μεγαλύτερος σε όγκο παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως) βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τη Σαουδική Αραβία. Πίσω από την εξέλιξη αυτή βρίσκεται η απόφαση του προέδρου Μαδούρο να τοποθετήσει επικεφαλής της Petroleos de Venezuela, της κρατικής εταιρείας πετρελαίου της χώρας, έναν στρατιωτικό, θυσιάζοντας την τεχνική επάρκεια και την καλύτερη αξιοποίηση των κοιτασμάτων της χώρας προκειμένου να έχει τον απόλυτο έλεγχο της πετρελαϊκής βιομηχανίας.
Στον αντίποδα, το Ιράν μπορεί να μη συμμετέχει στη συμφωνία για μείωση της παραγωγής των κρατών-μελών του ΟΠΕΚ, ωστόσο βρίσκεται αντιμέτωπο με τους φόβους για επανενεργοποίηση των κυρώσεων του ΟΗΕ. Η αμερικανική κυβέρνηση και ο πρόεδρος Τραμπ έχουν ήδη δώσει περιθώριο μέχρι τις 12 Μαΐου προκειμένου να απαντηθούν οι ανησυχίες για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Πιθανές νέες κυρώσεις από τις ΗΠΑ θα ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου για την αγορά, πιέζοντας εκ νέου τις τιμές προς τα πάνω. Οι πρόσφατες προσθήκες στο επιτελείο των συμβούλων εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ (Πομπέο και Μπόλτον) ενισχύουν τις ανησυχίες για πιθανά προβλήματα στο εμπόριο πετρελαίου, επισημαίνει χαρακτηριστικά η Citi.
Παράλληλα, ενώ αυτήν τη στιγμή ο Εθνικός Στρατός της Λιβύης ελέγχει το 80% της επικράτειας αλλά και τις περιοχές παραγωγής πετρελαίου, οι εσωτερικές έριδες και διαμάχες διατηρούν την αβεβαιότητα. Η παραγωγή της Λιβύης είχε φτάσει σε χαμηλό 250.000 βαρελιών την ημέρα το 2016 και μετά την επικράτηση του Khalifa Hifter ανακάμπτει. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα εκπέμπονται ανησυχητικά σημάδια για τη σταθερότητα της συμμαχίας που έχει τον έλεγχο της χώρας.
Επίπτωση σε κλάδους – παραγωγή vs διύλιση
Τι σημαίνουν, όμως, οι εξελίξεις σε επίπεδο αγοράς; Όπως επισημαίνει η Morgan Stanley, αυτή την περίοδο οι ενεργειακές μετοχές αποτελούν μια εξαιρετική ευκαιρία από άποψη αποτιμήσεων, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες λόγω των χαμηλών τιμών. Οι αμερικανικές εταιρείες έρευνας και παραγωγής τα τελευταία χρόνια προσάρμοσαν τις επενδύσεις τους αλλά και τα κόστη τους στα πιο χαμηλά επίπεδα τιμών και η άνοδος των τιμών του πετρελαίου θα δώσει νέα ώθηση. Ενδεικτική της τάσης είναι η σημαντική αύξηση της χρήσης των πλοίων-γεωτρύπανων, που έφτασε, σύμφωνα με τον ναυλομεσιτικό οίκο Clarksons, το 68% στις αρχές Μαρτίου, που είναι το υψηλότερο ποσοστό εδώ και δύο χρόνια.
Στην ελληνική αγορά, η ανοδική πορεία των τιμών αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στις εν εξελίξει δραστηριότητες έρευνας και παραγωγής, που αφορούν κυρίως υπεράκτια πεδία. Σε επίπεδα τιμών άνω των 70 δολαρίων, οι επενδύσεις αυτές θα μπορούν πιο εύκολα να χρηματοδοτηθούν. Εάν υποτεθεί ότι ο κύριος όγκος των γεωτρήσεων σε μεγάλα βάθη (Ιόνιο, Κρήτη) τοποθετείται χρονικά για το 2020, τότε είναι σαφές ότι η κίνηση των τιμών του "μαύρου χρυσού" θα ευνοήσει σημαντικά αυτές τις δραστηριότητες.
Στον αντίποδα, οι υψηλές τιμές του αργού οδηγούν σε συμπίεση των περιθωρίων για τον κλάδο της διύλισης και εμπορίας. Για τα ελληνικά διυλιστήρια, πάντως, η είδηση αυτή δεν είναι αναγκαία αρνητική, αφού έχουν επιτύχει σημαντική μείωση του λειτουργικού τους κόστους και βελτιστοποίηση της παραγωγής τους. Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε η UBS επ' αφορμή των αποτελεσμάτων των ΕΛΠΕ, ο όμιλος θα μπορεί να αντισταθμίσει σημαντικό μέρος των απωλειών στα περιθώρια, αφού έχει μειώσει κόστη και έχει βελτιώσει σημαντικά τη λειτουργική του απόδοση.
Τιμές καυσίμων
Βεβαίως, για τους καταναλωτές η κινητικότητα στο μέτωπο των τιμών του αργού συνιστά απολύτως αρνητική εξέλιξη. Το ράλι των τιμών ήδη επηρεάζει τις τιμές στη λιανική, οι οποίες, ωστόσο, συναρτώνται και από την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου. Να σημειωθεί, εξάλλου, ότι οι τιμές για τη βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης διαμορφώνονται όχι με βάση τις τιμές του αργού, αλλά με βάση τις τιμές των προϊόντων και των περιθωρίων διύλισης για την περιοχή της Μεσογείου. Μεταξύ των τιμών αυτών υπάρχει συνάρτηση, αλλά όχι απευθείας συσχέτιση. Η τιμή της βενζίνης έχει πάει στο 1,56 ευρώ το λίτρο και του πετρελαίου κίνησης στο 1,34 ευρώ το λίτρο, όταν στις αρχές του μήνα ήταν δύο έως τρία σεντς χαμηλότερα, ενώ από τα τέλη του 2017 η αύξηση είναι ακόμα μεγαλύτερη, στα επίπεδα των 6 έως 7 σεντς το λίτρο. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των λιανικών τιμών καυσίμων (περίπου 1 ευρώ το λίτρο) αποτελείται από φόρους και τέλη.
Του Χάρη Φλουδόπουλου
*Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" που κυκλοφορεί.
Το 2014 η άρνηση της Σαουδικής Αραβίας να αποδεχθεί μειώσεις στην παραγωγή των κρατών-μελών του ΟΠΕΚ ήταν ο βασικότερος λόγος (μαζί, βεβαίως, με την υπερπροσφορά αργού στην παγκόσμια αγορά) που οδήγησε στην καταρράκωση των τιμών του "μαύρου χρυσού" τα προηγούμενα χρόνια, που έπεσαν ακόμα και κάτω από τα 30 δολάρια το βαρέλι. Η τότε απόφαση των Σαουδαράβων έκρυβε..
σαφή οικονομική σκοπιμότητα και είχε ως στόχο τον εξοβελισμό του νεοεισερχόμενου στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου αμερικανικού ανταγωνισμού (shale oil). Πράγματι, η μείωση των τιμών οδήγησε σε περιορισμό της παραγωγής και των επενδύσεων στο αμερικανικό σχιστολιθικό πετρέλαιο.
Τέσσερα χρόνια μετά, οι όροι στο παιχνίδι πολιτικής, γεωστρατηγικής και οικονομικής ισορροπίας που διαμορφώνουν τις τιμές του πετρελαίου φαίνεται να έχουν αντιστραφεί πλήρως. Η αρχή έγινε πέρυσι, όταν το καρτέλ του ΟΠΕΚ αποφάσισε να περιορίσει την προσφορά πετρελαίου με στόχο την αύξηση των τιμών. Πριν από 8 ημέρες, ωστόσο, σε συνάντηση που έγινε στην Τζέντα, τα μέλη του Οργανισμού έθεσαν τις βάσεις για την ολοκληρωτική αλλαγή της στρατηγικής που χαράχτηκε το 2014. Στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, οι βασικότεροι παραγωγοί πετρελαίου αποτίμησαν τα αποτελέσματα των αποφάσεων του 2017. Και, όπως προκύπτει από τις λιγοστές και "φιλτραρισμένες" πληροφορίες, το συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι όχι μόνο θα συνεχιστούν, αλλά το επόμενο διάστημα θα ενταθούν οι συντονισμένες προσπάθειες του ΟΠΕΚ για αύξηση των τιμών του πετρελαίου.
Ενδεικτική του κλίματος είναι η διαρροή που έγινε μετά το πέρας της συνάντησης ότι ο μεγαλύτερος πετρελαιοπαραγωγός στον κόσμο, η Σαουδική Αραβία, "θα ήταν εξαιρετικά ικανοποιημένη σε ένα επίπεδο τιμών του πετρελαίου στα 80 ή ακόμα και στα 100 δολάρια το βαρέλι", η οποία ερμηνεύτηκε ως απόφαση για συνέχιση της πολιτικής "σφιχτής παραγωγής" από την πλευρά του ΟΠΕΚ.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιανουάριο του 2017, όταν ξεκίνησαν οι περικοπές στην παραγωγή του ΟΠΕΚ, οι τιμές του πετρελαίου ήταν στα επίπεδα των 54 δολαρίων το βαρέλι (WTI), ενώ η περυσινή χρονιά έκλεισε με τιμές πάνω από τα 60 δολάρια το βαρέλι. Όπως δείχνει, πάντως, η μέση τιμή του 2017 (54,57 δολάρια το βαρέλι για το Brent και στα 51,78 δολάρια για το WTI), η πολιτική των πετρελαιοπαραγωγών άρχισε να αποδίδει ουσιαστικούς καρπούς από τα τέλη του 2017 και τις αρχές του 2018. Έτσι, για παράδειγμα, χωρίς να υπάρχουν στο πρώτο τρίμηνο του έτους ουσιαστικές αλλαγές στην παραγωγή του ΟΠΕΚ, οι τιμές διαμορφώθηκαν στα επίπεδα των 66,72 δολαρίων για το Brent και στα 61,77 δολάρια για το αμερικανικό WTI. Αλλά και τον Απρίλιο, εν μέσω των πληροφοριών για τα αποτελέσματα της συνάντησης του Ριάντ, τρέχει νέο ράλι, με τις τιμές του Brent να ξεπερνούν τα 74 δολάρια το βαρέλι και του WTI τα 68 δολάρια το βαρέλι. Υπενθυμίζεται ότι από το 2014, μετά τη μεγάλη πτώση τιμών, το πετρέλαιο είχε φτάσει έως και στα 29 δολάρια το βαρέλι (Ιανουάριος 2016).
Εκτός, όμως, από τα "θέλω" της Σαουδικής Αραβίας, που αναμένεται να αποτυπωθούν επισήμως στην κρίσιμη συνέλευση του ΟΠΕΚ τον Ιούνιο, υπάρχουν και μια σειρά άλλοι παράγοντες γεωπολιτικής ανησυχίας και αβεβαιότητας που αναμένεται να επηρεάσουν την προσφορά και, επομένως, τις τιμές του αργού. Στον αντίποδα, μοναδικός εξισορροπητικός παράγοντας παραμένει η αμερικανική παραγωγή shale oil, που ήδη έχει ξεκινήσει δυναμικό rebound μετά τα προβλήματα της τριετίας 2014-2016.
Το ιδιαίτερο κίνητρο των Saudis
Εκτός από το προφανές όφελος που συνεπάγεται για τους πετρελαιοπαραγωγούς η αύξηση των τιμών του πετρελαίου, οι Σαουδάραβες έχουν έναν πρόσθετο λόγο να θέτουν ακόμα πιο ψηλά τον πήχη. Πηγές της βιομηχανίας συνδέουν τη σκληρή στάση του Ριάντ με την επικείμενη δημόσια προσφορά μετοχών ύψους 100 δισ. δολαρίων με τη διάθεση του 5% των μετοχών της μεγαλύτερης κρατικής εταιρείας πετρελαίου στον κόσμο, Saudi Aramco, που έχει αποτιμηθεί στα 2 τρισ. δολάρια. Αν και επισήμως ο διευθύνων σύμβουλος της Saudi Aramco, Amin Nasser, έχει δηλώσει ότι η δημόσια προσφορά δεν συνδέεται με τις εξελίξεις στην αγορά πετρελαίου, είναι σαφές ότι το εγχείρημα της μεγαλύτερης IPO στην ιστορία των αγορών μπορεί να βοηθηθεί καθοριστικά από ένα βελτιωμένο περιβάλλον τιμών για τον "μαύρο χρυσό". Γι' αυτό, άλλωστε, η δημόσια προσφορά έχει ήδη μετατεθεί για το 2019, έναντι αρχικού στόχου για εισαγωγή της Saudi Aramco στο χρηματιστήριο στα τέλη του 2018.
Για να γίνει αντιληπτή η σημασία των μεγεθών της δημόσιας προσφοράς, η Saudi Aramco, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2017, ήταν η πιο κερδοφόρος εταιρεία στον πλανήτη, με κέρδη 33,8 δισ. δολαρίων, περίπου 5 δισ. δολάρια πάνω από τα κέρδη της Apple.
Η επιστροφή των ταύρων;
Πώς αποτυπώνεται στις εκτιμήσεις των αναλυτών αυτή η διάθεση της Σαουδικής Αραβίας για ακόμα υψηλότερες τιμές του πετρελαίου; Ορισμένοι αναλυτές ποντάρουν στο σενάριο του bull market, αν και δεν λείπουν οι πιο συντηρητικές προβλέψεις για εξισορρόπηση της αγοράς.
Για παράδειγμα, η UBS εκτιμά ότι, μετά την υποχώρηση της προσφοράς το 2017, το 2018 αναμένεται να σηματοδοτήσει την επιστροφή του ευέλικτου σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ στις αγορές, ωθώντας εκ νέου την προσφορά, παρά τις μειώσεις του ΟΠΕΚ. Έτσι, ο οίκος στην τελευταία του έκθεση του Απριλίου βλέπει μια πιο ισορροπημένη αγορά φέτος, με το Brent στα 61 δολάρια το επόμενο τρίμηνο, ενώ σε ορίζοντα εξαμήνου βλέπει τις τιμές στα 57 δολάρια, με το θετικό σενάριο στα 75-80 δολάρια και το αρνητικό στα 40-50 δολάρια.
Στον αντίποδα, ο επικεφαλής αναλυτής του τμήματος εμπορευμάτων της Goldman Sachs εκτιμά ότι η αμερικανική παραγωγή έχει λιγοστές δυνατότητες για να περιορίσει την ανοδική τροχιά των τιμών του πετρελαίου. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Citi, στο εβδομαδιαίο report για την ενέργεια, εκτιμά ότι υπάρχει διαρκώς αυξανόμενος αριθμός αβεβαιοτήτων, που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο τις τελευταίες ημέρες, που δημιουργεί πιέσεις στις τιμές του πετρελαίου. Μεταξύ των προβλημάτων που βλέπουν οι αναλυτές της Citi περιλαμβάνεται το θέμα του Ιράν και τα ζητήματα με το αργό της Ν. Αμερικής (Βενεζουέλα).
Στο επενδυτικό σημείωμα Απριλίου προς τους πελάτες της η Fidelity σημειώνει σχετικά με το πετρέλαιο ότι η περίοδος των χαμηλών τιμών μετά την κατάρρευση του 2014 σύντομα μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Για τα επόμενα δύο χρόνια ίσως η προσφορά αμερικανικού shale oil να εξισορροπήσει την προσφορά με τη ζήτηση, ωστόσο η τάση εφεξής θα είναι ανοδική για τις τιμές, καθώς ο ρυθμός παραγωγής από τα μεγάλα ώριμα πεδία θα περιορίζεται.
Γεωπολιτική αστάθεια
Αυτό που επισημαίνει η Citi, δηλαδή οι ολοένα αυξανόμενοι γεωπολιτικοί παράγοντες ανησυχίας, αποτελεί την αποτύπωση των πρόσφατων εξελίξεων σε τρία κυρίως μέτωπα: τη Βενεζουέλα, το Ιράν και τη Λιβύη, τρεις χώρες-παραγωγούς μέλη του ΟΠΕΚ που αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα η καθεμία.
Για παράδειγμα, η Βενεζουέλα αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες που έχουν συντελέσει στη σημαντική απομείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου. Συγκεκριμένα, η παραγωγή αργού της χώρας έχει υποχωρήσει κατά 600.000 βαρέλια την ημέρα, όταν το 2017 το Καράκας είχε συμφωνήσει να περικόψει την παραγωγή του κατά μόλις 95.000 βαρέλια. Πλέον, με ημερήσια παραγωγή 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα, η Βενεζουέλα (που ήταν μακράν ο μεγαλύτερος σε όγκο παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως) βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τη Σαουδική Αραβία. Πίσω από την εξέλιξη αυτή βρίσκεται η απόφαση του προέδρου Μαδούρο να τοποθετήσει επικεφαλής της Petroleos de Venezuela, της κρατικής εταιρείας πετρελαίου της χώρας, έναν στρατιωτικό, θυσιάζοντας την τεχνική επάρκεια και την καλύτερη αξιοποίηση των κοιτασμάτων της χώρας προκειμένου να έχει τον απόλυτο έλεγχο της πετρελαϊκής βιομηχανίας.
Στον αντίποδα, το Ιράν μπορεί να μη συμμετέχει στη συμφωνία για μείωση της παραγωγής των κρατών-μελών του ΟΠΕΚ, ωστόσο βρίσκεται αντιμέτωπο με τους φόβους για επανενεργοποίηση των κυρώσεων του ΟΗΕ. Η αμερικανική κυβέρνηση και ο πρόεδρος Τραμπ έχουν ήδη δώσει περιθώριο μέχρι τις 12 Μαΐου προκειμένου να απαντηθούν οι ανησυχίες για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Πιθανές νέες κυρώσεις από τις ΗΠΑ θα ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου για την αγορά, πιέζοντας εκ νέου τις τιμές προς τα πάνω. Οι πρόσφατες προσθήκες στο επιτελείο των συμβούλων εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ (Πομπέο και Μπόλτον) ενισχύουν τις ανησυχίες για πιθανά προβλήματα στο εμπόριο πετρελαίου, επισημαίνει χαρακτηριστικά η Citi.
Παράλληλα, ενώ αυτήν τη στιγμή ο Εθνικός Στρατός της Λιβύης ελέγχει το 80% της επικράτειας αλλά και τις περιοχές παραγωγής πετρελαίου, οι εσωτερικές έριδες και διαμάχες διατηρούν την αβεβαιότητα. Η παραγωγή της Λιβύης είχε φτάσει σε χαμηλό 250.000 βαρελιών την ημέρα το 2016 και μετά την επικράτηση του Khalifa Hifter ανακάμπτει. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα εκπέμπονται ανησυχητικά σημάδια για τη σταθερότητα της συμμαχίας που έχει τον έλεγχο της χώρας.
Επίπτωση σε κλάδους – παραγωγή vs διύλιση
Τι σημαίνουν, όμως, οι εξελίξεις σε επίπεδο αγοράς; Όπως επισημαίνει η Morgan Stanley, αυτή την περίοδο οι ενεργειακές μετοχές αποτελούν μια εξαιρετική ευκαιρία από άποψη αποτιμήσεων, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες λόγω των χαμηλών τιμών. Οι αμερικανικές εταιρείες έρευνας και παραγωγής τα τελευταία χρόνια προσάρμοσαν τις επενδύσεις τους αλλά και τα κόστη τους στα πιο χαμηλά επίπεδα τιμών και η άνοδος των τιμών του πετρελαίου θα δώσει νέα ώθηση. Ενδεικτική της τάσης είναι η σημαντική αύξηση της χρήσης των πλοίων-γεωτρύπανων, που έφτασε, σύμφωνα με τον ναυλομεσιτικό οίκο Clarksons, το 68% στις αρχές Μαρτίου, που είναι το υψηλότερο ποσοστό εδώ και δύο χρόνια.
Στην ελληνική αγορά, η ανοδική πορεία των τιμών αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στις εν εξελίξει δραστηριότητες έρευνας και παραγωγής, που αφορούν κυρίως υπεράκτια πεδία. Σε επίπεδα τιμών άνω των 70 δολαρίων, οι επενδύσεις αυτές θα μπορούν πιο εύκολα να χρηματοδοτηθούν. Εάν υποτεθεί ότι ο κύριος όγκος των γεωτρήσεων σε μεγάλα βάθη (Ιόνιο, Κρήτη) τοποθετείται χρονικά για το 2020, τότε είναι σαφές ότι η κίνηση των τιμών του "μαύρου χρυσού" θα ευνοήσει σημαντικά αυτές τις δραστηριότητες.
Στον αντίποδα, οι υψηλές τιμές του αργού οδηγούν σε συμπίεση των περιθωρίων για τον κλάδο της διύλισης και εμπορίας. Για τα ελληνικά διυλιστήρια, πάντως, η είδηση αυτή δεν είναι αναγκαία αρνητική, αφού έχουν επιτύχει σημαντική μείωση του λειτουργικού τους κόστους και βελτιστοποίηση της παραγωγής τους. Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε η UBS επ' αφορμή των αποτελεσμάτων των ΕΛΠΕ, ο όμιλος θα μπορεί να αντισταθμίσει σημαντικό μέρος των απωλειών στα περιθώρια, αφού έχει μειώσει κόστη και έχει βελτιώσει σημαντικά τη λειτουργική του απόδοση.
Τιμές καυσίμων
Βεβαίως, για τους καταναλωτές η κινητικότητα στο μέτωπο των τιμών του αργού συνιστά απολύτως αρνητική εξέλιξη. Το ράλι των τιμών ήδη επηρεάζει τις τιμές στη λιανική, οι οποίες, ωστόσο, συναρτώνται και από την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου. Να σημειωθεί, εξάλλου, ότι οι τιμές για τη βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης διαμορφώνονται όχι με βάση τις τιμές του αργού, αλλά με βάση τις τιμές των προϊόντων και των περιθωρίων διύλισης για την περιοχή της Μεσογείου. Μεταξύ των τιμών αυτών υπάρχει συνάρτηση, αλλά όχι απευθείας συσχέτιση. Η τιμή της βενζίνης έχει πάει στο 1,56 ευρώ το λίτρο και του πετρελαίου κίνησης στο 1,34 ευρώ το λίτρο, όταν στις αρχές του μήνα ήταν δύο έως τρία σεντς χαμηλότερα, ενώ από τα τέλη του 2017 η αύξηση είναι ακόμα μεγαλύτερη, στα επίπεδα των 6 έως 7 σεντς το λίτρο. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των λιανικών τιμών καυσίμων (περίπου 1 ευρώ το λίτρο) αποτελείται από φόρους και τέλη.
Του Χάρη Φλουδόπουλου
*Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" που κυκλοφορεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου